Ξεχειλίζει από νοσταλγία ένα ταξίδι στην άλλοτε κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια όπου κυριαρχούσε το ελληνικό στοιχείο, όπου έσμιγαν αρμονικά οι πολιτισμοί.
Μια πόλη που οι περισσότεροι από μας γνωρίζουν μέσα από τα βιβλία κι απ’ την εκεί αιώνια ζωντανή παρουσία του Κωνσταντίνου Καβάφη και της Πηνελόπης Δέλτα. Στην αυγή του 21ου αιώνα, το να φθάνεις στην Αλεξάνδρεια, την «παρά την Αίγυπτον» πόλη του μύθου, είναι μία σπάνια εμπειρία. Δίπλα στο άρωμα του Αλεξάνδρου και του Πτολεμαίου που είναι διάχυτο στους δρόμους της πόλης, ιδιαίτερα στην παραλία, αιωρείται το φάντασμα του Μπιν Λάντεν. Η πόλη στρατοκρατείται. Σε κάθε δρόμο βλέπεις μπλόκα, περιπολικά, στρατιώτες, πολυβόλα. Οι έλεγχοι εξονυχιστικοί και συνεχείς.

Η Αλεξάνδρεια διατηρεί σήμερα λιγοστά στοιχεία από το παρελθόν της. Οι πέντε συνοικίες της, που χαρακτηριζόταν από τα πέντε πρώτα γράμματα της Ελληνικής αλφαβήτου, τα ανάκτορα, ο φάρος, η βιβλιοθήκη, το μαυσωλείο του Αλεξάνδρου και οι τάφοι των Πτολεμαίων έχουν πλέον χαθεί κάτω από το μπετόν των σύγχρονων κτιρίων.

Σ αυτό το διαμάντι της Μεσογείου σε μία τοποθεσία που ήταν ερημική παραλία, δίπλα στο μικρό ψαροχώρι Ρακότ ο γιός του Ήλιου, ο Ισκαντάρ ελ Ακμπάρ, ο Αλέξανδρος ο Μέγιστος για τους Αιγύπτιους, ο Αλέξανδρος ο Μέγας για εμάς τους Έλληνες, σύμφωνα με την παράδοση, χάραξε με αλεύρι τα όρια και ζήτησε από το ρόδιο αρχιτέκτονα Δεινοκράτη και τους μηχανικούς του να κτίσουν μία πόλη.
«…Εδώ θα κτίσουμε μία μεγάλη πόλη, εδώ τα μνημεία, εδώ τους δρόμους, εδώ τους ναούς. Κι εκεί πέρα θα καίει μέρα-νύχτα μια φωτιά που θα οδηγεί τα καράβια από την Ελλάδα στην Αίγυπτο». Αμέσως μετά έφυγε για την όαση Σίβα και τη Βαβυλωνία, όπου πέθανε σε ηλικία 33 ετών. Δεν πρόλαβε βέβαια να γυρίσει στην πόλη που ονειρεύτηκε και είχε χαράξει.

Πριν πάει στην Αίγυπτο ο Μέγας Αλέξανδρος πέρασε από τη Ρόδο. Εγκατέστησε φρουρές από Μακεδόνες στο νησί κι ύστερα έφυγε παίρνοντας μαζί του τους ροδίτες σφενδονίτες, που ήταν οι καλύτεροι στρατιώτες της αρχαιότητας. Γρήγορο ήταν το πέρασμα του από τη Ρόδο, όμως την αγάπησε. Επιπλέον εκτίμησε τη μεγάλη συμβολή των ροδίων στο εκπολιτιστικό του έργο. Έδωσε εντολή η διαθήκη του να φυλάγεται στη Ρόδο από ένοπλους ντόπιους σφενδονίτες και στρατηγούς. Χαρακτηριστικό είναι πως μετά την μάχη των Γαυγαμήλων ο Μέγας Αλέξανδρος έστειλε πολλά «βουκέφαλα», δηλαδή νομίσματα και όπλα στη θεά Λινδία Αθηνά (329). Σ αυτή τη μάχη φορούσε ένα μανδύα δώρο των Ροδίων, σύμφωνα με τον Πλούταρχο.

