ΑΘΗΝΑ, Κυριακή.- Εισαγγελική έρευνα διατάχθηκε για τη μεταβίβαση στην κυριότητα της Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους έκτασης 37.000 στρεμμάτων στη Σκύρο. Η έρευνα διατάχθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Γ. Σανιδά.

Εισαγγελικοί κύκλοι, σχολιάζοντας την παραγγελία του κ. Σανιδά, σημείωναν ότι βρίσκονται μπροστά σε ένα νέο μοναστηριακό σκάνδαλο – Βατοπαίδι Νο 2. Η μονή, σύμφωνα με την εισαγγελική παραγγελία, κατάφερε να παραπλανήσει τη Δικαιοσύνη και μέσω αποφάσεων του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας και του Εφετείου Αθηνών να περιέλθουν στην κυριότητά της 37.000 στρέμματα στη Σκύρο. Στη συνέχεια, το Δημόσιο απαλλοτρίωσε 1.935 στρέμματα, δίνοντας στους μοναχούς υπέρογκη αποζημίωση. Μάλιστα, ο κ. Σανιδάς επισημαίνει την ταχύτητα με την οποία περατώθηκε η αναγνώριση της κυριότητας της έκτασης στους μοναχούς.

Ο κ. Σανιδάς παρήγγειλε στον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, κ. Κυρ. Καρούτσο, να διατάξει προκαταρκτική ποινική έρευνα για να εξακριβωθεί αν τελέστηκε το έγκλημα της κακουργηματικής απάτης σε βάρος του Δημοσίου, κατά την έκδοση δύο αποφάσεων του Εφετείου Αθηνών και του Πρωτοδικείου Χαλκίδας κατά τη διετία 1999-2000, με τις οποίες αναγνωρίστηκε ότι η Μονή Μεγίστης Λαύρας είναι κυρία εκτάσεως 37.000 στρεμμάτων στη Σκύρο.

Ακόμη ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός επισημαίνει στην παραγγελία του ότι αν κριθεί ότι η έκταση των 37.000 στρεμμάτων ανήκει όντως στη Μονή Μεγίστης Λαύρας, τότε να ερευνηθεί αν τελέστηκε το έγκλημα της κακουργηματικής απάτης σε βάρος του Δημοσίου κατά την έκδοση αποφάσεων των ιδίων δικαστηρίων με τις οποίες καθορίστηκαν εξωφρενικές τιμές αποζημιώσεως απαλλοτριωθεισών εκτάσεων 240 και 1.695 στρεμμάτων που βρίσκονται σε «παντελώς αναξιοποίητες περιοχές της Σκύρου». Επίσης, ο εισαγγελικός λειτουργός υπογραμμίζει ότι οι αποφάσεις του Πρωτοδικείου Χαλκίδας και του Εφετείου Αθηνών για την αναγνώριση της κυριότητας της έκτασης στη Μονή «είναι απότοκες παραπλανήσεως των δικαστηρίων διά της προσαγωγής ψευδών και εικονικών στοιχείων (ψευδών μαρτυρικών καταθέσεων κτλ.) και ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεωρηθούν ορθές».

Ο κ. Σανιδάς χαρακτηρίζει στην παραγγελία του «εξωφρενικά» τα ποσά που κατέβαλε το Δημόσιο στη Μονή Μεγίστης Λαύρας, κάτι το οποίο αναφέρει και ο Δήμος Σκύρου σε σχετικό ενημερωτικό δελτίο του περασμένου Οκτωβρίου. Ακόμη, ο Δήμος Σκύρου το 2002 είχε στείλει στο υπουργείο Οικονομικών έγγραφο στο οποίο είχε επισημάνει τα υπέρογκα ποσά που κατέβαλε το Δημόσιο στη Μονή. Στο έγγραφο αυτό υπογραμμίζει ο Δήμος Σκύρου ότι «οι τιμές οι οποίες επιδικάστηκαν και πληρώθηκαν στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Ορους αφενός είναι δυσβάστακτες για το Ελληνικό Δημόσιο και αφετέρου δημιουργούν προηγούμενο για τις οποίες μεταβιβάσεις ακινήτων γίνουν στο εξής στις πιο πάνω άγονες περιοχές του νησιού μας μεταξύ των σκυριανών κυρίως κτηνοτρόφων».

