Όταν ένα δικαίωμα ανήκει σε περισσότερους από κοινού, υπάρχει κοινωνία δικαιώματος. Οι κοινωνοί, οι δικαιούχοι δηλαδή των ιδανικών κοινών μεριδίων, είναι φορείς των μερίδων, καθεμιά από τις οποίες αποτελεί αυτοτελές δικαίωμα, ελεύθερα μεταβιβαστό, και εκφράζεται σε κλάσμα που καταλαμβάνει ολόκληρο το αντικείμενο (εξ αδιαιρέτου). Το δικαίωμα της κοινωνίας, δηλαδή, δεν περιορίζεται σε ορισμένο τμήμα του κοινού αντικειμένου. Περίπτωση της κοινωνίας δικαιώματος αποτελεί και το δικαίωμα συγκυριότητας επί ακινήτου.

Η έννομη σχέση της κοινωνίας δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις στους συγκυρίους, οι οποίες ρυθμίζονται από το νόμο. Όσον αφορά τα δικαιώματα από τη συγκυριότητα, κάθε συγκύριος έχει δικαίωμα να χρησιμοποιεί το κοινό εφόσον ,η χρήση αυτή δεν εμποδίζει τα δικαιώματα των άλλων. Συνεπώς, κάθε συγκύριος μπορεί να κάνει συνολική χρήση του κοινού ακινήτου, εφόσον οι άλλοι δεν το χρησιμοποιούν ή δεν προβάλλουν αξίωση χρησιμοποίησης. Δικαίωμα κάθε συγκυρίου, είναι, επίσης, αν διαθέτει τη μερίδα του επί του κοινού, χωρίς να απαιτείται η συναίνεση των υπολοίπων.

Από τη συγκυριότητα πέραν των δικαιωμάτων, πηγάζουν και υποχρεώσεις μεταξύ των συγκυρίων, που απορρέουν είτε άμεσα από το νόμο είτε από την αρχή της καλής πίστης. Υποχρεώσεις από τα χρέη που βαρύνουν το κοινό, υποχρεώσεις για έξοδα για τη συντήρησή του, τη διοίκησή του, τη χρησιμοποίησή του. Κάθε συγκύριος βαρύνεται με τη μερίδα του, με το ποσοστό δηλαδή συγκυριότητάς του.

Η διοίκηση του κοινού, ανήκει σε όλους τους συγκυρίους και προβλέπεται από το νόμο ότι στις μεταξύ τους σχέσεις ευθύνονται για κάθε πταίσμα. Αν όμως υπάρχει κίνδυνος, παρέχεται η δυνατότητα στον καθένα, να λάβει τα απαραίτητα μέτρα, χωρίς να περιμένει τη συναίνεση των υπολοίπων.

Τίθεται πολύ συχνά το θέμα, πώς θα επιτευχθεί η διοίκηση του κοινού ακινήτου, λόγω των πολύ συχνών διαφωνιών μεταξύ των συγκυρίων. Προβλέπεται λοιπόν, λόγω της εμφανούς δυσκολίας να επιτευχθεί ομοφωνία, ότι η επίτευξη απόφασης ως προς τη διοίκηση και εκμετάλλευση του κοινού, αρκεί να βασίζεται σε απόφαση της πλειοψηφίας των συγκυρίων. Αν η απόφαση δεν ελήφθη με κοινή συμφωνία ή πλειοψηφία, κάθε κοινωνός μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να ορίσει τον τρόπο που είναι ο πιο πρόσφορος και ο πλέον συμφέρων για όλους τους κοινωνούς. Στις δυνατότητες του δικαστηρίου παρέχεται και ο διορισμός διαχειριστή.
Κύριο λόγο λοιπόν στη διαχείριση του κοινού έχει η πλειοψηφία. Όμως η πλειοψηφία δεν έχει εξουσία να αποφασίσει ως προς την ουσιώδη μεταβολή του κοινού ακινήτου, ούτε σε δυσανάλογα δαπανηρή προσθήκη στο κοινό. Επίσης, τα ανωτέρω δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να απαιτηθούν με αγωγή.
Όπως προαναφέρθηκε, κάθε κοινωνός μπορεί ελεύθερα να διαθέσει τη μερίδα του. Για τη διάθεση όμως όλου του κοινού ακινήτου, απαιτείται η ομοφωνία όλων των συγκυρίων, χωρίς να αρκεί σχετική απόφαση της πλειοψηφίας.

Κάθε συγκύριος ανεξαρτήτως ποσοστού συγκυριότητας, μπορεί να επιδιώξει τη λύση της κοινωνίας με διανομή του κοινού ακινήτου.
Ο νόμος προβλέπει δύο τρόπους διανομής του κοινού ακινήτου: την εξωδικαστική και τη δικαστική. Με την εξωδικαστική διανομή, οι συγκύριοι μπορούν ελεύθερα να αποφασίσουν την διανομή των κοινών ακινήτων ελεύθερα μεταξύ τους, καθορίζοντας μεταξύ τους τον τρόπο λύσης της συγκυριότητας. Σε περίπτωση που δε μπορεί να επιτευχθεί τέτοια συμφωνία, την λύση καλούνται να δώσουν τα δικαστήρια.

Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των αγωγών διανομής είναι το πολιτικό δικαστήριο της περιφέρειας του ακινήτου. Για τον προσδιορισμό της αρμοδιότητας του δικαστηρίου, λαμβάνεται επίσης υπόψη η αγοραία αξία των κοινών ακινήτων.

Το δικαστήριο ελεύθερα αποφασίζει ποιόν τρόπο θεωρεί ως τον πλέον πρόσφορο για τη διανομή του ακινήτου. Ο νόμος παρέχει στον Δικαστή τη δυνατότητα να επιλέξει, χωρίς να δεσμεύεται από τα αιτήματα των αντιδίκων τον πλέον πρόσφορο τρόπο, προκρίνοντας τη λύση της αυτούσιας διανομής του ακινήτου, της διαίρεσης του δηλαδή σε μέρη ανάλογα με τη μερίδα του καθενός, εάν αυτό είναι εφικτό χωρίς να μειωθεί η αξία του κοινού ακινήτου. Σε περίπτωση που αυτή η λύση δεν είναι εφικτή ή είναι πλέον ασύμφορη, θα διαταχθεί η πώληση του ακινήτου με πλειστηριασμό,. Το εκπλειστηρίασμα θα διανεμηθεί μεταξύ των κοινωνών, ανάλογα με τη μερίδα καθενός.