Μία άλλη λεπτομέρεια για τη σχέση του Μακεδόνα στρατηγού με τη Ρόδο είναι η εξής: Όπως αναφέρει ο Πλούταρχος ο Αλέξανδρος πήρε ως παλλακίδα τη χήρα του ροδίτη στρατηγού Μέμνονα, τη Βαρσίνη. Καταγόταν από το βασιλικό γένος των Αχαιμενιδών, είχε μόρφωση ελληνική και καλούς τρόπους, γι αυτό ο στρατηγός Παρμενίων συμβούλεψε στον Αλέξανδρο να προσέξει από την αιχμάλωτη οικογένεια του Δαρείου την ωραία και ευγενική χήρα που είχε αιχμαλωτιστεί στη Ρόδο.
Η Αλεξάνδρεια ανέκαθεν είχε δεσμούς με τα Δωδεκάνησα. Στην πολιτική οργάνωση και το δίκαιο της νέας πρωτεύουσας της Αιγύπτου τη Ρόδο μιμήθηκαν. Γι αυτό ένα νησάκι στο λιμάνι της πήρε το όνομα Αντίρροδον. Με την κατάληψη της Αιγύπτου ο Ρόδιος Αισχύλος με τον Μακεδόνα Πευκέστη ήταν αρχηγοί της φρουράς των 4.000 ανδρών που έμενε εκεί. Επίσης, ένας άλλος Ρόδιος ο Αντιμένης ήταν στην υπηρεσία του Αλεξάνδρου. Στην αρχαιότητα υπήρχε στη Ρόδο εορτή Αλεξάνδρεια, που διατηρήθηκε μέχρι τη Ρωμαϊκή περίοδο.

Στην Αλεξάνδρεια στον σκοτεινό βυθό της πανάρχαιας πόλης τα λείψανα του παρελθόντος άρχισαν να βλέπουν το φως του ήλιου μετά από αιώνες. Σφίγγες, οβελίσκοι, γρανιτένιοι ογκόλιθοι που είχαν καταποντιστεί διαδοχικά από σεισμούς από το 700 μ.Χ. έως τις 8 Αυγούστου του 1303 οπότε και ο Φάρος έσβησε οριστικά, άρχισαν να λάμπουν κάτω από τον δυνατό Μεσογειακό ήλιο και να μιλούν στη δική τους σιωπηρή γλώσσα για τον Αλέξανδρο, τους Πτολεμαίους, τους πρώτους Αλεξανδρινούς.

Μία ομάδα από Έλληνες αρχαιολόγους, ιστορικούς, θαλάσσιους γεωλόγους και δύτες ερευνούν τη θαλάσσια περιοχή ανατολικά του λιμανιού ενώνοντας ψηφίδα-ψηφίδα την εικόνα από την καθημερινή και μνημειώδη πλευρά της αρχαίας πόλης.
Οι Έλληνες ερευνητές έχουν ανακαλύψει μέχρι τώρα πολλά αρχιτεκτονικά μέλη από γρανίτη, όπως τμήμα ενός πυλώνα στη θέση του ναού της Ίσιδος και την παραστάδα μιας τεράστιας πόρτας ίσως από το Μαυσωλείο της Κλεοπάτρας

Ο διάσημος γάλλος αρχαιολόγος Ζαν Υβ Αμπερέρ, επί δώδεκα χρόνια γραμματέας της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα, ευτύχησε να αποκαλύψει μεταξύ άλλων τα περίφημα κολοσσιαία αγάλματα του Φάρου, στον βυθό της θάλασσας.

