Ο βασικός μέτοχος της εισηγμένης στο Χρηματιστήριο της Ζυρίχης εταιρείας “Temenos”, κ. Γιώργος Κούκης, είναι, σύμφωνα με το έγκριτο ελβετικό οικονομικό περιοδικό “Bilanz”, ο πέμπτος πλουσιότερος Έλληνας της Ελβετίας. Η περιουσία του αγγίζει τα 200 εκατ. ελβετικά φράγκα και είναι κατά τι υψηλότερη από αυτή της γνωστής Ελληνίδας τραγουδίστριας Νάνας Μούσχουρη.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του περιοδικού, στην πρώτη θέση βρίσκεται η οικογένεια Λάτση και ακολουθούν οι οικογένειες Νιάρχου, Λιβανού και Αθηνάς Ωνάση.
Ο κ. Κούκης είναι η επιτομή του αυτοδημιούργητου επιχειρηματία. Η ζωή του θυμίζει τα διηγήματα του Αμερικανού συγγραφέα Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ.
Έφυγε από την Ελλάδα την περίοδο της χούντας και με την έγκυο γυναίκα του έφυγαν για την Αυστραλία, με 70 δολάρια στην τσέπη. Ύστερα από χρόνια κάνει σημαντική περιουσία, άλλα τη χάνει με τη χρηματιστηριακή κρίση του 1987. Στη συνέχεια, στις αρχές του ’90 πια, με κάποια χρήματα που κερδίζει από τη δουλειά του συνεργάζεται με ένα venture capital και αγοράζει μία μικρή, άλλα δυναμική, ελβετική εταιρεία η όποια ειδικευόταν στα συστήματα πληροφορικής των τραπεζών, την “Temenos”. Στις αρχές του 2000, η εταιρεία εισάγεται στο Χρηματιστήριο με κεφαλαιοποίηση περίπου 2 δισ. ελβετικών φράγκων.
Σήμερα το δημιούργημα του κ. Κούκη είναι μία από τις κορυφαίες εταιρείες software τραπεζικών συστημάτων (private and retail banking) σε ολόκληρο τον κόσμο. Έχει πελάτες σε πάνω από 40 χώρες, ενώ στο 9μηνο του 2008 είχε τζίρο 500 εκατ. ευρώ, με κέρδη 70 εκατ. ευρώ. Ο ίδιος κατέχει πλέον το 4% των μετοχών, καθώς το υπόλοιπο 26% το πούλησε τον Μάρτιο του 2007 σε θεσμικούς επενδυτές.
ΕΝΑΣ ΜΑΝΙΩΔΗΣ ΚΑΠΝΙΣΤΗΣ ΠΟΥ ΛΑΤΡΕΥΕΙ ΤΗΝ ΟΠΕΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΚΑΚΙ
Στην Ελλάδα είναι σχεδόν άγνωστος, παρ’ ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Χαλκίδα. Και αυτό επειδή αποφεύγει τις κοσμικότητες και τα μεγάλα event στην Αθήνα.
Μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ Χαλκίδας, Λονδίνου και Γενεύης. Είναι μανιώδης καπνιστής, όταν δουλεύει ακούει όπερα (και κυρίως Μαρία Κάλλας), λατρεύει τα μιούζικαλ και το σκάκι. Όμως εδώ και λίγες εβδομάδες είναι περισσότερο ευτυχισμένος, καθώς έγινε επιτέλους παππούς. “Η μουσική με βοηθάει να σκέπτομαι και το σκάκι να συγκεντρώνομαι”, εξηγεί ο ίδιος μιλώντας στο “b.s.” μόλις λίγες ώρες μετά το χαρμόσυνο γεγονός.
