Η Γιορτή του Πατέρα ξεκίνησε από την Ουάσινγκτον των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και γιορτάστηκε για πρώτη φορά στις 19 Ιουνίου 1910, χωρίς, όμως, να έχει την αίγλη και τις τιμές της γιορτής της Μητέρας.

Τη γιορτή εμπνεύστηκε η Sonora Dodd προς τιμήν του πατέρα της William Smart, ο οποίος εκείνη την ημέρα είχε τα γενέθλιά του. Ο William Smart έχασε τη σύζυγό του κατά τη διάρκεια του τοκετού του έκτου παιδιού τους. Έτσι, μεγάλωσε μόνος τα έξι παιδιά του σ’ ένα αγρόκτημα ανατολικά της Ουάσινγκτον. Σκεφτείτε πόσο δύσκολο ήταν για εκείνο τον πατέρα που, εκτός από τις εργασίες του στη φάρμα, είχε και την φροντίδα και την ευθύνη πέντε παιδιών και του νεογέννητου.

Η κόρη του, θέλοντας να τον τιμήσει για όσα προσέφερε στη οικογένειά του, ξεκίνησε αυτή τη γιορτή η οποία χρόνο με χρόνο άρχισε να εξαπλώνεται στις Η.Π.Α.

Θερμός υποστηρικτής της ιδέας υπήρξε ο πρόεδρος Calvin Coolidge. Ο πρόεδρος όμως, εκείνος που έμελε να υπογράψει το Προεδρικό Διάταγμα, βάσει του οποίου καθιερώθηκε η τρίτη Κυριακή του Ιουνίου ως η Ημέρα του Πατέρα για τις Η.Π.Α, ήταν ο Lyndon Johnson το 1966.

Περίπου 52 χώρες ακολούθησαν το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, με εξαίρεση την Αυστραλία η οποία εορτάζει την Ημέρα του Πατέρα την πρώτη Κυριακή του Σεπτεμβρίου, την Ελλάδα που την εορτάζει τον Μάιο και ορισμένες άλλες χώρες που έχουν ορίσει άλλη ημερομηνία.

Ως σύμβολο της ημέρας επικράτησε το τριαντάφυλλο, το μεν άσπρο, για του ζωντανούς, το δε κόκκινο, για τους νεκρούς πατέρες. Η πρώτη, λοιπόν, Κυριακή του Σεπτεμβρίου, εδώ στη χώρα που, ζούμε είναι αφιερωμένη στον πατέρα.

Μερικοί ίσως σπεύσουν να πουν ότι είναι άλλη μια γιορτή της σύγχρονης αγοράς (marketing) με κύριο σκοπό να αποφέρει κέρδη στις εταιρείες δώρων, λουλουδιών, ευχετηρίων καρτών, ψυχαγωγίας κ.λπ. Και ίσως να έχουν κάποιο δίκαιο αν ο ρόλος του πατέρα δεν είχε αλλάξει εντελώς τα τελευταία χρόνια σε όλα τα λεγόμενα ανεπτυγμένα κράτη. Ο πατέρας από τα αρχαία χρόνια και μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, ήταν ο στυλοβάτης του σπιτιού του, ο προστάτης της οικογενείας του και αυτός που έφερνε το ψωμί στο τραπέζι.

Τις τελευταίες όμως δεκαετίες, με τη ραγδαία οικονομική ανάπτυξη και τη δυναμική εισβολή της γυναίκας στην αγορά εργασίας, η μητέρα του σπιτιού απέκτησε ίσα δικαιώματα με τον άνδρα και έγινε οικονομικώς ανεξάρτητη. Πριν αλλάξουν τα πράγματα, οι πατέρες είχαν, κατά την γνώμη τους τουλάχιστον, η οποία γινόταν αποδεκτή από όλους μέσα στο σπίτι) – συγκεκριμένες υποχρεώσεις μέσα στην οικογένεια. Όπως αναφέρω, εδώ που ζούμε, η βασική τους υποχρέωση ήταν να εργάζονται και να φέρνουν τα απαραίτητα για τα διάφορα έξοδα του σπιτιού, χρήματα. Οι υπόλοιπες υποχρεώσεις τους κινούνταν στη σφαίρα των τεχνικών επιδιορθώσεων του σπιτιού, την περιποίηση του κήπου, το άναμμα της ψησταριάς – κυρίως τις Κυριακές – την καθιερωμένη εκδρομή της οικογένειας κ.λπ. Οι σύγχρονοι μπαμπάδες, εκτός από την εξωτερική τους επιβεβλημένη εργασία, λαμβάνουν μέρος τόσο στις εργασίες του σπιτιού όσο και στην ανατροφή των παιδιών τους. Δεν είναι πια οι πασάδες του σπιτιού, όπως ήταν τόσους αιώνες. Γι’ αυτό και μόνο τούς αξίζει να τους αφιερώσουμε μια μέρα τού χρόνου όπως έχουμε αφιερώσει και στη Μητέρες.