Επίσης, από την ομάδα του Φρανκ Γκοντιό, που διεξάγει υποβρύχιες έρευνες, ανελκύσθηκαν δύο εντυπωσιακού μεγέθους στήλες και τρία κολοσσιαία αγάλματα, που εντοπίστηκαν σε μία φορτηγίδα ανατολικά του λιμανιού της σύγχρονης Αλεξάνδρειας, στην περιοχή του Αμπουκίρ, εκεί όπου τοποθετούνται από τους αρχαιολόγους οι πόλεις Κάνωπος, Μένουθις και Ηράκλειον ­ (η πόλη στην οποία ζήτησαν καταφύγιο η Ωραία Ελένη με τον Πάρι για να σωθούν από την οργή του Μενέλαου).
Η μία στήλη είναι από τις μεγαλύτερες που έχουν αποκαλυφθεί ποτέ ­ είχε στηθεί στην έξοδο του Νείλου προς τη Μεσόγειο Θάλασσα ­ και έχει εγχάρακτη ελληνική επιγραφή. Ύψους 6 μ. και πλάτους 3 μ. ζύγιζε περίπου δέκα τόνους και βρέθηκε από τους αρχαιολόγους τεμαχισμένη σε 15 κομμάτια. Επίσης σ ένα σημείο που κατασκευαζόταν μία γέφυρα που θα ένωνε το δυτικό λιμάνι με το Κάϊρο έγινε μια καθίζηση στο έδαφος, που όμως έφερε στο φως το μεγάλο νεκροταφείο της πόλης: τη Νεκρόπολη του Στράβωνα, που χρονολογείται μεταξύ του 2ου και 3ου αιώνα μ.Χ.
– Είναι κάτι το ασυνήθιστο αυτό που άρχισε το 1998, εξηγεί ο Χάρης Τζάλας, πρόεδρος του Ινστιτούτου Μελετών της αρχαίας και μεσαιωνικής Αλεξάνδρειας. Γράφουμε από την αρχή την ιστορία της πόλης…

Στο Μουσείο, που έχει ονομαστεί Ελληνορωμαϊκό, στην πρόσοψη υπάρχει μεγάλη ελληνική επιγραφή «ΜΟΥΣΕΙΟΝ». Φιλοξενούνται όλα τα ευρήματα των αρχαιολογικών ανασκαφών, αλλά και των υποθαλάσσιων ερευνών.
Η Βιβλιοθήκη θεωρείται το δεύτερο θαύμα της Αλεξάνδρειας. Η σύγχρονη εκδοχή της θρυλικής βιβλιοθήκης της αρχαιότητας, είναι φόρος τιμής στον ανθρώπινο πολιτισμό. Βρίσκεται κοντά στην τοποθεσία της αρχαίας, με θέα τη Μεσόγειο και το μεγαλύτερο μέρος της βρίσκεται κάτω από τη στάθμη της θάλασσας. Στεγάζει οκτώ εκατομμύρια τόμους. Καταλαμβάνει συνολική έκταση 40.000 τετρ. μέτρα, έχει 13 ορόφους, διαθέτει 3.500 θέσεις για τους αναγνώστες και προσωπικό 578 ατόμων.
Κτίσθηκε από την αιγυπτιακή κυβέρνηση σε συνεργασία με την UNESCO για να θυμίζει τη διασημότερη βιβλιοθήκη της παγκόσμιας ιστορίας που ήταν πόλος έλξης μαθηματικών, όπως ο Ευκλείδης, ο αστρονόμος Αρίσταρχος, ο Ερατοσθένης, οι ποιητές Θεόκριτος και Καλλίμαχος, ο ζωγράφος Απελλής, αλλά και ο τόπος όπου μεταφράσθηκαν για πρώτη φορά από τα εβραϊκά στα ελληνικά τα χειρόγραφα που σήμερα ονομάζουμε Παλαιά Διαθήκη.
Στους ελληνιστικούς χρόνους τη διηύθυνε (διαδεχθείς τον ποιητή Καλλίμαχο) ο Απολλώνιος ο Ρόδιος, ο κατεξοχήν τραγουδοποιός της δόξας των γενναίων ποντοπόρων της Αργοναυτικής εκστρατείας.

Τη δημιούργησε το 332 π.Χ. ο Δημήτριος ο Φαληρεύς, μαθητής του Αριστοτέλη, για λογαριασμό των Πτολεμαίων και καταστράφηκε σύμφωνα με κάποιους από τον Ιούλιο Καίσαρα. Κατ άλλους από τον χαλίφη Ομάρ, τον 7ο αιώνα μ.Χ. όταν σύμφωνα με το μύθο διέθεσε τους 500.000 παπύρους για τη θέρμανση των δημοσίων λουτρών, θεωρώντας το Κοράνι τη μόνη αναγκαία πηγή γνώσης.
Στους δρόμους η κίνηση είναι μεγάλη και οι έμποροι διαλαλούν τα εμπορεύματά τους. Ο περίπατος γίνεται ανάμεσα σε παλιατζίδικα, πλανόδιους πωλητές με ναργιλέδες και ταμαχέτι (τα αναψυκτικά τους). Δύσκολο να τα δοκιμάσεις γιατί τα προσφέρουν σε κοινές κούπες. Ακόμα και νερό μας συστήθηκε να πίνουμε αποκλειστικά εμφιαλωμένο.

