ΑΝ κρίνω από τα τηλεφωνήματα και τις επιστολές (δημοσιεύουμε άλλες δύο σήμερα), η αναφορά μας στον «φιλελληνισμό» του λόρδου Βύρωνα πρέπει να άγγιξε αρκετούς αναγνώστες, που στην κυριολεξία «έπεσαν από τα σύννεφα» με τα όσα διάβασαν.

ΟΠΩΣ αναφέραμε και την περ. Πέμπτη, μέρος των πραγματικών γεγονότων έχει παραγνωριστεί από την επίσημη ιστορία, με αποτέλεσμα αυτό που έφτασε σε εμάς να είναι ερμηνείες (των ιστορικών) προσαρμοσμένες σε πολλές και διάφορες σκοπιμότητες.

ΝΑ προσθέσω, ότι η ιστορική παραποίηση, δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, έχει (παγκόσμια) προϊστορία και, μάλιστα, ένδοξη. Στη δική μας περίπτωση, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, ότι η ηρωολογία είχε εθνικούς λόγους που αποσιώπησε ορισμένα γεγονότα και, επίσης, πως ό,τι εξιδανικεύεται έχει την ιδιότητα να ξεχνά την αρχική του καταγωγή.

ΕΠΕΙΔΗ η ιστορία δεν είναι κάτι το αφηρημένο και οι άνθρωποι είναι αυτοί που βάζουν την «σφραγίδα» τους, είναι λάθος να μην τους εντάσσουμε στον κοινωνικό περίγυρο και το κλίμα της εποχής. Όπως λάθος είναι να κρίνουμε τα τότε συμβάντα με σημερινά μέτρα και σταθμά. Οι νόμοι, η ηθική, το τι είναι «σωστό» και τι «λάθος», αλλάζουν συνεχώς και αποκτούν με το χρόνο άλλο νόημα.

ΑΥΤΟΣ είναι και ο λόγος που θα αναφερθώ στη συνέχεια σε ορισμένα σημαδιακά γεγονότα της Επανάστασης του ‘21. Γιατί αν δεν γνωρίζουμε το κλίμα της εποχής, είναι σαν να προσπαθούμε να χαράξουμε πορεία στη μέση του ωκεανού χωρίς πυξίδα. Με λίγα λόγια, δεν μπορούμε να δούμε αποκομμένη από τις τότε συνθήκες, τη συμπεριφορά των οπλαρχηγών και την κάθοδο των «φιλελλήνων» στην πατρίδα μας.

ΜΟΝΟ έτσι μπορούν να εξηγηθούν ιστορικά οι δύο εμφύλιοι καταμεσής της Επανάστασης, η πορεία του Αγώνα, ο χαρακτήρας του νέου Έθνους που γεννήθηκε και, ώς ένα βαθμό, η μετέπειτα πολιτική κουλτούρα μας που ακόμα μάς συνοδεύει. Ορισμένες συμπεριφορές καταγράφονται στο DNA μας.

ΣΗΜΕΡΑ θα πούμε δυο λόγια για τον Αλί πασά, τους Φαναριώτες, τον Ανδρούτσο, τον Καραϊσκάκη και, βεβαίως, τους «φιλέλληνες». Να επαναλάβω ότι στον Μοριά η κατάσταση ήταν διαφορετική και ο χώρος δεν μάς επιτρέπει να αναφερθούμε και στα εκεί (ενδιαφέροντα) γεγονότα που παρασιώπησε η επίσημη ιστορία.

ΜΕ λίγες κουβέντες, λόγω της μορφολογίας του εδάφους και των ισχυρών κοτζαμπάσηδων, δεν πρόκοψε η κλεφτουριά και οι καπεταναίοι του Μοριά ήταν άλλης κοπής άνθρωποι. Ο καπετάν Ζαχαριάς Μπαρμπιτιώτης (1759-1805), μια από τις πιο θρυλικές μορφές, προάγγελος του Αγώνα και «δάσκαλος» του Κολοκοτρώνη, ήταν ο τελευταίος αρματολός του Μοριά.