Ποια είναι η γνώμη του για το επιχειρείν στη χώρα μας; “Η Ελλάδα είναι μόνο για ξεκούραση, ήλιο και θάλασσα. Όχι για business. Ξέρετε, σε οποιαδήποτε χώρα μπορώ να δημιουργήσω μια εταιρεία σε 48 ώρες. Χωρίς γραφειοκρατία. Έχουμε ανοίξει ένα γραφείο στην Ελλάδα. Η όλη διαδικασία ήταν ένας εφιάλτης”, λέει με πικρία. Και συνεχίζει: “Πρέπει όλοι οι πολιτικοί να πάνε στην Ελβετία για λίγους μήνες, για να μάθουν πώς λειτουργούν οι αξίες και οι θεσμοί”. Και ως γνήσιος Έλληνας που πονάει την πατρίδα του, αναρωτιέται: “Δεν έπρεπε η χώρα μας όλα αυτά τα χρόνια να έχει συγκεντρώσει όσους επιχειρηματίες δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό και να τους δώσει κίνητρα προκειμένου να φέρουν την έδρα τους στην μητέρα-πατρίδα; Εγώ γιατί να έχω την έδρα μου στη Γενεύη ή στο Λονδίνο;”.
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΜΕ ΤΗ ΒΕΛΓΙΔΑ ΚΑΙ Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΑΓΚΟΥΡΟ
Μετανάστης στα 23 χρόνια του, προτού φύγει από την Ελλάδα είχε σπουδάσει στην Ανωτάτη Εμπορική και δούλευε παρέα με έναν φίλο του στη Ρόδο, σε ένα λογιστικό γραφείο. Εκεί γνώρισε μια υπέροχη Βελγίδα. Όμως η Ελλάδα βρισκόταν στον γύψο των συνταγματαρχών. Τα “πέτρινα”, λοιπόν, εκείνα χρόνια η γυναίκα αυτή – και σύζυγός του αργότερα – τον καλεί στις Βρυξέλλες. Μένει εκεί για τρεις μήνες, άλλα χωρίς άδεια παραμονής δεν μπορεί να βρει δουλειά. Φεύγουν μαζί και πάνε στο βροχερό και κρύο Λονδίνο, χωρίς να γνωρίζει ούτε μία λέξη αγγλικά! Όμως τα πράγματα και εκεί δεν είναι καλύτερα. Τότε έρχεται το μέγα δίλημμα: χιονισμένος Καναδάς ή ηλιόλουστη Αυστραλία; Επιλέγει τη Χώρα των Καγκουρό. Φτάνουν στο Σίδνεϊ με 70 δολάρια στην τσέπη, άλλα γεμάτοι φιλοδοξίες και όνειρα. Νοικιάζουν ένα μικρό δωμάτιο και εκείνος πιάνει δουλειά σε ένα εστιατόριο. Μόνος του, καθώς η σύζυγός του είναι ήδη έγκυος στην πρώτη τους κόρη.
Όπως λέει: “Αρνηθήκαμε να πάρουμε ένα επίδομα που έδινε τότε το αυστραλιανό Δημόσιο σε όσους έφταναν για πρώτη φορά στη χώρα τους, μέχρι να σταθούν στα πόδια τους. Εάν μπεις στη φιλοσοφία να σε ταΐζει το κράτος, χάθηκες”, λέει.
ΑΠΟ ΤΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ ΣΤΗΝ “QUANTAS” ΚΑΙ ΣΤΗΝ MCA
Στα προβλήματα του Έλληνα μετανάστη ήρθε να προστεθεί άλλο ένα: το ελληνικό πτυχίο που είχε στην κατοχή του δεν αναγνωριζόταν από το κράτος. Έτσι αναγκάστηκε να γραφτεί εκ νέου στο πανεπιστήμιο. Το πρωί στη δουλειά, το απόγευμα στο αμφιθέατρο και το βράδυ ξανά δουλειά στο εστιατόριο. Δουλεύει δηλαδή από τις 9 π.μ. έως τις 5 μ.μ. και 6-9 μ.μ. παρακολουθεί τα μαθήματα. Μετά, έως τη 1 το βράδυ, γυρίζει πάλι στη δουλειά.
Στην Αυστραλία το σύστημα στα πανεπιστήμια είναι αρκετά δύσκολο. Εάν ένας φοιτητής δεν περάσει τρία μαθήματα, απορρίπτεται διά παντός.