Οι κάτοικοι μας κοιτάνε στα μάτια. Είναι χαμογελαστοί. Επιπλέον αυθόρμητοι και φιλικοί αν μάθουν ότι είσαι Έλληνας. «Γιουνάν;» ρωτάνε κι είναι σαν να βλέπουν συγγενείς. Τεσσεράμισι εκατομμύρια οι κάτοικοι. Και κυκλοφορούν άπαντες – οχήματα και πεζοί – όπως γουστάρουν, χωρίς να υπολογίζουν διαγραμμίσεις και σηματοδότες, αλλά και χωρίς εκνευρισμούς, λες και το γλεντάνε. Στους δρόμους κυκλοφορούν πολλές γυναίκες. Μόλις το 1956 κέρδισαν το δικαίωμα να ψηφίζουν, ενώ ένας νόμος το 2000 τους έδωσε το δικαίωμα να μπορούν να ζητούν αυτές διαζύγιο. Παρ’ όλα αυτά στις παραλίες πρέπει να φορούν ένα ρούχο όταν μπαίνουν για κολύμπι. Κι όταν θέλουν να ταξιδέψουν στο εξωτερικό χωρίς την άδεια του συζύγου είναι αδύνατο.
Στη δεκαετία του ’50 οι Έλληνες έφθαναν τους 250.000. Με την εθνικοποίηση της Αιγύπτου, όταν Νάσερ έδιωξε τον Βασιλιά Φαρούκ έδιωξε μαζί και τους ξένους. Στο δρόμο στην κυριολεξία βρέθηκαν οι Έλληνες από τη μια μέρα στην άλλη. Στο δρόμο βρέθηκαν αυτοί που είχαν μεγαλώσει μέσα στη χλιδή, τα πλούτη, τη μόρφωση. Είναι ξακουστά – μάλλον ήταν – τα σχολεία της Αλεξάνδρειας.

Οι συμπατριώτες μας μιλούσαν τρεις έως τέσσερις γλώσσες απαραιτήτως. Σε μια μέρα έχασαν τα αρχοντικά τους και βρέθηκαν στο δρόμο. Από τότε που εκδιώχθηκαν μόλις και μετά βίας φθάνουν τους 800. Τι έχει μείνει από τον ελληνισμό που τον παραδέχονται και τιμούν ακόμα και στις μέρες μας οι Αιγύπτιοι; Οι πολλές ελληνικές επιγραφές. Αλλά τα παράθυρα είναι κλειστά στα μέγαρα. Ερημιά και σιωπή στα ελληνικά σχολεία, στα νοσοκομεία, στα ορφανοτροφεία, στις λέσχες που άλλοτε έσφυζαν από ελληναριό. Χορταριασμένοι κήποι, ξεθωριασμένα χρώματα, ξεφτισμένοι τοίχοι στην Τοσιτσαία Σχολή, τη Σαλβάγειο Επαγγελματική Σχολή, τον Ξενώνα, το Συσσίτιο, το Μπενάκειο, τη Ζεβουδάκειο Σχολή. Στο γηροκομείο στην οδό Μ. Αλεξάνδρου ζουν καμιά πενηνταριά γέροντες. Αποτελούν μία θλιβερή υπόμνηση μιας εποχής περασμένης, γεμάτη δόξα και πλούτο. Επίσης κρατούν ακόμα οι εκκλησίες, αντέχει και το μουσείο Καβάφη.
Στην Αλεξάνδρεια όλοι αισθάνονται μια απίστευτη νοσταλγία για το παρελθόν. Εδώ ο ήλιος είναι πάντα γελαστός, μου λένε οι κάτοικοι. Γι αυτό ανέκαθεν έρχονται πασάδες, πρίγκιπες, κάθε είδους προσωπικότητες. Παλιά στις γιορτές είχε σημαίες απ όλο τον κόσμο, οι άνθρωποι κάπνιζαν κουβανέζικα πούρα. Τα όνειρα κυριαρχούσαν σ’ αυτή την πόλη όπως στις κινηματογραφικές της αίθουσες, όπου γεννήθηκε ο κινηματογράφος της Αιγύπτου. Όλα αυτά σε μια πρώην «κοσμόπολη» που ο Λώρενς Ντάρρελ την χαρακτήρισε σαν της «Πρωτεύουσα της Μνήμης». αντιστέκεται.

