Σήμερα θα ασχοληθώ με το φυλλάδιο «Υπόμνημα περί της Ελλάδος» του Γάλλου πολιτικού, διανοητή, και διάσημου λογοτέχνη François-Rene de Chateaubriand (1768-1848), Σατωβριάνδου στα ελληνικά.

Ο Σατωβριάνδος υπηρέτησε ως διπλωμάτης και Πρέσβης της Γαλλίας σε διάφορες πρωτεύουσες της Ευρώπης, και χρημάτισε Υπουργός Εξωτερικών κατά την περίοδο 1823-1824.

Ταξίδεψε στην Ελλάδα και στην Μέση Ανατολή (1806-1807), και το 1811 δημοσίευσε το βιβλίο του «Οδοιπορικό από το Παρίσι στην Ιερουσαλήμ», στο οποίο αναφέρεται εκτενώς και στην Ελλάδα της εποχής εκείνης, δίνοντας εξαίσιες περιγραφές της φυσικής ομορφιάς της Ελλάδας, των παραμελημένων ιστορικών μνημείων που μαρτυρούσαν το μεγαλείο του ελληνικού πολιτισμού, αλλά και ρεαλιστικές εικόνες από τις απαίσιες συνθήκες ζωής των υπόδουλων Ελλήνων.
Κατά την προεπαναστατική περίοδο ο Σατωβριάνδος μπορεί να χαρακτηρισθεί ως απλός περιηγητής, και ως ρομαντικός λογοτέχνης, που μελαγχολεί βλέποντας τους απογόνους των αρχαίων Ελλήνων να ζουν σε ελεεινή κατάσταση, υπόδουλοι ενός άξεστου δυνάστη.
Όμως με το ξέσπασμα της Επανάστασης, βλέποντας την αγωνιστικότητα των Ελλήνων από τη μια, και την εχθρική στάση των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης προς το αγωνιζόμενο ελληνικό έθνος, ο Σατωβριάνδος μεταμορφώνεται σε ένθερμο φιλέλληνα, και τάσσεται ανεπιφύλακτα υπέρ του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων.
Τον τίτλο του φιλέλληνα τον οφείλει κυρίως στο περίφημο «Υπόμνημα περί της Ελλάδος» (Note sur la Grėce, 1825), το οποίο κατά κάποιο τρόπο αποτέλεσε φιλελληνικό μανιφέστο κατά τη διάρκεια της ελληνικής Επανάστασης.

Ο Απόστολος Βακαλόπουλος, για πολλά χρόνια Καθηγητής της Νεοελληνικής Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1), γράφει πως το «Υπόμνημα περί της Ελλάδος» «υπερέβαλε σε σπουδαιότητα» όλα τα δημοσιεύματα που κυκλοφορούσαν την περίοδο εκείνη για τον αγώνα των Ελλήνων.
Και δεν ήταν λίγα τα ευρωπαϊκά δημοσιεύματα για την Ελλάδα της εποχής εκείνης. Ο William St Clair (2) γράφει τα ακόλουθα στο βιβλίο του «That Greece might still be free”, Open Book Publishers, Cambridge 2008:
“Από το 1821 μέχρι το 1827 τουλάχιστον 128 ποιητικές συλλογές με φιλελληνικά ποιήματα κυκλοφόρησαν μόνο στην Γαλλία», σελ. 53.
Το Υπόμνημα του Σατωβριάνδου δυστυχώς δεν κυκλοφορεί σε μορφή βιβλίου. Στάθηκα τυχερός να το εντοπίσω στην ψηφιακή Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κρήτης (κωδικός 122700), από όπου το εκτύπωσα. Είναι σε ελληνική μετάφραση από τα γαλλικά.
Στην δεύτερη παράγραφο του Υπομνήματος ο Σατωβριάνδος γράφει:
«Μήπως έμελλε ο αιώνας μας να δει πλήθη αγρίων ανθρώπων να καταπνίξουν τον αναγεννώμενο πολιτισμό στον τάφο ενός έθνους, το οποίο εξημέρωσε και εκπολίτισε την οικουμένη; Θα επιτρέψουν οι Χριστιανοί τους Τούρκους να σφάζουν ανεμπόδιστα τους Χριστιανούς; Και τα νόμιμα κράτη της Ευρώπης θα ανεχθούν χωρίς αγανάκτηση να δίνεται το ιερό όνομα της νομιμότητας σε ένα τυραννικό καθεστώς, το οποίο θα έκανε και αυτόν τον Τιβέριο (3) να αισθάνεται ντροπή;».
 Στην συνέχεια ο Σατωβριάνδος γράφει πως πρόθεσή του δεν είναι να αναφερθεί στην ιστορία του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων, γιατί όπως λέει επί αυτού είχαν γραφεί πολλά συγγράμματα. Εκείνο που επιδιώκει να κάνει με το Υπόμνημά του είναι να ανασκευάσει τα επιχειρήματα των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης, για την εχθρική τους στάση έναντι του αγωνιζόμενου ελληνικού λαού.
Οι ακόλουθοι τέσσερις λόγοι, γράφει, προβάλλονται για να δικαιολογήσουν αυτήν την στάση των Ευρωπαίων:
1. Επειδή η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγνωρίσθηκε στη Συνέλευση της Βιέννης ως αναπόσπαστο μέρος της Ευρώπης.
2. Επειδή ο Σουλτάνος είναι νόμιμος κύριος των Ελλήνων, και ως εκ τούτου οι Έλληνες είναι αντάρτες.
3. Επειδή η παρέμβαση των Δυνάμεων θα μπορούσε να δημιουργήσει πολιτικές δυσκολίες.
4. Επειδή δεν συμφέρει να συσταθεί δημοκρατικό κράτος στην ανατολική Ευρώπη (εδώ εννοεί τα Βαλκάνια).