ΑΦΟΥ τσάκισε τους Τούρκους σε πολλές μάχες το 1781, αργότερα, μην μπορώντας να τον δαμάσουν το διόρισαν ζαμπίτι (δηλαδή αστυνομικό επόπτη) όλης της Πελοποννήσου, μέχρι το 1805 που τον δολοφόνησαν στα Τσέρια της Μάνης. Ο τελευταίος, επίσης, κλέφτης ήταν ο Κολοκοτρώνης, που για να σώσει το κεφάλι του πέρασε στην αγγλοκρατούμενη (τότε) Ζάκυνθο.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ, επίσης, της διαφοράς μεταξύ Ρούμελης και Μοριά, είναι και μια επιστολή που έστειλε τον Γενάρη του 1817 ο Κολοκοτρώνης στο πρώτο καπετάνιο της Ρούμελης, τον Γιωργάκη Βαρνακιώτη. Του έγραφε: «Ο χορτάτος τον νηστικό δεν τον πιστεύει» και εσείς εκεί (στη Ρούμελη) τρώτε «το κριάς αζύγιστο» και, μάλιστα, «αρνάκια», ενώ εμείς εδώ (στην Ζάκυνθο) «τρώμε γελαδοκρέατο»!

ΚΑΙ αυτό προέρχεται από ένα μοραΐτη πρωτοκαπετάνιο, που ζει στη Ζάκυνθο (υποτίθεται ελεύθερος) σε έναν καπετάνιο της Ρούμελης που ζούσε κάτω από τον τουρκικό ζυγό. Όπως είπαμε όμως και την περ. βδομάδα οι αρματολοί της Ρούμελης έχαιραν προνομίων, κάτι που δεν συνέβαινε με τους Μοραΐτες. Στο Μοριά προνομίων έχαιραν οι κοτζαμπάσηδες που μαζί με τους Τούρκους καταδίωκαν τους κλέφτες. Πάμε στον Αλί πασά.

ΣΤΑ τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου, η μορφή του Τεπελενλή προσέβαλε μυθικές διαστάσεις και κατέκτησε τη δυτική διανόηση με το θρύλο της. Ο Ουγκώ, ο Μπάυρον, ο Γκαίτε, ο Μπαλζάκ, ο Δουμάς, ακόμα και ο Μότσαρτ, άντλησαν από τον διαβόητο ανατολίτη δεσπότη.

Η φήμη του που τον ήθελε τερατώδες κράμα κτηνωδίας, διαστροφής και αιμοβορίας, δεν απείχε από την αλήθεια. Άξιος απόγονος της αρχέγονης αλβανικής ληστείας, έθεσε σκοπό της ζωής του να μπει πασάς στα Γιάννενα. Και μπήκε! Ο κατάλογος των εγκλημάτων του είναι ατελείωτος. Όποιος επέσυρε το μίσος του ήταν καταδικασμένος και δεν τον έσωνε τίποτα.

ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ από τον συγγενικό του κύκλο (ετεροθαλή αδέλφια, πεθερούς θείες και λοιπούς) προχώρησε σε αντίπαλους και αντίζηλους, δηλητηρίασε, έγδαρε, παλούκωσε, «έχτισε», έθαψε ζωντανούς και αποκεφάλισε χιλιάδες ανθρώπους (η εγκληματική δηλαδή δημιουργία σε όλο της το μεγαλείο!), χωρίς να λογαριάσει ποτέ φύλο, θρήσκευμα ή εθνικότητα, ενώ μεταξύ των θυμάτων του ήταν και Δυτικοί διαπιστευμένοι στην αυλή του.

ΑΛΛΑ η ιδιοτυπία του Αλί αρχίζει εκεί που ακριβώς κλείνει το ζήτημα της Ηπείρου η καθιερωμένη ιστοριογραφία. Επειδή η νεοπαγής νεοελληνική συνείδηση δεν ανεχόταν τη σκέψη ότι οφείλει χάριτες στον σατράπη των Ιωαννίνων, οι ιστορικοί συσκότισαν το ζήτημα και δεν τόλμησαν να υποστηρίξουν ότι κυρίως χάρη στον Αλί η Επανάσταση ρίζωσε κι ακόμη περισσότερο ότι ο σατράπης των Ιωαννίνων – ανεξάρτητα από τις προθέσεις του – ήταν ο πρόδρομός της.

