ΑΘΗΝΑ, Παρασκευή.- Με ορίζοντα το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό κύλησε, όπως αναμενόταν, η τηλεοπτική μονομαχία των πολιτικών αρχηγών, δείχνοντας ότι έχει εξαντλήσει κάθε δυναμική και έχει μετατραπεί σε μια απολύτως προβλέψιμη διαδικασία, με στρογγυλεμένες αναφορές και παράλληλους μονολόγους.
Από τη συζήτηση έλειψαν τα επιχειρήματα και ο προβληματισμός για την πορεία και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως, επίσης, απόντα ήταν και τα μεγάλα προβλήματα για τον προσανατολισμό και τη θέση της Ελλάδας σ’ αυτήν.

Ο Κώστας Καραμανλής, σε αντίθεση με την εμφάνισή του στη συνέντευξη του MEGA, όπου ήταν χαλαρός, άνετος και φιλικός, παρουσιάστηκε με το ύφος του πρωθυπουργού, ο οποίος έδωσε έμφαση στον απολογισμό του έργου του και στα στατιστικά στοιχεία που το στηρίζουν.

Με αυστηρό και βλοσυρό ύφος στις περισσότερες απαντήσεις του, θέλησε να περάσει το μήνυμα ότι η αντιπολίτευση (και, κυρίως, το ΠΑΣΟΚ) επιχειρεί να ακυρώσει τα αναμφισβήτητα (κατά τον ίδιο) επιτεύγματα της κυβέρνησής του. Όσο για το μέρος της αυτοκριτικής που του αναλογεί, δεν πρωτοτύπησε, αφού για δεύτερη συνεχή μέρα μίλησε για «έλλειψη επιμέλειας» στο σκάνδαλο του Βατοπαιδίου.

Ο Γιώργος Παπανδρέου, με τον αέρα των ευνοϊκών δημοσκοπήσεων, παρουσιάστηκε περισσότερο συγκροτημένος σε σχέση με την προηγούμενη μονομαχία, επιτέθηκε στην κυβέρνηση και στον πρωθυπουργό, κατηγορώντας τους για συγκάλυψη, ενώ επανέλαβε τουλάχιστον δύο φορές το «δεν χρωστάω σε κανέναν», κάνοντας έμμεση αναφορά και στο παρελθόν του δικού του κόμματος.

Η εμφάνισή του είχε περισσότερη αυτοπεποίθηση και ο λόγος του, τις περισσότερες φορές, ήταν …  στακάτος. Ωστόσο, υπήρξαν στιγμές που δεν μπόρεσε να απαντήσει επαρκώς στις αιτιάσεις για τα πεπραγμένα του ΠΑΣΟΚ.

Η Αλέκα Παπαρήγα, με το γνωστό της στυλ, επικέντρωσε τις προσπάθειές της στην υπεράσπιση του κόμματός της από τις επικρίσεις που αφορούν τα οικονομικά του ΚΚΕ, με κορυφαία ατάκα (και αποδέκτη τον Θ. Πάγκαλο) «εμείς δεν είμαστε ανυπεράσπιστοι όπως ο Οτζαλάν». Για ακόμη μία φορά, έδωσε το στίγμα της αντίθεσης του Περισσού στην Ε.Ε και στις προερχόμενες απ’ αυτήν πολιτικές.

Ο Αλέκος Αλαβάνος, χωρίς να φθάσει τις επιδόσεις του στην προηγούμενη αναμέτρηση, είχε αρκετά καλές στιγμές και προσπάθησε να πάει κόντρα στους άκαμπτους κανόνες της διαδικασίας απευθυνόμενος προσωπικά στον Κ. Καραμανλή.

Ξεχώρισαν οι απαντήσεις του για τα περιβαλλοντικά θέματα και η επιλογή του να μην επιτεθεί (εν απουσία τους) στους Οικολόγους-Πράσινους, αλλά και οι αναφορές του στα θέματα παιδείας και νεανικής ανεργίας.

Ο Γιώργος Καρατζαφέρης, τέλος, επιβεβαίωσε μεν την εικόνα του ως «ατακαδόρου» και τηλεοπτικού», αλλά η επίγευση των όσων είπε για τους μετανάστες και τη θρησκεία ήταν αρκετά πικρή και με έντονες δόσεις αποκλεισμού και διαχωρισμού. Όσο για την επικεφαλής του ευρωψηφοδελτίου του ΛΑΟΣ, Νίκη Τζαβέλλα, παρουσιάστηκε αν όχι αντιφατικός, τουλάχιστον όχι και πολύ πειστικός, αφού προσπάθησε με το επιχείρημα του «τεχνοκρατισμού» της να αποφύγει την απάντηση για τις ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές που τον χωρίζουν με πολλές από τις θέσεις που έχει η ίδια διατυπώσει στο παρελθόν.

Η διαδικασία αποδείχτηκε ιδιαίτερα μακρά για έναν τέτοιο τύπο «συζήτηση» χωρίς τη δυνατότητα αντιπαράθεσης, ενώ και η εμμονή στους τηλεοπτικούς συναδέλφους καθόρισε μονόπλευρα και το ύφος των ερωτήσεων.

Ίσως το θέμα των αναμετρήσεων θα πρέπει να συζητηθεί σε «ανύποπτο» χρόνο, ώστε οι αναγκαίες αλλαγές να γίνουν μακριά από το άγχος της όποιας εκλογικής αναμέτρησης.