Λίγες ώρες πριν εγκαταλείψουν τον Λευκό Οίκο, ύστερα από οκτώ πολυτάραχα χρόνια, ο Τζορτζ Μπους και ο Ντικ Τσένι χρειάστηκε να ρυθμίσουν μία τελευταία και οδυνηρή λεπτομέρεια. Τον τελευταίο μήνα της θητείας τους, ο Τσένι συστηματικά ικέτευε, εκλιπαρούσε ή «παρενοχλούσε» σε καθημερινή βάση τον πρόεδρο, ώστε αυτός να απονείμει χάρη στον πρώην προσωπάρχη του Λευκού Οίκου, Λούις «Σκούτερ» Λίμπι, όπως αποκαλύπτει σε δημοσίευμά του το περιοδικό Time. Ο Λίμπι είχε καταδικαστεί δύο χρόνια νωρίτερα για παρακώλυση δικαστικής έρευνας γύρω από τη διαρροή στα ΜΜΕ της ταυτότητας της μυστικής πράκτορος της CIA Βάλερι Πλέιμ από ανώτατο στέλεχος της προεδρίας.

Η υπόθεση χάριτος του Λίμπι είχε καταστεί πραγματική σταυροφορία για τον Αμερικανό αντιπρόεδρο, ο οποίος έμοιαζε έτοιμος να διαρρήξει τις σχέσεις του με τον πολιτικό του προϊστάμενο, για να προστατεύσει τον Λίμπι, που είχε υπάρξει βοηθός του Ντικ Τσένι. Ο πρόεδρος Μπους είχε αποφασίσει, όμως, ήδη να μην απονείμει χάρη στον Λίμπι, ενημερώνοντας σχετικά τον Τσένι. Σύμβουλος του προέδρου Μπους διηγείται τώρα ότι ουδέποτε είχε δει τον αντιπρόεδρο Τσένι να εμφανίζει τέτοια εμμονή για κάποιο ζήτημα στα οκτώ χρόνια της θητείας του.

ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΕΙΣ

Οι τελευταίες ώρες των δύο ανδρών στον Λευκό Οίκο αποτέλεσαν κρίσιμο κεφάλαιο στη μυστηριώδη σχέση προέδρου Μπους και Ντικ Τσένι και αποκαλύπτουν πώς ένα ερώτημα, η απονομή ή μη προεδρικής χάριτος σε στενό συνεργάτη του αντιπροέδρου, οδήγησε σε ρήξη τις σχέσεις των δύο επικεφαλής της αμερικανικής πολιτικής. Η διχογνωμία μεταξύ προέδρου και αντιπροέδρου φέρνει επίσης στο φως σημαντικές ιδεολογικές διαφοροποιήσεις, όπως εξηγεί συνεργάτης του Ντικ Τσένι, που αναφέρει ότι ο αντιπρόεδρος πίστευε ακράδαντα πως ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας θα αποτελούσε την κορωνίδα της θητείας τους, εφόσον ο Λευκός Οίκος αποφάσιζε να προστατεύσει τους «στρατιώτες» του πολέμου αυτού, όπως τον Λίμπι.

Η διαμάχη γύρω από τη χάρη του Λίμπι υπήρξε επίσης πρελούδιο στα δυσεπίλυτα ερωτήματα σχετικά με το δίκαιο και την εθνική ασφάλεια, τα οποία κληρονόμησε η κυβέρνηση Ομπάμα: πόσο στενά οφείλει το κράτος να ερευνά τις πράξεις – νόμιμες ή παράνομες – των αξιωματούχων του στην προσπάθειά τους να διαφυλάξουν την εθνική ασφάλεια; Πόσο βαθιά στο παρελθόν και πόσο ψηλά στην κυβερνητική κλίμακα πρέπει να φθάσουν οι έρευνες αυτές;

Η διένεξη περί τον Λίμπι ξεκίνησε πριν από δύο χρόνια με την καταδίκη του Σκούτερ Λίμπι σε 30 μήνες φυλάκιση και πρόστιμο 250.000 δολαρίων. Ακολουθώντας τη συμβουλή του άξιου νεοδιορισμένου νομικού συμβούλου του Λευκού Οίκου, του Φρεντ Φίλντινγκ, ο πρόεδρος Μπους έσπευσε να χαρακτηρίσει την ποινή «υπερβολική» και να ακυρώσει τη φυλάκιση του πρώην προσωπάρχη, διατηρώντας ωστόσο το χρηματικό πρόστιμο εις βάρος του.