Ο Έλληνας μετανάστης διαβάζει έως τις 5 π.μ., αλλά στις 9 π.μ. πρέπει να βρίσκεται στο εστιατόριο. Πού καιρός για ύπνο… Όμως πάει καλά. Ύστερα από λίγα χρόνια παίρνει το πτυχίο του. Αφήνει το εστιατόριο και προσλαμβάνεται στην αεροπορική εταιρεία “Quantas”, στον τομέα των συστημάτων πληροφορικής. Εκείνη την εποχή όλες οι εταιρείες έψαχναν κόσμο που να έχουν σχέση με αυτό το αντικείμενο.
Μετά την πάροδο κάποιων ετών προσλαμβάνεται σε μια αμερικανική πολυεθνική συστημάτων πληροφορικής, την MCA (με έδρα την Ατλάντα), η όποια ανοίγει γραφεία στην Αυστραλία. Μέσα σε 3 χρόνια αναλαμβάνει επικεφαλής του γραφείου.
Το 1987 αποτελεί για τον κ. Κούκη χρονιά ορόσημο. Ιδρύει δική του εταιρεία, τη CTW, όμως εκείνη ακριβώς τη χρονιά τα χρηματιστήρια βρίσκονται σε μεγάλη κρίση. Έχει επενδύσει πάνω από 1,5 εκατ. δολάρια και τα χάνει σχεδόν όλα.
Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζει τη δουλειά του. Ανοίγει γραφεία στο Χονγκ Κονγκ και το 1993 γνωρίζει τον κ. Λούις Ράδεφορντ, Αμερικανό ιδιοκτήτη ενός venture capital.
Ήδη έχει ανακαλύψει ότι υπάρχει η “Temenos”, μια μικρή, δυναμική αλλά με σημαντικά χρέη ελβετική εταιρεία. Την αγοράζει για 948.000 δολάρια. Αυτό ήταν. Από εκείνη τη χρονιά ξεκινάει η πορεία προς την κορυφή. Το 2001 η εταιρεία εισάγει τις μετοχές της στο Χρηματιστήριο της Ζυρίχης.
Σήμερα έχει κεφαλαιοποίηση περίπου 2 δισ. ελβετικών φράγκων και η επιχείρηση είναι η κορυφαία σε τραπεζικά συστήματα.
“ΤΟ ΤΡΙΠΤΥΧΟ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ: ΗΘΙΚΗ – ΠΕΛΑΤΗΣ – ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ”
Το μόνιμο μότο του κ. Κούκη συνοψίζεται σε τρεις λέξεις: “Ηθική, πελάτης, εργαζόμενοι”. Και εξηγεί: “Όσο ζω, θα είμαι ηθικός. Εμείς εδώ στην “Temenos” δεν κοιτάμε μόνο την κερδοφορία μας. Δεν έχουμε στον νου μας μόνο τους μετόχους μας, άλλα πολύ περισσότερο τους πελάτες και τους εργαζομένους μας. Όσα χρόνια δουλεύουμε στην εταιρεία, ποτέ κανείς πελάτης δεν μας έχει ζητήσει να αποχωρήσει και να αλλάξει τα συστήματα πληροφορικής του. Βέβαια, κι εμείς είμαστε σωστοί σε ό,τι κάνουμε. Κάθε τόσο αναβαθμίζουμε τα συστήματα των πελατών μας”.
Όμως η φιλοσοφία του προέδρου της “Temenos” δεν σταματάει εδώ. Θεωρεί ότι το πολυτιμότερο κεφάλαιο μιας επιχείρησης -μικρής ή μεγάλης, δεν έχει σημασία- είναι οι εργαζόμενοί της.
“Δεν μας ενδιαφέρει πώς θα κάνουμε μόνο εμείς οι μέτοχοι πολλά λεφτά. Αυτό που για εμάς έχει μέγιστη σημασία είναι να πληρώνουμε καλά τους εργαζομένους μας. Οι άνθρωποι είναι το σημαντικότερο asset σε μια εταιρεία. Αυτοί είναι βασιλιάδες”. Προς επίρρωσιν των όσων λέει, η “Τemenos” επιβραβεύει πιστά τα στελέχη της, καθώς όποιος δουλεύει για πάνω από πέντε χρόνια λαμβάνει ένα χρυσό κλειδί. Οι άνθρωποι είναι τα κλειδιά σε μια εταιρεία, λένε στην πολυεθνική του.
“Σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία ο στόχος είναι μόνο το κέρδος;”, ρωτάμε τον κ. Κούκη. Η απάντησή του έρχεται κοφτερή σαν καλοακονισμένο μαχαίρι: “Σας λέω κατηγορηματικά: όχι. Στην “Temenos” από την πρώτη ημέρα είπαμε ότι το χρήμα δεν είναι αυτοσκοπός. Κανείς πελάτης μου δεν περιμένει να είμαι τέλειος, αλλά όταν έχει ένα πρόβλημα το επιλύουμε αμέσως χωρίς πολλή σκέψη ότι μπορεί να χάσουμε κάποιες χιλιάδες ευρώ. Τα 3.100 άτομα της εταιρείας είναι ανά πάσα στιγμή κοντά στον πελάτη. Η εταιρεία και οι άνθρωποί της είναι το προϊόν. Ξέρετε, η επιχείρησή μας είναι σήμερα ένα πολυπολιτισμικό κράμα εθνικοτήτων. Η “Temenos” σήμερα απασχολεί πάνω από 70 Έλληνες σε όλο τον κόσμο. Ένας Έλληνας, ο κ. Νίκος Τσιρώνης, έχτισε τα συστήματα της Bank of Shanghai. Έχουμε Άραβες, Εβραίους, Κινέζους, αλλά είμαστε όλοι μια ομάδα. Σαν μια γροθιά. Η εταιρεία είναι το προϊόν. Εάν ο πελάτης είναι ευχαριστημένος, τότε το κέρδος θα έρθει φυσιολογικά. Φανταστείτε ότι στην Ελλάδα υπάρχουν εταιρείες που έχουν πληρώσει εκατοντάδες εκατ. ευρώ και δεν έχουν ούτε το 1/10 των συστημάτων που προσφέρω εγώ στους πελάτες μου”.
DEUTSCHE BANK, CREDIT SUISSE, ΕΘΝΙΚΗ, ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΤΟ ΠΕΛΑΤΟΛΟΓΙΟ
Στην Ελλάδα η “Temenos” συνεργάζεται με την Εθνική Τράπεζα, τη Marfin l και την Πειραιώς. Μεγάλοι πελάτες στο εξωτερικό είναι η Deutsche Bank, η Bank οf England, η Credit Suisse κ.ά.
Ο κ. Κούκης, πάντως, δεν επαναπαύεται στις δάφνες του. Με τα χρήματα που συγκέντρωσε από την πώληση του 26% των μετοχών της εταιρείας, κατόπιν πιέσεων μεγάλων funds που ήθελαν να τοποθετηθούν στο μετοχικό της κεφάλαιο, προσπαθεί να επενδύσει και σε άλλους τομείς της τεχνολογίας, όπως στην Ιατρική, στο ΙΤ και στην πράσινη τεχνολογία. Αυτή τη στιγμή για λογαριασμό της “Temenos” αναπτύσσεται μια νέα τραπεζική τεχνολογία με αποτυπώματα ματιών και δακτυλικών αποτυπωμάτων…
“ΤΙ ΝΑ ΤΑ ΚΑΝΕΙΣ ΤΑ 4.000 ΚΥΒΙΚΑ;”
Ο κ. Κούκης ασκεί δριμεία κριτική στα όσα συνέβησαν τα τελευταία χρόνια στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην απληστία των golden boys.
Και δεν φοβάται να μιλήσει για τις ευθύνες που έχουν κυβερνήσεις και κρατικοί τραπεζίτες:
“Για όλα αυτά φταίνε οι κυβερνήσεις, ο Αλαν Γκρίνσπαν και τα άπληστα στελέχη. Ο Τζορτζ Μπους και ο Γκρίνσπαν ήξεραν τα προβλήματα της οικονομίας, αλλά κανένας δεν μιλούσε.
