Από ένα κορίτσι οχτώ χρόνων που έχει τον δικό της, κρυφό λαχανόκηπο στα Ψαρά, που προτιμά να μαγειρεύει από πέντε χρόνων με τη γιαγιά της, αντί να παίζει κρυφτό ή κουτσό με τ’ άλλα παιδιά, σίγουρα μπορεί να περιμένει κανείς, ο,τιδήποτε έχει σχέση με φαγητά, ακόμη και ένα … βιογραφικό βιβλίο μαγειρικής, εμπνευσμένη, όπως δείχνει, και από τους αρχαίους. Με παραδοσιακές μεν συνταγές, εκ πρώτης όψεως, που είναι πλούσια περιχυμένες με γλυκόξινες γεύσεις χιλιάδων χρόνων, δεμένες δε με μπόλικη φαντασία.
(Αν την ήξερα τη Μαρία Βεναρδή (Maria Benardis), σίγουρα θα έλεγα ότι έκλεψε την ιδέα μου. Γιατί, ένα από τα απωθημένα μου είναι κάποτε να καταγράψω το πάθος μου για τη μαγειρική μ’ έναν τρόπο ιδιαίτερο. Στο βιβλίο της βρήκα αρκετά στοιχεία που έχω στο μυαλό μου, ευτυχώς όμως, όχι απαράλλαχτα!) Κλείσιμο της παρένθεσης και πάμε παρακάτω, γιατί το θέμα εδώ δεν είναι μόνο ασυνήθιστο αλλά και πεντανόστιμο, όπως φαίνεται. Πώς το ξέρω;
Ένα από τα χαρακτηριστικά εκείνων που έχουν ερωτική σχέση με τη μαγειρική, είναι να βλέπουν τα υλικά και τον τρόπο παρασκευής και να μπορούν να το… γεύονται. Πόσες συνταγές που ακούγονται συναρπαστικές, δεν τις έχω απορρίψει, γιατί βρίσκω ότι ένα ή περισσότερα από τα υλικά χαλάνε την «παρέα».
ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ 420 ΚΑΤΟΙΚΩΝ
«Μy Greek Family Table» (Το Οικογενειακό μου Τραπέζι), είναι ο τίτλος του βιβλίου της Μαρίας η οποία έχει ζήσει τη δική της Οδύσσεια. Γεννήθηκε στην Αυστραλία, και σε ηλικία τριών χρόνων ο πατέρας της αναγκάστηκε μαζί με την αδελφή της, δυο χρόνια μεγαλύτερη και ένα αδελφάκι εννιά μηνών, να τους στείλει στη μητέρα του στα Ψαρά. Η μητέρα της ήταν άρρωστη με καρκίνο και πέθανε λίγες μέρες αργότερα. Στο βιβλίο της περιγράφει, με ζωντανά χρώματα και έντονες γεύσεις τη ζωή της στο νησί των 420 κατοίκων, όπου έζησε μέχρι τα εννιά της χρόνια, πριν έλθει πίσω στο Σίδνεϊ.
«Η μόνη ψυχαγωγία στα Ψαρά ήταν οι γιορτές και τα πανηγύρια. Μαζεύονταν όλοι οι 420 κάτοικοι του νησιού να γιορτάσουν γενέθλια και ονομαστικές γιορτές. Κάθε οικογένεια μαγείρευε ένα φαγητό και μετά τρώγαμε όλοι μαζί. Τραγουδούσαμε και χορεύαμε με παραδοσιακή μουσική. Το φαγητό ήταν ένα βασικό και ζωτικό μέρος της γιορτής. Ήταν ένας τρόπος έκφρασης αγάπης στον Άγιο, σ’ εκείνον που γιόρταζε και σ’ όλους που ήταν γύρω μας».
ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ
Για το κρυφό περιβόλι της στο νησί, θα πει: « Μ’ άρεσε πολύ να εξερευνώ το νησί και να περπατώ ώρες ατελείωτες. Μια μέρα, σ΄ ένα απ’ αυτά τα «ταξίδια» μου, βρήκα μια μικρή έκταση, κλειστή από παντού, με αγριόχορτα εδώ κι εκεί και αποφάσισα να κάνω εκεί το δικό μου κρυφό περιβόλι. Το καθάρισα και φύτεψα κάθε λογής αρωματικά φυτά που πήρα από τα περιβόλια της γιαγιάς μου, αλλά και τομάτες, κολοκυθάκια και αγριολούλουδα. Ήταν ένας τόπος μαγικός όπου πήγαινα συχνά για να αποδράσω, να ονειρευτώ, να νοιώσω ελεύθερη. Μου άρεσε να κάθομαι εκεί και να κοιτάζω από ψηλά το πέλαγος. Να βλέπω τους ψαράδες που γύριζαν με τις βάρκες τους γεμάτες ψάρια και θαλασσινά και να χτυπούν τα χταπόδια στα βράχια για να τα μαλακώσουν».