Ο Σατωβριάνδος, με τα δικά του επιχειρήματα, αναιρεί τους λόγους που πρόβαλαν οι Μεγάλες Δυνάμεις για τη μη παρέμβασή τους υπέρ της Ελλάδας.
 Αναφορικά με τον πρώτο λόγο, ο Σατωβριάνδος αποδεικνύει το ανυπόστατο της αναγνώρισης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως αναπόσπαστου μέρους της Ευρώπης.

Για το ότι ο Σουλτάνος αναγνωρίζεται από τις μεγάλες Δυνάμεις ως νόμιμος κύριος των Ελλήνων, ο Σατωβριάνδος παρατηρεί πως ο Σουλτάνος «βασιλεύει επ’ ονόματι του Κορανίου και της μαχαίρας».

Επιπρόσθετα, ο Σατωβριάνδος αναφέρεται στο γεγονός ότι οι υπήκοοι του Σουλτάνου είναι Μωαμεθανοί. Οι Έλληνες, ως Χριστιανοί, ούτε νόμιμοι υπήκοοί του είναι, ούτε παράνομοι, μάλλον «σκύλοι γεννημένοι διά να αποθνήσκουν κάτω από την ράβδον των Μουσουλμάνων, ήτοι των αληθώς πιστών».
Πιο κάτω συνεχίζει ως ακολούθως:
«Αλλ’ αφού τέλος πάντων κρέμασαν τους ιερείς του (εννοεί του ελληνικού έθνους), μόλυναν τους ναούς του̇ αφού έσφαξαν, έκαψαν, έπνιξαν χιλιάδες Ελλήνων̇ αφού διαπόμπευσαν τις γυναίκες τους, άρπαξαν τα παιδιά τους και τα πούλησαν ως ανδράποδα στις αγορές της Ασίας, τότε πλέον όσον αίμα έμενε ακόμη στην καρδιά τόσων δυστυχισμένων κόχλασε μέσα τους, και οι μέχρι τότε σιδηροδέσμιοι δούλοι ξεσηκώθηκαν και έκαναν όπλα τα δεσμά τους.
Ο Έλληνας, ο οποίος μέχρι πρότινος δεν ήταν υπήκοος σύμφωνα με το αστικό δίκαιο, ζητάει τώρα την ελευθερία του στο όνομα του φυσικού δικαίου, και απέσεισε τον ζυγό χωρίς να γίνει αντάρτης, χωρίς να παραβιάσει κανέναν νόμιμο δεσμό, γιατί δεν είχε συμφωνηθεί κανένας δεσμός με τον δυνάστη».
Αναφερόμενος στον τρόπο με τον οποίο οι Μεγάλες Δυνάμεις ήταν σε θέση να εξασφαλίσουν την ανεξαρτησία της Ελλάδας, ο Σατωβριάνδος γράφει:
«Μια σταθερή, γενναία και αφιλοκερδής πολιτική μπορεί να θέσει τέρμα στις τόσες σφαγές, να δώσει ένα νέο έθνος στον κόσμο, και να επαναφέρει την Ελλάδα στην Οικουμένη».