Η ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης είναι γραμμένη στο κοιμητήριο της κοινότητας των Ελλήνων Ορθοδόξων. Η Αλεξάνδρεια είναι για τους ομογενείς μας η μεγάλη πόλη μετά την Αθήνα. Εδώ μεγαλούργησαν ο Μιχαήλ Τοσίτσας, ο Στέφανος Ζιζίνιας, ο Γεώργιος Αβέρωφ, ο Κωνσταντίνος Σαλβάγος, ο Εμμανουήλ Μπενάκης, οι Ζερβάκηδες, οι Κορνάκηδες, οι Αντωνιάδηδες. Όλοι τους ονόματα-θρύλοι που πρόσφεραν έργο θαυμαστό σε κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό επίπεδο.
«Ο Αιγυπτιακός λαός ήταν θεατής όταν εμείς σκηνοθετούσαμε. Τους αντιπροσωπεύαμε σε όλο τον κόσμο. Με τον καιρό όμως οι Έλληνες έγιναν από Δήμαρχοι κλητήρες», μας λέει με νοσταλγία ένας γέροντας από τους εναπομείναντες.
Σήμερα ότι έχει απομείνει είναι οι τεράστιες εκκλησίες και μια μικρή ελληνορθόδοξη κοινότητα. Και η τεράστια ελληνική επιγραφή στην είσοδο της πόλης που γράφει «Αλεξάνδρεια».

Ο Καβάφης γεννήθηκε το 1863 στην Αλεξάνδρεια. Το σπίτι του βρισκόταν ανάμεσα στο Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο, το Ελληνικό Νοσοκομείο, και τους οίκους ανοχής της πόλης, που ο ποιητής χαρακτήριζε σαν “ο Ναός της Ψυχής”, “ο Ναός του Σώματος” και “ο Ναός της Σαρκός”. Τον Ιούνιο του 1933 η εγχείρηση που είχε κάνει στον λαιμό είχε πετύχει, όμως η φωνή του είχε χαθεί ολοκληρωτικά. Άρρωστος, στο κρεβάτι, δουλεύει το τελευταίο ποίημά του «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας», ώσπου 29 Απριλίου θ’ αφήσει την τελευταία του πνοή στο Ελληνικό νοσοκομείο σε ηλικία 70 ετών. Το απόγευμα της ίδιας μέρας θα θαφτεί στο οικογενειακό παρεκκλήσι του Ελληνικού νεκροταφείου της πόλης. Σήμερα η Αλεξάνδρεια συνεχίζει να μιλά για τον Καβάφη. Στους δρόμους, τα νεοκλασικά, τα μαγαζιά, τα παζάρια, την παραλία, η σκιά του Αλεξανδρινού γυροφέρνει κάθε περαστικό, ψιθυρίζοντας του:
«(…) Διαβάτη αν είσαι Αλεξανδρεύς δεν θα επικρίνεις.
Ξέρεις την ορμή του βίου μας.

Τι θέρμη έχει. Τι ηδονή υπέρτατη.” (Ίαση τάφος)

Στο σπίτι του, στην οδό Lipsius 10, μια αναμνηστική πλάκα που τοποθετήθηκε στα 1948 από το πνευματικό κέντρο της Αλεξάνδρειας, θυμίζει σ’ όλους ποιός έμενε εδώ, βλέποντας απ’ το μπαλκόνι … «ολίγη αγαπημένη πολιτεία…».
Δεν σου κάνει καρδιά ν’ αποχαιρετήσεις την Αλεξάνδρεια. Το κρουαζιερόπλοιο “Olympic Vogiager” της “Royal Olympic Cruises” αποπλέει μόλις πέφτει ο ήλιος. Το λυκόφως χρωματίζει με τις τελευταίες πινελιές της μέρας τον ουρανό και καθώς απολαμβάνω το μαγευτικό θέαμα στην κουπαστή οι μνήμες ξυπνούν. Βαδίζουν στους δρόμους τους γεμάτους αναμνήσεις και ιστορία. Αυτούς που πρωτοχάραξε ο Μέγας Αλέξανδρος, την Άνοιξη του 331 π.Χ. σε ηλικία μόλις 25 ετών.