ΤΟ κράμα θηριωδίας και διορατικής πολιτικής που χαρακτήριζε τον Αλί, αλλά και το πασαλίκι του που ήταν λησταρχείο και, συνάμα, πρότυπου ημι-ανεξάρτητου κρατιδίου από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ανάγεται στις ειδικές συνθήκες της εποχής. Μολονότι το καθεστώς ήταν βάρβαρα προσωποκρατικό και συγκεντρωτικό, η ανεξιθρησκία έδωσε την ευκαιρία και αρκετούς δικούς μας να «σπουδάσουν στην αυλή του και να γαλουχηθούν από τις πολεμικές «αρετές» του.

ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΕΣ Έλληνες πέρασαν από την αυλή του, υπηρετώντας σε διάφορα πόστα, ενώ είναι ακόμα μεγαλύτερος ο αριθμός αυτών που έχασαν το κεφάλι τους για πολύ ασήμαντες αιτίες. Μεταξύ των οπλαρχηγών που «φοίτησαν» κοντά του ήταν οι Διάκος, Βαρνακιώτης, Βαλτινός, Μποτσαραίοι, Τζαβελαίοι, Δυοβουνιώτης, Ίσκος, Ρούκης, Πανουργιάς, Γκόγκας, Χορμοβίτης, Γριβαίοι και πολλοί άλλοι. Και, βεβαίως, τα πρώτα ονόματα και παλικάρια της Επανάστασης: ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ο Καραϊσκάκης, μάλιστα, πολέμησε μαζί του και κατά τη διάρκεια της άλωσης των Ιωαννίνων από τους Τούρκους τον Γενάρη του 1821. Τότε είναι που με εντολή του Σουλτάνου στάλθηκε το κεφάλι του Αλί πεσκέσι στην Πόλη.

ΤΟΝ ίδιο καιρό άρχισαν να καταφθάνουν στην Ελλάδα οι Φαναριώτες και αρκετοί «φιλέλληνες» για να βρεθούν μπροστά σε μια τραγελαφική κατάσταση. Οι αλιπασαλήδες οπλαρχηγοί ήταν προϊόντα της εποχής τους. Για τους περισσότερους από αυτούς ο πόλεμος ήταν επάγγελμα και το όπλα εργασία. Γνήσια τέκνα, δηλαδή, των αντινομιών που δέσποζαν στο κρατίδιο του Αλί πασά.

ΤΟΣΟ οι δικοί μας όσο και οι Αρβανίτες, θα έμεναν ακηδεμόνευτοι μετά την επικράτηση του Σουλτάνου. Και έτσι έγινε. Φυσικό ήταν, λοιπόν, μετά το θάνατο του Αλί να επικρατήσει μια χαώδης κατάσταση. Το μόνο χειροπιαστό που τούς απέμεινε ήταν το αρματολίκι. Αβέβαιοι ήταν αν η νέα εξουσία που διακήρυχνε η Φιλική Εταιρία θα σεβόταν τα κεκτημένα τους ή θα επέβαλε νέο καθεστώς.

ΤΟ δίλημμα ήταν προφανές: Ή θα τάσσονταν με τους ανθρώπους της Φιλικής (ξενόφερτοι οι περισσότεροι, καλαμαράδες άκαπνοι, με ιδιαίτερη επίδοση στα πολιτικά ζητήματα) ή θα άλλαζαν την εξουσία του Αλί με τη νέα τουρκική εξουσία που θα προέκυπτε. Επειδή δεν υπήρχε τίποτα σαφές και ο δυναμισμός των Φιλικών δεν έπειθε, καθότι δεν διέθεταν καμία στρατιωτική δύναμη, οι οπλαρχηγοί (από φύση καχύποπτοι) παρέμειναν επί μακρόν αναποφάσιστοι: Μισοπροσκυνημένοι και μισοεπαναστατημένοι!

ΚΑΤΑ μία έννοια, η απουσία του Αλί ανέτρεπε ολοκληρωτικά τη δεδομένη ώς τότε κατάσταση. Τα πάντα έπρεπε να τα επαναδιαπραγματευθούν. Αν τελικά επικρατούσαν οι Τούρκοι, θα έχαναν τα κεφάλια τους. Αν, πάλι, επικρατούσαν οι Ρωμιοί, υπήρχε μεγάλος κίνδυνος (όπως και έγινε από πολύ νωρίς) να καταργηθούν τα αρματολίκια και να βρεθούν στο «δρόμο».

