Η πολιτική είναι σαν τον λουκουμά με μέλι και κανέλλα. Άλλοτε τρώγεται ζεστός, φρέσκος και λαχταριστός, όπως ένα αποτέλεσμα σαν αυτό των ευρωεκλογών για το ΠΑΣΟΚ, και άλλοτε μπαγιάτικος και ξερός, χωρίς μέλι, πικρός, γιατί το τηγανόλαδο πικρίζει άμα μένει, όπως το ίδιο αποτέλεσμα για τη Νέα Δημοκρατία.
Και μετά τις εκλογές, μαζί με τον λογαριασμό, έρχονται και οι καούρες υπό μορφήν πολιτικής ευθύνης.

Πολιτική ευθύνη σήμαινε πάντοτε και ένα κόστος, για αυτόν που έκανε το λάθος, όταν δε μάλιστα δήλωνε πως παραιτείται, σήμαινε ότι σηκώνεται και φεύγει να ασχοληθεί με κάτι άλλο, με έναν λαχανόκηπο λόγου χάριν, μέχρι να δει και σε τι θα μετεξελιχθεί (αργά ή γρήγορα, ανάλογα με τα γονίδιά του).

Ο Ν. Πόστμαν είχε γράψει πως «το πιο ισχυρό ιδεολογικό εργαλείο που διαθέτουμε είναι η τεχνολογία της ίδιας της γλώσσας». Αν και οι ονειροπόλοι πιστεύουν ότι οι περισσότεροι χρησιμοποιούν με τον ίδιο τρόπο τις λέξεις, η ανάληψη πολιτικής ευθύνης, αλλά ενίοτε και η παραίτηση, ορίζονται ταυτόχρονα και ως διαδικασία.
Για να επανέλθουμε στον Oscar Wilde, η ανάληψη πολιτικής ευθύνης είναι η τρύπα στον λουκουμά, που παραμένει άθικτος.

Τι ελκύει, λοιπόν, η πρόταση, «ανάληψη πολιτικής ευθύνης», όταν «λειτουργεί σαν μηχανή»; Στην αρχή, η περιπέτεια αυτή αρχίζει με την αναγγελία της. Ελκύει αόριστες ερωτήσεις του κοινού: «πώς»; «τι»; «για ποιον χτυπάει η καμπάνα»; Και τινα σχετικά. Εν συνεχεία, εισέρχονται οι μετέχοντες στη δημιουργία γνώμης, δημοσιογράφοι και τηλεσχολιαστές, με τη βοήθεια τηλεμαϊντανών που θέλουν να «αναλύσουν» την αναγγελία. Ακολουθεί ο σχολιασμός του άμεσου κύκλου, της παρέας. Με ποιούς είναι, με ποιούς μιλάει κ.λπ. Εδώ καλό είναι να θυμόμαστε τον Paul Verlaine, που είχε πει ότι: «Δεν πρέπει να κρίνουμε τους ανθρώπους από τις παρέες τους. Ας μην ξεχνάμε πως ο Ιούδας είχε ανεπίληπτους φίλους…».

Ένα κύμα υπερπληροφόρησης ακολουθεί, το οποίο επιεικώς αγγίζει τα όρια «πληροφορικής ασημαντότητας» και αφού γίνει και η σχετική παραπολιτικολογία, ο πολιτικός με δημιουργικότητα καλλιτέχνη εστιάζει την προσοχή του στις επιθυμίες του κοινού. Τώρα φτάσαμε στο δεύτερο στάδιο της ανάληψης της πολιτικής ευθύνης, όπου ο αναλαμβάνων και απολαμβάνων ποντάρει στην ενοχή της ομάδας . Όλοι μαζί και εγώ μαζί, σαν άνθρωπος με λάθη… Αυτή είναι η «ανθρώπινη» πλευρά της ευθύνης. Φορτισμένη συγκινησιακά, προβάλλει ως άμεσο το συναίσθημα για να αντισταθμίσει την αποτυχία.

Η τυπολογία της ήττας εύκολα μετατρέπεται σε τυπολογία θριάμβου. Πήραμε το μήνυμα, μάθαμε, σας ακούσαμε, θα αλλάξουμε, θα κάνουμε αυτό, θα κάνουμε εκείνο. Επιστρατεύεται η γλώσσα του σώματος. Τώρα πρέπει να επιβεβαιωθεί από τρίτα πρόσωπα του ιδίου κόμματος ή άλλων. Η επιβεβαίωση αυτή είναι απαραίτητη, για να αποστασιοποιηθεί από την πραγματικότητα ο αναλαμβάνων πολιτική ευθύνη, χωρίς άλλη κίνηση.