Ο Σατωβριάνδος κλείνει ως ακολούθως το Υπόμνημά του:
«Αλλά οποιεσδήποτε και αν είναι οι πολιτικές αποφάσεις, ο αγώνας των Ελλήνων έχει καταστεί κοινός αγώνας όλων των εθνών. Φαίνεται πως τα αθάνατα ονόματα των Σπαρτιατών και των Αθηναίων κέρδισαν τη συμπάθεια όλου του κόσμου. Σε όλα τα μέρη της Ευρώπης έχουν συσταθεί Επιτροπές για τη βοήθεια των Ελλήνων, οι συμφορές και τα ανδραγαθήματα των οποίων έστρεψαν την προσοχή όλων στην ελευθερία τους….».
Τα αποσπάσματα που παρέθεσα από το «Υπόμνημα περί της Ελλάδος» του Σατωβριάνδου, ο οποίος έζησε τα γεγονότα που περιγράφει από κοντά, δεν αφήνουν περιθώριο για αμφιβολία, αλλά ούτε και για σκεπτικισμό, αναφορικά με τη γνησιότητα του φιλελληνικού κινήματος, αλλά και τη νομιμότητα της Ελληνικής Επανάστασης.
Το γεγονός ότι το Υπόμνημα γράφτηκε από έναν επιφανή Γάλλο, που ως Υπουργός εξωτερικών της Γαλλίας ήταν πλήρως εξοικειωμένος με την κατάσταση, όπως αυτή επικρατούσε κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, δίνει στις θέσεις που προβάλλει μεγαλύτερη βαρύτητα.
 Την ερχόμενη εβδομάδα θα αναφερθώ στο έργο του άλλου μεγάλου φιλέλληνα, Λόρδου Βύρωνα, για να διαπιστώσουμε τη γνησιότητα, αλλά και το βάθος, των φιλελληνικών αισθημάτων του από τα γραπτά του ιδίου (επιστολές και ποιήματα), καθώς και από τις απόψεις Ελλήνων συγκαιρινών του.
Σημειώσεις
1) Απόστολου Βακαλόπουλου – Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, Αθήνα 1971.
2) Ο William St Clair είναι Senior Research Fellow, University of London, and University of Cambridge.
3) Ο Τιβέριος ήταν αυτοκράτορας της Ρώμης κατά την περίοδο 14-37 μ. Χ., και λέγεται πως υπήρξε δεσποτικός και σκληρός ως μονάρχης.

Υστερόγραφο
Θα ήθελα να επισύρω την προσοχή του π. Γεωργίου Αθανασιάδη σε μία αντίφαση στην επιστολή του («Ν.Κ.», 17/9), με αποτέλεσμα αυτά που γράφει αναφορικά με την έρευνα να αλληλοαναιρούνται. Γράφει, στην δεύτερη παράγραφο της επιστολής του:
«Και επέσυρε, όπως του είχα γράψει, την επίθεση των εν παντί και επί πάσιν γραφόντων και λεγόντων ειδημόνων, που το πήραν κατάκαρδα και βούτηξαν στα βαθειά των βιβλιοθηκών τους για να ανασύρουν τα βαρέα όπλα, τις αναφορές και τις παραπομπές στα διάφορα συγγράμματα ιστορικών και ανιστόρητων για να στηρίξουν δήθεν την ιστορική αλήθεια, ενώ γνωρίζουν ότι και η ιστορία λαθεύει».
Στην τελευταία παράγραφο της ίδιας επιστολής ο π. Γεώργιος αναιρεί εκείνα που γράφει στην παραπάνω παράγραφο. Γράφει, μεταξύ άλλων:
«Ας αφήσουμε, λοιπόν, την συζήτηση να προχωρήσει. Την έρευνα να ανασύρει την αλήθεια. Κι αν είναι να διδαχθούμε κάτι καλό δεν πειράζει…».
 Με άλλα λόγια, από τη μια ψέγει εκείνους που καταφεύγουν στην έρευνα, δηλαδή στα βιβλία των καταξιωμένων ιστορικών, και από την άλλη τους παροτρύνει να αφήσουν «την έρευνα να ανασύρει την αλήθεια». Και πώς η έρευνα θα ανασύρει την αλήθεια, αφού σύμφωνα με τον π. Γεώργιο «η ιστορία λαθεύει»; Ρήσεις που θα τις ζήλευε και η Πυθία…
Ειλικρινά απορώ από πού, όσοι ασχολούμαστε με την έρευνα, θα «ανασύρουμε» την αλήθεια, αν όχι από τα βιβλία των αναγνωρισμένων ιστορικών και πανεπιστημιακών δασκάλων, που ανάλωσαν τη ζωή τους στην επισταμένη έρευνα των πρωτογενών πηγών.
Μήπως, έστω και μετά το εμφατικό «Ομίλησα», θα ήθελε ο π. Γεώργιος ν’ αμφισβητήσει το κύρος των ιστορικών που επικαλούμαστε, και να υποδείξει άλλους, πιο αξιόπιστους;
Έτσι, για να μάθουμε κι εμείς…