Για τα Ψαρά θα πει ότι «παρά την αρχική μου αντίσταση να πάω και να ζήσω εκεί, η μέρα που έφευγα ήταν μια από τις πιο θλιβερές της ζωής μου. Είχα δεθεί πλέον και είχα αγαπήσει , τους ανθρώπους , την κουλτούρα, αυτό το ίδιο το νησί. Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένοιωσα ότι ανήκα εκεί. Όταν επέστρεψα στην Αυστραλία, μου έλλειπε ο κήπος μου, η θάλασσα, τα βουνά, οι ψαράδες, η απλή ζωή. Οι εμπειρίες μου στα Ψαρά, πιστεύω ότι ήταν οι κύριες αιτίες του πάθους μου να χρησιμοποιώ φυσικά, αγνά υλικά, γεμάτα χρώμα, στη μαγειρική μου. Μου λείπει, ακόμη και σήμερα το νησί. Μ’ αρέσει να μαγειρεύω φαγητά που τρώγαμε εκεί. Αυτό με συνδέει μ’ αυτό το μέρος του κόσμου, όπου βρίσκεται ένα κομμάτι της καρδιάς και της ψυχής μου»
ΓΕΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΛΜΗΡΟΥΣ
Μίλησα στην αρχή για παράδοση που η Μαρία Βεναρδή έχει ποικίλει με νέες γεύσεις. Κλασσικό παράδειγμα το πασχαλιάτικο αρνί. Δίνει – στη συνταγή – το μπουτάκι ξεκοκαλισμένο να ψηθεί στο μπάρμπεκιου ή στο φούρνο και να περιχυθεί με σάλτσα από ρόδι! Φαίνεται και ακούγεται εξωτικό.
Η σάλτσα γίνεται με λάδι, λεμόνι, ξύδι, κύμινο, σκόρδο, ξυσμένη φλούδα λεμονιού και τις ρόγες από ένα ρόδι.
Θέλετε τη γνώμη μου; Είναι για τους τολμηρούς και τους αρχαιολάτρεις. Οι πρόγονοί μας άρεσαν τα γλυκόξινα. Προσωπικά θα το δοκιμάσω.
Πριν την συνταγή, μας υπενθυμίζει, ότι το ρόδι «συμβολίζει, μεταξύ πολλών άλλων, τη γονιμότητα, την αγάπη και το θάνατο, είναι δε ένα από τα κύρια σύμβολα της θεάς Αφροδίτης. Προσθέτει μια δροσερή γεύση στο πιάτο αυτό», τονίζει η συγγραφέας και… ποιοι είμαστε εμείς να το αμφισβητήσουμε!
Πριν απομακρυνθούμε από τους αρχαίους, η Μαρία θα μας δώσει τις σαρδέλες τυλιγμένες σε κληματόφυλλα και θα πει ότι « στη συνταγή αυτή υιοθετείται η μέθοδος των αρχαίων Ελλήνων που τύλιγαν το ψάρι σε φύλλα πριν το ψήσουν». Σοφοί και σ’ αυτό οι πρόγονοί μας. Τα κληματόφυλλα, όχι μόνο προσδίδουν ένα ιδιαίτερο άρωμα και γλυκόξινη γεύση, αλλά προφυλάσσουν το ψαχνό του ψαριού από το να καεί, διατηρώντας το τρυφερό και ευωδιασμένο.
Φυσικά, το «Κρασί του Ιπποκράτη» είναι μια συνταγή που αξίζει, νομίζω, να δοκιμάσει κανείς, δεδομένου ότι έχει και θεραπευτικές, κατά τη συγγραφέα, ιδιότητες. «Είναι ένας θαυμάσιος τρόπος να μετατρέψετε ένα μπουκάλι απλό κόκκινο κρασί σε κάτι μαγικό. Πιστεύεται ότι ο Ιπποκράτης το έδινε σε άτομα που είχαν προβλήματα χώνεψης αλλά και γενικά για βελτίωση της υγείας».
Υπάρχουν συνταγές της θείας Σταυρούλας – αδελφής της μαμάς της- που την υιοθέτησε, όταν ήταν 12 χρόνων. «Την ευχαριστώ που πλούτισε τη ζωή μου, με την αγάπη της, τη φιλοσοφία της για τη μαγειρική και τις συνταγές της που έχω τη χαρά και την τιμή να μοιραστώ μαζί σας, σ’ αυτό το βιβλίο», θα πει η συγγραφέας.
Ανάμεσά τους, εντόπισα τη μακαρονόπιτα, το γλυκό κυδώνι, τους κουραμπιέδες, τη βασιλόπιτα και το χαλβά περιχυμένο με γλυκό κεράσι.
Το μενού των συνταγών της ποικίλει και με προσωπικές εμπειρίες από τα ταξίδια της στην Ελλάδα: «Την πιο αξέχαστη φέτα που έχω φάει ήταν στο νησί της Κρήτης, όταν πήγα σε μια μικρή ταβέρνα στα Ανώγεια. Η φέτα στη σαλάτα ήταν απαλή σα μετάξι. Είχε μια αλμυρή γλυκόξινη γεύση. Αλλά και ο τρόπος που την διατηρούν και την παρουσιάζουν είναι καταπληκτικός. Είδα φέτα σε βαρελάκια, σε πήλινα δοχεία αλλά και σε πλεκτά καλάθια.
Τη χρησιμοποιώ παντού. Πιστεύω ότι είναι ένα από τα πιο υπέροχα τυριά στον κόσμο. Σαν κύριο υλικό τη χρησιμοποιώ στις πίτες, στις σαλάτες, στα μακαρόνια και φυσικά ως μεζέ στο τραπέζι πάντοτε. Μπορείς να τη ψήσεις στη σχάρα, στο φούρνο, ακόμη και να τη σωτάρεις. Το καλοκαίρι, συχνά τη σερβίρω τριμμένη με τους χυμούς φρούτων και αν έχω κέφι βουτάω μικρά κομματάκια φέτας σε λιωμένη ζεστή σοκολάτα, τα αφήνω να κρυώσουν και τα σερβίρω ως γλύκισμα».
Στιγμιότυπα από τη ζωή τη δική της, των συγγενών της που έζησαν την κατοχή στην Καλαμάτα, τις στερήσεις που έκαναν τις νοικοκυρές να εφευρίσκουν νέες συνταγές, είναι με πιπεράτο τρόπο στο μενού του βιβλίου της Μαρίας Βεναρδή που μόλις χτες είδε το φως της δημοσιότητας.
Παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, από πολλές πλευρές.