Oι γυναίκες, πιστές στο κάλεσμα του Ιησού: «ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Μτ. 16, 24), προσέφεραν αγόγγυστα στο ποιμαντικό, διδακτικό, θεολογικό και κοινωνικό έργο της Εκκλησίας καθ΄ όλη την ιστορική της διαδρομή. Ως μοναχές, θεολόγοι, κατηχήτριες, πρεσβυτέρες, μέλη ενοριακών συμβουλίων, διευθύντριες και μέλη χορωδιών, μέλη Συνοδικών Επιτροπών, υπεύθυνες κατασκηνώσεων ενισχύουν με τη γνώση, τη σοφία, τη διάκριση, την αγάπη, την υπομονή και την επιμονή τους το πολύπλευρο έργο της Εκκλησίας.

Το θέμα του ρόλου και της προσφοράς τους έχει πολλές φορές συζητηθεί τόσο σε διορθόδοξο όσο και σε διομολογιακό πλαίσιο. Το ερώτημα για τη χειροτονία των γυναικών αποτέλεσε πολλές φορές «αγκάθι» στην ομαλή διεξαγωγή του διαλόγου. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες διατύπωσαν ποικίλα θεολογικά επιχειρήματα κατά της χειροτονίας των γυναικών. Δεν είναι βέβαια λίγες, ούτε τυχαίες, οι ορθόδοξες θεολογικές φωνές σήμερα που θυμίζουν ότι το θέμα της χειροτονίας των γυναικών θα πρέπει να συζητηθεί εκ νέου, με ειλικρίνεια, σεβασμό στην παράδοση και τη θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και με τρόπο τέτοιο ώστε να γίνει κατανοητή η διάκριση μεταξύ του πυρήνα του ευαγγελικού μηνύματος – αυτού δηλαδή που πρέπει να κρατήσουμε αναλλοίωτο μέσα στον ιστορικό χωροχρόνο – και του κελύφους – αυτού που μπορεί να αλλάζει από εποχή σε εποχή και από τόπο σε τόπο.

Η ποιμαίνουσα Εκκλησία, πιστή και συνεπής στην πατερική και λειτουργική της παράδοση, οφείλει να μη μείνει αδιάφορη σε αυτές τις φωνές αλλά, εν Πνεύματι Αγίω, να τις αφουγκραστεί, να τις μελετήσει και να αποφανθεί με σοφία και σύνεση, να στοιχειοθετήσει αυτό που από την εμπειρία της Ορθοδοξίας (ορθοπραξία) είναι κατανοητό, αλλά είναι επίσης απαραίτητο να εκφραστεί και μέσα από τον σύγχρονο, γραπτό θεολογικό λόγο. Ο θεολογικός όμως διάλογος για τη θέση της γυναίκας είναι απαραίτητο να γίνει στο πλαίσιο του ευρύτερου διαλόγου για τον ρόλο των λαϊκών στη ζωή της Εκκλησίας και κατ΄ επέκταση για θέματα λειτουργικής αναγέννησης που συνδέονται τόσο με τη γλώσσα στη λατρεία όσο και με την εκκοσμικευμένη αντίληψη περί λατρείας.

Η αναβίωση του θεσμού των διακονισσών, όπου και όταν οι ποιμαντικές ανάγκες το απαιτούν, σε περιοχές δηλαδή όπου υπάρχουν κατηχούμενες – και η Ελλάδα αρχίζει χρόνο με τον χρόνο να αποτελεί μια από αυτές -, είναι ένα θέμα που έχει επανειλημμένως τεθεί. Η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος, η οποία λειτουργεί ως ένα ανοιχτό εργαστήρι σκέψης και διαλόγου της τοπικής Εκκλησίας με τη διανόηση και την κοινωνία, φιλοξένησε πρόσφατα (8-12 Ιουνίου 2008) μια Διάσκεψη Ορθοδόξων Γυναικών, η οποία έλαβε χώρα στο πλαίσιο του Προγράμματος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών «Η γυναίκα στην Εκκλησία και την κοινωνία», και στην οποία συμμετείχαν 60 ορθόδοξες γυναίκες από όλον τον κόσμο. Στα συμπεράσματα της διάσκεψης για μια ακόμη φορά επισημάνθηκε η ανάγκη σοβαρής θεολογικής συζήτησης για την αναβίωση του θεσμού των διακονισσών.

Εξάλλου, η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών στο χειμερινό πρόγραμμα του έτους 2002-2003 ασχολήθηκε διεξοδικά και σε βάθος με τη θέση της γυναίκας στην Εκκλησία. Καρπός αυτής της προσπάθειας είναι ο συλλογικός τόμος με τίτλο Φύλο και θρησκεία. Η θέση της γυναίκας στην Εκκλησία από τις εκδόσεις Ίανδικτος (2004), όπου ανάμεσα στα θέματα που εξετάζονται είναι και ο ρόλος των διακονισσών στην ιστορία της Εκκλησίας από τον καθηγητή Ευάγγελο Θεοδώρου.

Η απόφαση της Εκκλησίας της Ελλάδος (2004) να προχωρήσει στην ενεργοποίηση του θεσμού των διακονισσών για τις γερόντισσες των μονών, όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο από τον εκάστοτε μητροπολίτη, μόνο θετικά μπορεί να αποτιμηθεί. Η διάθεση της Εκκλησίας για την ενίσχυση της συμμετοχής των γυναικών στους διάφορους τομείς του έργου της διεφάνη και μέσα από τη σύσταση Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής «Περί γυναικείων θεμάτων». Αυτές τις πρωτοβουλίες οφείλουμε όλοι, κληρικοί και λαϊκοί, να τις στηρίξουμε και να τις ενισχύσουμε ώστε το καινούργιο και ριζοσπαστικό στοιχείο που χαρακτηρίζει από τα πρώτα ακόμη βήματά της τη θεολογία και την πράξη της χριστιανικής Εκκλησίας, η υπέρβαση δηλαδή των κάθε μορφής διασπάσεων, όπως φύλου, φυλής, έθνους, κοινωνικής τάξης κτλ., και που είναι αποτέλεσμα της ευχαριστιακής και εσχατολογικής της προοπτικής, να οδηγεί συνεχώς σε άνθηση ζωής και πραγμάτωση ζωντανών σχέσεων. Η Εκκλησία δεν μπορεί να αποτελεί αντανάκλαση της εικόνας ενός εκκοσμικευμένου επίγειου οργανισμού, ο οποίος στηρίζεται στη διαίρεση, στις διακρίσεις, στην αδικία, στην εξουσία και στην κυριαρχία, αλλά μια θεανθρώπινη ιστορική και ταυτόχρονα υπερχρονική πραγματικότητα, αντανάκλαση της κενωτικής εικόνας της αγίας Τριάδας, που βιώνει και προβάλλει προς τα έξω την ισοτιμία και συναδέλφωση, την αμοιβαία αγάπη και αλληλοπεριχώρηση.