ΟΙ αρματολοί δεν έβλεπαν τα πρόσωπα της Φιλικής ως δυνάμεις κατοχής. Συνέβαινε, όμως, κάτι ακόμα χειρότερο: οι ετερόχθονες πολιτικοί – που υπερείχαν συντριπτικά σε κατάρτιση – κατέφθαναν με τη φιλοδοξία να καταστήσουν υποχείριά τους αυτούς του ίδιους και να καρπωθούν ωφέλει από τα δικά τους στρατιωτικά σώματα.

ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ, συγκρούονταν δύο Ελλάδες. Η μια έβγαινε από την Τουρκοκρατία και ήταν αλβανομαθημένη (αλβανικά ρούχα φορούσε και με αλβανικό τρόπο πολεμούσε), ενώ η άλλη ερχόταν από την περιφέρεια και έφερνε τα φώτα, τα γράμματα, τις νέες ιδέες και, φυσικά, την ιδέα του έθνους που δεν ταυτιζόταν με τη γνωστή σε όλους εθιμική παράσταση του Γένους. Η μια ήταν εμπειροπόλεμη και ετοιμοπόλεμη και η άλλη ήταν έτοιμη να διαχειριστεί τις πολεμικές ικανότητες των ντόπιων.

ΜΕ έναν λόγο έστεκαν αντιμέτωποι οι άνθρωποι του παρελθόντος με τους ανθρώπους του μέλλοντος. Και η έκβαση της Επανάστασης εξαρτιόταν από τη δυνατότητα συμβιβασμού και συνεννόησης ανάμεσα στα καριοφίλια καιν το καλαμάρι.

ΜΕΣΑ σε αυτό το κλίμα πρέπει να δούμε και τη συμπεριφορά του Ανδρούτσου και του Καραϊσκάκη, των πρώτων οπλαρχηγών της Ρούμελης, που κρατούσε και τα «κλειδιά» για την έκβαση του Αγώνα, αφού από εκεί έπρεπε να περάσουν οι τουρκικές δυνάμεις για να χτυπήσουν τον Μοριά. Και οι δύο γενναίοι, μέχρι παραλογισμού, οπλαρχηγοί, κατηγορήθηκαν από τους Φαναριώτες πολιτικούς (Μαυροκορδάτο, Νέγρη, Καρατζά, Κουντουριώτηδες και Υψηλάντηδες) για «προδότες» «προσκυνημένοι» και «τουρκολάτρεις»!

ΤΟΝ Καραϊσκάκη τον πέρασαν από δίκη και όταν τον χρειάστηκαν στον εμφύλιο αργότερα, κατάπιαν τα όσα είπαν για να κάνουν τη δουλειά τους (όπως έκαναν και με τον Κολοκοτρώνη, που αναγκάστηκαν να το βγάλουν από την φυλακή, μετά την πανωλεθρία στο Μανιάκι, για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ), ενώ τον Ανδρούτσο, αφού τον επικήρυξαν με 5.000 γρόσια και τον συνέλαβαν με δόλο (ότι δήθεν τον ήθελαν μόνο να απολογηθεί!) τα πρωτοπαλίκαρα του Γκούρα του έλιωσαν το κεφάλι στο κάστρο της Ακρόπολης.

ΝΑ προσθέσουμε εδώ ότι και οι δύο οπλαρχηγοί κατηγορήθηκαν από τους Φαναριώτες πολιτικάντηδες ότι έβαζαν καπάκια με τους Τούρκους (έκαναν δηλαδή συμφωνίες) κάτι που την εποχή εκείνη θεωρείτο εθνωφελές αφού έσωζε τους ντόπιους πληθυσμούς από σφαγές και λεηλασίες.

ΓΙΑ το θάνατο του Καραϊσκάκη (από… αδέσποτο βόλι!) στην εκστρατεία του Φαλήρου: Αρκετοί ιστορικοί πιστεύουν ότι πρόκειται για δολοφονία και ως ηθικοί αυτουργοί φέρονται οι τότε αρχιστράτηγοι του έθνους που είχε διορίσει η προσωρινή κυβέρνηση: ο Ρίχαρντ Τσωρτς αρχιστράτηγος των χερσαίων δυνάμεων και ο ναύαρχος λόρδος Κόρχαν των θαλασσίων.

ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ για δύο ακόμα Άγγλους «φιλέλληνες» σαν το λόρδο Μπάυρον! Στην πραγματικότητα, ήταν Εγγλέζοι καραβανάδες, επαγγελματίες τυχοδιώκτες, ανθέλληνες και τελικά πράκτορες των αγγλικών συμφερόντων. Στην κατάσταση που είχε περιέλθει η ανατολική Μεσόγειος και η Βαλκανική μετά τους ναπολεόντειους πολέμους, η περιοχή έβριθε από τυχάρπαστους στρατιωτικούς που ζητούσαν δουλειά και εύκολο πλουτισμό. Οι τύποι αυτοί – και τέτοιοι ήταν δεκάδες στην Ελλάδα (Νόρμαν, Φαβιέρος, Τρελόνι, Ρεμπών Γκραγιάρ και πολλοί άλλοι) – άλλαζαν στρατόπεδα και πολεμούσαν για όποιον πλήρωνε!

ΤΟΝ ίδιο καιρό έφταναν μισθοφόροι και τυχοδιώκτες κυρίως (και ορισμένοι, βέβαια, γνήσιοι επαναστάτες) απ’ όλες τις χώρες της Ευρώπης. Η ελληνική Επανάσταση γνώρισε την παρουσία Πολωνών, Πρώσων, Άγγλων, Αμερικανών, Ελβετών, Γάλλων, Σουηδών, Ιταλών, Βούλγαρων και άλλων. Μόνο παρουσία Ρώσων δεν σημειώνεται.

ΑΣ κλείσουμε, όμως, με δυο κουβέντες με τους… αρχιστράτηγους του Αγώνα. Ο Κόχραν (πιο γνωστός με το «φιλελληνικό» του όνομα ως λόρδος Κοχράνης!). Πρόκειται για ένα καθίκι περιωπής (που είχε φυλακιστεί για απάτες) και που ουδέποτε υπήρξε φιλέλληνας, όπως δεν ήταν και φίλος των απελευθερωτικών Αγώνων της Χιλής, της Βραζιλίας και του Περού, όπου έλαβε μέρος επί πληρωμή. Στην Ελλάδα ανέλαβε την αρχιστρατηγία έναντι 57.000 λιρών (τις 30.000 τις πήρε προκαταβολή!) και με τη συμφωνία ότι θα μεταπωλούσε και τα λάφυρα!

ΠΑΡΟΜΟΙΟΥ φυράματος ήταν και ο άλλος… αρχιστράτηγος ο Τσωρτς. Ο Τσωρτς είχε πολεμήσει (με το αζημίωτο) και με τις δύο πλευρές κατά τη διάρκεια της Ιταλικής Επανάστασης. Και τους δύο αυτούς τυχοδιώκτες τους είχαν επιβάλει οι Άγγλοι τοκογλύφοι δανειστές. Να προσθέσουμε ότι μεγάλο μέρος των δανείων που σύναψαν οι Φαναριώτες πολιτικοί χρησιμοποιήθηκε για τους εμφυλίους πολέμους. Αυτά τα λίγα για τους «φιλέλληνες εκείνης της εποχής. Να προσθέσω ότι οι επιστολές του Βύρωνα έχουν εκδοθεί από τον εκδοτικό οίκο Ιδεόγραμμα το 1996 με τίτλο «Λόρδου Βύρωνος, Επιστολές από την Ελλάδα 1809-1811 και 1823-1824». Αυτά για να απαλλάξω και τον Λουκά από το να σερβίρει… δεύτερο πιάτο, στους εδώ δικούς μας φιλέλληνες. Γεια χαρά.

Μπ. Στ.

Υ.Γ.: Αντί να στείλουμε τα αγάλματα του Βύρωνα στην Τουρκία, που προτείνει εξοργισμένος ο κ. Τσιαμπούρης γιατί θίξαμε τον «φιλέλληνα» λόρδο, να τα στείλουμε στην Αγγλία και να απαιτήσουμε, να μάς επιστραφούν επειγόντως, τα μάρμαρα του Παρθενώνα που έκλεψε ο άλλος «φιλέλληνας» τυχοδιώκτης λόρδος, ο Έλγιν!