Ημέρα τιμής λοιπόν και ημέρα αναφοράς στον πατέρα, στον ένα από τους δύο γονείς του καθενός μας, που είναι ξεχωριστό και μοναδικό πρόσωπο. Στον ένα από τους δύο θεμελιωτές της οικογένειας. Στον πατέρα ο ρόλος του οποίου φαίνεται να διαφοροποιείται στην εξέλιξη της κοινωνίας και να φτάνει στις ημέρες μας να βρίσκει μια πιο συμμετοχική σχέση στην ανατροφή των παιδιών και τις εργασίες του σπιτιού. Όπως και να έχουν τα πράγματα, η σημασία του πατέρα είναι ιδιαίτερη. Το άκουσμα του ονόματός του φέρνει διαφορετικά πράγματα για τον καθένα μας, στο νου και στη ψυχή. Εγώ χρεωστώ ευγνωμοσύνη στο θεό για τον πατέρα που μου όρισε, έστω και αν η ευλογημένη παρουσία του στη ζωή μου ήταν σύντομη και περιορισμένη.

Λέω περιορισμένη, εννοώντας ότι τον έζησα μόνο λίγα χρόνια ως μικρό παιδί, διότι τα χρόνια που πήγαινα στο Γυμνάσιο έπρεπε, λόγω απόστασης, να κατοικώ στην πόλη και σε ηλικία 17 ετών ξενιτεύτηκα στην Αυστραλία, όπου ζω μονίμως με την οικογένειά μου επί μισό και πλέον αιώνα. Από αυτή την άποψη, αν και τον χάσαμε στα 84 του χρόνια, η παρουσία του στη ζωή μου ήταν σύντομη, αλλά αξέχαστη. Είναι, όμως, παντοτινή στο νου και στην καρδιά μου. Παντοτινή για όλα όσα προσέφερε απλόχερα σε μένα και τα τρία αδέλφια μου. Για τη στοργή και την αγάπη του (ασχέτως αν δεν μάς την έδειχνε συχνά λόγω χρόνου), τις συμβουλές του όλα τα χρόνια, έστω και αν βρισκόμουν μακριά του, για το ενδιαφέρον του, την πρόοδο και την εξέλιξή μου στη ξενιτιά όπου ζούσα νέος και μόνος. Στον αείμνηστο πατέρα μου χρεωστώ το πάν στη ζωή μου. Τον θυμάμαι να προσφέρει το παν, με αυταπάρνηση, στην οικογένειά μας, να υπολογίζει και να σέβεται τον συνάνθρωπό του, να αγαπά τον τόπο του και τις ρίζες του, την παράδοση και το θεό. Τον θυμάμαι από μικρό παιδί να εργάζεται στη έμμισθη 8ωρη καθημερινή του εργασία όλη μέρα και τα απογεύματα να εργάζεται και να αξιοποιεί τα λίγα κτήματά μας που μόνος δημιούργησε στο χωριό, για να μην μας λείψει τίποτα. Θα τον θυμάμαι για τις μεγάλες προσωπικές του θυσίες που έκανε μαζί με την αείμνηστη μητέρα μου για να αναθρέψουν και να μεγαλώσουν τέσσερα παιδιά στα δύσκολα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και, αργότερα, εμφυλίου πολέμου, και να κατορθώσουν να στείλουν στις αρχές της δεκαετίας του ‘50 εμένα και τους δύο αδελφούς μου στο Γυμνάσιο και συνάμα να κτίζουν σπίτι για την αδελφή μου, όπως ήταν το έθιμο τότε στο χωριό μου.

Σ’ αυτόν, λοιπόν, τον πατέρα, που τόσο λίγο έζησα μαζί του και που σήμερα δεν μπορώ να τού σφίξω και να τού φιλήσω ευλαβικά το χέρι, να καθίσω δίπλα του και να κουβεντιάσω μαζί του άνδρας προς άνδρα, αφιερώνω αυτές τις λίγες γραμμές, και προσεύχομαι στον πανάγαθο θεό να είναι ελαφρά η γη που τον σκεπάζει, η δε μνήμη του να είναι αιωνία.