Οι αντιδράσεις ήταν οι αναμενόμενες, με τους συντηρητικούς κύκλους στην Ουάσιγκτον να συγχαίρουν τον πρόεδρο για την πρωτοβουλία του και τους προοδευτικούς να τον κατηγορούν για επίδειξη εύνοιας σε ανάξιο συνεργάτη του. Η δήλωση του προέδρου και οι συστάσεις του προς το δικαστήριο συντάχθηκαν, όμως, κατά τέτοιον τρόπο από τον Φίλντινγκ, ώστε να αποκλείουν την απονομή χάριτος. Ο Μπους επισήμανε το «σεβασμό (που τρέφει) στις αποφάσεις των ενόρκων», υπογραμμίζοντας ότι «το δικαστικό σύστημα βασίζεται στη φιλαλήθεια των πολιτών» και ότι «κανένα κυβερνητικό στέλεχος δεν είναι υπεράνω του νόμου, όσο υψηλόβαθμο και αν είναι».

Ως πρώην προσωπάρχης του Λευκού Οίκου, μέλος του Κογκρέσου και επικεφαλής του Πενταγώνου, ο Τσένι εμφάνιζε ανέκαθεν αξιοζήλευτο ταλέντο στο να καθοδηγεί τις αποφάσεις του προέδρου Μπους. Ακόμη και όταν διακήρυττε την ανάγκη για ενίσχυση των προεδρικών αρμοδιοτήτων, ο αντιπρόεδρος στελέχωνε τις υπηρεσίες στην Ουάσιγκτον με έμπιστους συμμάχους του, με αποστολή την έγκαιρη ενημέρωσή του για πολιτικές διαφωνίες και την άσκηση επιρροής στις εσωτερικές αντιπαραθέσεις.

Εντύπωση προκαλούσε σε εξωτερικούς παρατηρητές η σχεδόν δουλική στάση του Τσένι όταν βρισκόταν στο Οβάλ Γραφείο. Με τα χέρια σταυρωμένα πίσω απ’ την πλάτη του, ο Τσένι συνήθιζε να περιμένει υπομονετικά με σκυμμένο κεφάλι, για να απευθύνει το λόγο στον πρόεδρο. Η εικόνα αυτή, του Μπους ως πηγή των αποφάσεων και του Τσένι ως μυστικοσυμβούλου, την οποία ο Τσένι καλλιέργησε συνειδητά, συνέφερε τον αντιπρόεδρο.

ΦΘΙΝΟΥΣΑ ΠΟΡΕΙΑ

Παρά τις προσεκτικές επιτελικές του κινήσεις, όμως, η επιρροή του Ντικ Τσένι στον πρόεδρο Μπους άρχισε να φθίνει καθοριστικά μετά το 2004. Οι δραματικές εξελίξεις στον πόλεμο στο Ιράκ και τα σοβαρά προβλήματα στο πεδίο των μαχών του Αφγανιστάν συνέβαλαν στην υποχώρηση της ισχύος του αντιπροέδρου στον Λευκό Οίκο.

Ο διορισμός της Κοντολίζα Ράις, για την οποία πολλοί συνεργάτες του Τσένι εξέφραζαν ανοιχτά την περιφρόνησή τους, η αποχώρηση του στενού συμμάχου του Τσένι, Ντόναλντ Ράμσφελντ, από το Πεντάγωνο και η αντικατάστασή του από τον Ρόμπερτ Γκέιτς, φίλο της οικογένειας Μπους, η παύση του φίλου του Τσένι και πρέσβη των ΗΠΑ στον ΟΗΕ Τζον Μπόλτον και η μετακίνηση του Πολ Γούλφοβιτς από το Πεντάγωνο στην Παγκόσμια Τράπεζα ολοκλήρωσαν το σκηνικό υποβάθμισης του Ντικ Τσένι.