Το νέο ξεκίνημα είναι μια μορφή τέχνης. Εκτός του κ. Βερελή, ο οποίος πραγματικά παραιτήθηκε, όλοι όσοι ανέλαβαν τα τελευταία χρόνια πολιτική ευθύνη, μέσω της συναισθηματικής φόρτισης, καρπώθηκαν το κέρδος της εξιλέωσης. Απέναντί τους δεν τοποθέτησαν όσους τους απέρριψαν, γιατί είναι χρειαζούμενοι στο νέο ξεκίνημα, αλλά μόνον τους βεβαίους αντιθέτους, καθώς και τα αόριστα και απρόσωπα αίτια της αποτυχίας, ενίοτε και τη γραφειοκρατία, την οποία ορισμένοι θα διόρθωναν.
Στην «παλιά» γλώσσα, πολιτική ευθύνη σήμαινε ότι έσφαλες και πλήρωνες, πηγαίνοντας, για λίγο ή πολύ καιρό, έναν πολιτικό περίπατο. Στις μέρες μας, η πολιτική ευθύνη φέρνει κέρδος και σταθερότητα, μα κυρίως ένα «επωφελές φαίνεσθαι». Μετά την ανάληψη πολιτικής ευθύνης ή την υποβολή παραίτησης, ανακαλύπτεις πόσο πολύ σε αγαπούν.

Αυτός που αναλαμβάνει αυτού του τύπου την πολιτική ευθύνη δεν είναι υποχρεωμένος να δραστηριοποιηθεί σε κάτι, γιατί είναι εξιλεωμένος και, έστω προσωρινά, κερδισμένος.

Όμως η πολιτική ευθύνη του «κέρδους», δεν επιτρέπει την εισαγωγή της αμφιβολίας στο σύστημα. Μέσω της αμφιβολίας, απεγκλωβίζεται ο άνθρωπος από τις αυθεντίες, αποκτά εμπιστοσύνη στον εαυτό του, απελευθερώνεται. Ο Ρ. Ντεκάρτ έλεγε: «Μπορώ να αμφιβάλλω για όλα τα πράγματα που με περιβάλλουν και για όλα όσα σκέφτομαι. Οι άνθρωποι συχνά σφάλλουν στους συλλογισμούς τους ακόμα και σε απλά θέματα και δεν υπάρχει λόγος να πιστεύω ότι οι αισθήσεις μου δεν με ξεγελούν ή ότι οι σκέψεις μου δεν είναι παρά σαν τα όνειρά μου όταν κοιμάμαι. Μπορώ να αμφιβάλλω, λοιπόν, για όλα όσα σκέφτομαι και πιστεύω, αλλά για ένα πράγμα σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να αμφιβάλλω, δηλαδή για το ότι αμφιβάλλω». Η συνεχής αμφισβήτηση της αμφιβολίας ως στοιχείου του συστήματος έφερε πολλά, θα φέρει και άλλα.

Τελικά, γιατί αναλαμβάνει κάποιος σήμερα την πολιτική ευθύνη; Η μόνη απάντηση, θα μπορούσε να είναι ότι γίνεται για να συγκρατηθεί η πλημμυρίδα των σφαλμάτων και να συντηρηθεί το «επωφελές φαίνεσθαι». Τι άλλαξε π.χ. από τότε που ανέλαβε την πολιτική ευθύνη στις ευρωεκλογές η Ν.Δ.; Το έλλειμμα οδεύει προς το 5,1-6,1%, το αεροπλανάκι με τα σήματα των Σκοπίων θα ξανάρθει όπως και παλαιότερον, χωρίς να είμαστε βέβαιοι ότι η τοιαύτη ανοχή θα χρησιμεύσει σε κάτι, το ευχαριστώ του κ. Σημίτη στους Αμερικανούς μάς είχε μαράνει παλαιότερον, τα ώνια της καθημερινής μέρας ακριβαίνουν, νέοι φόροι ελαύνουν ταχύτατα, η ευταξία του κράτους εξαντλείται στην εξαγγελία στρατοπέδων για μετανάστες και στην ταυτοποίηση των κινητών, η παραοικονομία ανθεί και τα συνήθη υποζύγια πληρώνουν.
Όλα εξαντλούνται στο φαίνεσθαι, χωρίς κόστος για τους επαΐοντες. Τα ίδια συμβαίνουν και σε μέρος της άλλης Αριστεράς. Κάποιος αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη για ένα «μη καταστροφικό αποτέλεσμα» και παραιτείται για να μην παραιτηθεί, ανακαλύπτοντας μετά την παραίτηση την αγάπη των οπαδών. Προφανώς, οι παραιτήσεις ανακαλούνται και εξαφανίζονται, όχι επειδή αναθεωρείται κάτι που έμαθαν τις τελευταίες μέρες, και δεν το ήξεραν πριν από μια εβδομάδα οι πολιτικοί, αλλά επειδή είναι εργαλεία. Χρήσιμα σύγχρονα πολιτικά εργαλεία για τον χειρισμό των πολιτών.

Στη νέα πολιτική δεν αναλαμβάνεις την πολιτική ευθύνη, παραιτείσαι και φεύγεις. Ανατρέπεις «τα σημεία των καιρών», ως «επαναστάτης». Πώς; Μα με μια έρευνα της κοινής γνώμης, μια δημοσκόπηση που θα σου λέει με επιστημονικό ή «αυθόρμητο» τρόπο, αυτό που θέλεις να ακούσεις: Μα… μείνε!
Γιατί τον λουκουμά τον βλέπεις, είναι τρύπιος και δεν χρειάζεται δημοσκόπηση για να το διαπιστώσεις.