Κανείς τους δεν προστάτεψε το σύστημα, όταν χρειάστηκε. Πλέον δεν υπάρχουν μυαλά στον κόσμο όπως του Γάλλου προέδρου Σαρλ Ντε Γκολ ή του Γερμανού καγκελάριου Κόνραντ Αντενάουερ.
Όλοι έχουμε συνηθίσει να ξοδεύουμε χωρίς όμως να παράγουμε τα αντίστοιχα χρήματα.
Για να έχουμε εμείς μια καλή ζωή υποθηκεύουμε το μέλλον των παιδιών μας με δάνεια. Τι να τα κάνουμε τα θηριώδη αυτοκίνητα των 3.000 και 4.000 κυβικών; Κανείς δεν σκέπτεται τι θα γίνει 20-50 χρόνια από σήμερα. Όλοι δουλεύουνε για το σήμερα”.
Προχωράει τη σκέψη του ακόμα πιο πέρα και επισημαίνει:
“Ο Τζορτζ Mπους μαζί με τον Τόνι Μπλερ επιτέθηκαν στο Ιράκ χωρίς καμία προφανή αιτία. Και τώρα ο κόσμος αγανακτισμένος τους πετάει παπούτσια. Τέτοιου είδους πολιτικοί θα μας προστατέψουν; Ξέρετε, αυτή τη στιγμή υπάρχουν τέσσερις διάβολοι στον κόσμο. Ο ένας είναι οι πολιτικοί…
Τον ρωτάμε εάν η κρίση των αγορών θα ξεπεραστεί. Η απάντησή του σαφής:
“Έως το τέλος του 2009 θα έχουμε προβλήματα, καθώς θα αυξηθεί η ανεργία, ενώ δεν αποκλείεται να δούμε και άλλα λουκέτα τραπεζών. Όμως ελπίζω ότι με τα χρήματα που ρίχνουν τα κράτη στις οικονομίες τους στις αρχές του 2010 θα δούμε την ανάκαμψη. Πάντως, έπειτα από αυτή τη θύελλα, ως κοινωνία νομίζω ότι θα γίνουμε καλύτεροι”.
Η κουβέντα αναπόφευκτα έρχεται και στην Ελλάδα. Ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά τα γεγονότα που τάραξαν τη χώρα τον Δεκέμβριο και τονίζει: “O κόσμος στην Ελλάδα έχει αγανακτήσει”…
Ο ίδιος μοιράζεται μεταξύ Γενεύης και Λονδίνου, άλλα μία φορά κάθε 40-50 ημέρες βρίσκεται στην όμορφη Χαλκίδα, εκεί όπου ζει η αδελφή του. Του αρέσει η Ελλάδα, άλλα επιμένει ότι δεν είναι χώρα για δουλειές.
Όταν του ζητάμε να μας περιγράψει τον εαυτό του, απαντά χωρίς πολλές περιστροφές. “Είμαι παθιασμένος με ό,τι κάνω. Εργάζομαι κάθε ημέρα για 18-20 ώρες. Πάθος, πάθος, πάθος με τη δουλειά. Όμως κάνω μόνο ό,τι ξέρω. Από τότε που έχασα τα λεφτά μου το 1987 στα χρηματιστήρια, έμαθα ότι καθένας από εμάς είναι καλός στη ζωή μόνο για ένα πράγμα. Από τότε σταμάτησα να κάνω πράγματα που δεν ξέρω.
Εγώ τότε είχα 1,5 εκατ. δολάρια και ένα ωραίο σπίτι. Χάνω όλα μου τα λεφτά στις μετοχές, ευτυχώς όχι όμως και το σπίτι μου. Τι δουλειά είχα εγώ με τις μετοχές; Είδατε όμως, η ζωή μού έδωσε το πολυτιμότερο μάθημα: μην ανακατεύεσαι με ό,τι δεν γνωρίζεις. Ο κάθε άνθρωπος πρέπει να δει τον εαυτό του στον καθρέφτη και να πει: είμαι καλός σε ένα πράγμα. Και σε αυτό να δουλέψει. Να δουλέψει όμως με πάθος”, εξομολογείται σήμερα, 22 χρόνια μετά τη σχεδόν ολική καταστροφή του εξαιτίας της κατάρρευσης των μετοχών.