Όταν ο πρόεδρος Μπους ανακοίνωνε, στις 23 Δεκεμβρίου 2008, τα ονόματα 19 αποδεκτών προεδρικής χάριτος, η απογοήτευση του Τσένι υπήρξε μεγάλη για την απουσία του ονόματος του Σκούτερ Λίμπι από τον κατάλογο. Ο αντιπρόεδρος, όμως, θα έπρεπε να γνωρίζει την απέχθεια που έτρεφε ο Μπους για τη διαδικασία της χάριτος. Ως κυβερνήτης του Τέξας, ο Μπους απένειμε ελάχιστες τέτοιες, θεωρώντας ότι χάρη εξασφαλίζουν συνήθως, όχι οι πραγματικά μεταμεληθέντες παραβάτες, αλλά άτομα αμφίβολης ηθικής υπόστασης που διαθέτουν τις κατάλληλες πολιτικές επαφές.

«ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΕ ΕΝΑΝ ΠΙΣΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ»

Την τελευταία τους ημέρα στον Λευκό Οίκο, ο Μπους ενημέρωσε τον Τσένι ότι ο Λίμπι δεν θα εξασφάλιζε προεδρική χάρη. Την ημέρα της ορκωμοσίας του προέδρου Ομπάμα, ο απερχόμενος αντιπρόεδρος μίλησε με θερμά λόγια για τον πρόεδρο Μπους, καθώς αυτός ετοιμαζόταν να επιβιβαστεί για τελευταία φορά στο προεδρικό ελικόπτερο με προορισμό το Τέξας.

Μία ημέρα αργότερα, ο Τσένι παραχώρησε συνέντευξη σε συντηρητικό περιοδικό, στην οποία αποκάλυπτε τη διαφωνία του στην «υπόθεση Λίμπι», ενώ άλλοι ερωτηθέντες χαρακτήριζαν εντύπως ως «ανήθικη» τη στάση του Μπους, που «εγκατέλειψε πιστό στρατιώτη του (τον Λίμπι) στο πεδίο της μάχης».

Ο Μπους και ο Τσένι παραμένουν φίλοι, παρότι οι δρόμοι τους χώρισαν πια οριστικά. Ο Τζορτζ Μπους επέστρεψε στο Τέξας, όπου συγκεντρώνει κεφάλαια για τη δημιουργία της προεδρικής του βιβλιοθήκης και σχεδιάζει να συντάξει τα απομνημονεύματά του. Ο Μπους πιστεύει ακράδαντα πως προώθησε προς τη σωστή κατεύθυνση τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας και περιμένει – όπως ο ίδιος λέει – να τον κρίνει η ιστορία.

Για τον Τσένι, όμως, ο πόλεμος συνεχίζεται. Με έδρα το γραφείο του στο Μακλίν της Βιρτζίνια, ο πρώην αντιπρόεδρος όρμησε με νέα διάθεση στο πολιτικό παιχνίδι. Σε προβεβλημένες συνεντεύξεις που παραχώρησε, ο πρώην αντιπρόεδρος καταδίκασε έντονα το σχεδιαζόμενο κλείσιμο του Γκουαντανάμο και υποστήριξε τις «ενισχυμένες ανακρίσεις» υπόπτων για τρομοκρατικές πράξεις, που περιλαμβάνουν τον εικονικό πνιγμό. Στις 21 Μαΐου ανέλαβε το ρόλο του ηγέτη της αντιπολίτευσης, αμφισβητώντας σε τηλεοπτική συνέντευξη την αντιτρομοκρατική πολιτική της κυβέρνησης Ομπάμα.

Πρώην συνεργάτες του προέδρου Μπους εκτιμούν ότι η στάση του Τσένι αναζωπύρωσε χωρίς λόγο την αντιπάθεια των ψηφοφόρων για τον πρώην πρόεδρο. Ο Ντικ Τσένι, όμως, πιστεύει με όλο του το είναι ότι η κληρονομιά που άφησε πίσω της η προεδρία Μπους αφορά την αδυσώπητη και επίμονη φύση του πολέμου κατά της τρομοκρατίας, τις δάφνες του οποίου ο πρόεδρος Μπους δεν δικαιούται να δρέψει, όσο δεν στηρίζει εκείνους που διεξήγαγαν τον πόλεμο αυτό στις πρώτες γραμμές των πολιτικών πεδίων μαχών στην Ουάσιγκτον.