«ΣΕ ΟΜΗΡΕΙΑ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ»

Από την πρώτη στιγμή της ανάδειξής του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, πριν από ενάμιση χρόνο, ο κ. Ιερώνυμος μίλησε για την ανάγκη ανάπτυξης της εκκλησιαστικής περιουσίας με στόχο, όπως επισήμανε, την προσφορά στον πάσχοντα άνθρωπο. Στις αρχές της προηγούμενης εβδομάδας και ενώ βρισκόταν στην Τρίπολη, όπου είχε συνάντηση με τους ιεράρχες της Πελοποννήσου, αλλά και σε συνέντευξη που παραχώρησε, ενώ βρισκόταν στην Αίγυπτο, ο κ. Ιερώνυμος τόνισε την ανάγκη έναρξης ενός διαλόγου με την πολιτεία για την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας.

«Η περιουσία στην Ελλάδα, η περισσότερη που είναι αξιοποιήσιμη, είναι εν αιχμαλωσία και ομηρεία» είπε χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του ο κ. Ιερώνυμος. Και σε μια κίνηση να ξεπεραστούν τα εμπόδια που υπάρχουν στην αξιοποίησή της κάλεσε την Πολιτεία σε διάλογο: «Να καθίσουμε κάτω – είναι η προτροπή που απευθύνει – και να κουβεντιάσουμε πώς μπορούμε αυτή η περιουσία να αξιοποιηθεί, όχι για να μπορέσει το κράτος να κερδίσει κάτι από αυτά, αλλά πώς θα μπορέσει αυτή η περιουσία να γίνει τρόπος εξυπηρετήσεως των προβλημάτων της Εκκλησίας. (…) Να επενδυθεί με έναν τρόπο που θα γίνεται αμέσως προς εξυπηρέτηση των ανθρώπων». Λίγες ημέρες πριν, μιλώντας με τους μητροπολίτες της Πελοποννήσου, είχε επισημάνει ότι η πολιτεία δεν βοηθάει την Εκκλησία να αξιοποιήσει την περιουσία της γιατί έχει χαρακτηρίσει τις περισσότερες εκτάσεις δασικές ή ημιδασικές.

Ο σημερινός αρχιεπίσκοπος, όπως τονίζουν μητροπολίτες, είναι ένας από τους ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος που γνωρίζει όσο ελάχιστοι το πρόβλημα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, όντας στενός συνεργάτης του τότε Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν και οδήγησαν στην απομάκρυνση του αείμνηστου Αντώνη Τρίτση από το υπουργείο Παιδείας. Ο κ. Ιερώνυμος μαζί με τον μακαριστό Χριστόδουλο που τότε ήταν Μητροπολίτης Δημητριάδος, τον τότε Μητροπολίτη Αλεξανδρουπόλεως και σημερινό Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Άνθιμο και τον Μητροπολίτη Τρίκκης και Σταγών κ. Αλέξιο το 1987 αποτελούσαν τα τέσσερα μέλη της επιτροπής που όρισε η Εκκλησία της Ελλάδος για τις διαπραγματεύσεις με την Πολιτεία, οι οποίες κατέληξαν σε αδιέξοδο.

Μερικούς μήνες αργότερα και ενώ σημειώθηκαν ακόμη και μικροεπεισόδια θα επέλθει συμφωνία μεταξύ του Ανδρέα Παπανδρέου και του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ. Η μοναστηριακή περιουσία θα δοθεί προς αξιοποίηση από την Εκκλησία της Ελλάδος στην πολιτεία. Τα πάντα όμως θα ανατραπούν με την προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο οκτώ μοναστηριών, τα οποία και θα δικαιωθούν και θα κληθεί η ελληνική Πολιτεία να καταβάλει αποζημιώσεις τρισεκατομμυρίων δραχμών ή να επιστρέψει την περιουσία τους.