«Και μη μου πεις πως φοβάσαι να γράψεις. Πόνεσες, δεν πόνεσες;
Αυτό είναι. Λοιπόν, αφού υπέφερες μπορείς να γράψεις. Βγάλε τον πόνο σου στο χαρτί και θα τον δεις να τον φασκιώνει ο στίχος σου ή το πεζό σου.
Και για τον έρωτά σου γράψε. Καλά, μη βιάζεσαι, σιγά-σιγά».

Λόγια ειπωμένα από γνώστη, από καταξιωμένο του είδους, σε εκκολαπτόμενο και άτολμο, τότε, ποιητή μας.
Θα τα συνδέσω παρακάτω. Εννοώ πως αφήνω για τώρα τα των συμβουλών και προτροπών προς τους υπό εκκόλαψη λογοτέχνες και θυμίζω πως μέσα στον βιαστικό Νοέμβρη, που μόλις μας αποχαιρέτησε, είχαμε τους «Αντίποδες» το περιοδικό του Ελληνο-Αυστραλιανού Πολιτιστικού Συνδέσμου, αφιερωμένο στη Ρένα.
Χαρήκαμε τα εγκαίνια της βιβλιοθήκης μας, στο Γενικό Προξενείο μας και το περιοδικό «ο Λόγος» του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών και Συγγραφέων, αφιερωμένο στην κ. Ελένη Γαβαλά.

Πολύ ωραίες εκδόσεις και οι δύο.
Πλούσια τα λογοτεχνικά ελέη και ήρθε και «έδεσε», όπως προανέφερα, το πνευματικό οικοδόμημα με την όμορφη βιβλιοθήκη, την όμορφη Ελληνική γωνιά των λογοτεχνών μας, στο… Ελληνικό σπίτι της Μελβούρνης, στο Προξενείο μας.
 «Και κοίταξε να δεις, μη γράψεις μόνο για τον πόνο σου. Κάποιες χαρές, λιγότερες οπωσδήποτε, θα σκόνταψαν μπροστά σου. Μην τις αφήσεις έξω από τους στίχους σου, μην την ξεχάσεις τη χαρά σου. Θα ομορφύνει το βιβλίο σου, θα τις ξανοίξει τις σελίδες με την πίκρα.»
Διάβαζα τις δύο εκδόσεις που προανέφερα και στο μυαλό μου στριμώχνονται οι παραινέσεις του καταξιωμένου ποιητή που προανέφερα και που τις μεταφέρω στο σημερινό σημείωμα μέσα σε εισαγωγικά.

Τα βάζω σε εισαγωγικά για να τα ξεχωρίζω κι’ εγώ, μην τύχει και τα μπερδέψω μ’ αυτά που σκέφτομαι.
 «Και να είσαι σίγουρος πως θα έχεις τους αναγνώστες, τους φίλους και τους θαυμαστές σου. Για όλους μας υπάρχουν αναγνώστες, λίγοι ή πολλοί δεν έχει σημασία, υπάρχουν και είναι οι δικοί μας.
Κι’ απ’ τους μεγάλους, αυτούς που έμειναν στην ιστορία, ο καθένας είχε διαφορετικούς αναγνώστες, θαυμαστές, και φίλους της ποίησης του, του πεζού του και της τέχνης του.

Μπορεί να είχαν «ρουφήξει», στην κυριολεξία, τον Παλαμά ή τον Καβάφη και να είχαν απλά «γευθεί» τον Σικελιανό.
Μη λυπηθείς και μην κακιώσεις αν ακούσεις ν’ απαγγέλλουν ένα δικό σου ποίημα και δεν θυμόνται τον… ποιητή. Μείνε και εσύ με την χαρά αυτού που έγραψε το…
Φεγγαράκι μου λαμπρό/ φέγγε μου να περπατώ/ να πηγαίνω στο σχολειό/ να μαθαίνω γράμματα/ γράμματα σπουδάσματα/ του Θεού τα πράγματα.
Θυμάσαι ποίος το έγραψε; Ούτε κι’ εγώ.
Και κοίταξε να δεις, μην γράφεις μόνο για τις λίγες χαρές σου και τις πολλές τις πίκρες σου, γράψε και για πατρίδα κάτι.
Τον γονιό τον πονεμένο σου, τον πικραμένο σου, φέρε στο νου και γράψε. Τον πατέρα, τον ήρωα σου ζωντάνεψε, γράψε δυο στίχους και κλάψε. Μνημόσυνο θα είναι.

Η τέχνη της ποίησης , η τέχνη του λόγου, μοιάζει με σκάλα. Γραφτό σου είναι πόσα σκαλιά θ’ ανέβεις. Τρία, πέντε, όλα ή και παραπάνω.
   Παραπάνω είναι μετά τη σκάλα. Είναι η αιωνιότητα. Όπου και να φτάσεις, αυτοί που σ’ αγαπούν, αυτοί που τους αρέσεις και που κατάφερες κάποια χορδή της ψυχής τους ν’ ακουμπήσεις, θα σ’ ακολουθούν, θα σ’ αγαπούν, θα σε χειροκροτούν.. αθόρυβα ή φωναχτά.
Αν δεν μπορείς να γράψεις για την πλούσια γλώσσα μας, την πιο όμορφη γλώσσα του κόσμου, γράψε για τις ομορφιές της χώρας που τη γέννησε.
Μίλησέ μας όπως μπορείς για τον έρωτα σου ποιητή.
Σαν χείμαρρος οι λέξεις σου αν πέσουν ή και συλλαβιστά, διαφορά δεν κάνει.
Μίλησε μας, μίλα μας για τον πραγματικό μεγάλο έρωτα σου ή και αυτόν της φαντασίας σου που είναι (τις πιο πολλές φορές) ο μεγαλύτερος. 
Τι θα πει μεγάλος; Τι θα πει γνωστός; ‘Όλα είναι σχετικά. Αν στην πατρίδα μας πεις τον στίχο /ένας αϊτός καθότανε/ ο διπλανός σου θα συμπληρώσει…/στον ήλιο και λιαζότανε/.

Όλοι θυμούνται τους στίχους, αλλά κανένας δεν θυμάται ποίος τους έγραψε.
 Τρία παιδιά Βολιώτικα που βάλθηκαν να κλέψουν την Αννούλα και τα άλλα, τα σαράντα παλικάρια από τη.. Λεβαδιά που, σώνει και καλά θέλανε να πατήσουν την Τρομπολιτσά και ο αετός που επειδή ήταν άνεργος καθόταν στον ήλιο και λιαζότανε είναι δημιουργήματα κάποιου ή κάποιας που ήθελαν να μιλήσουν, να φωνάξουν και να τραγουδήσουν, γράφοντας.
Τώρα, εκεί επάνω χαίρονται που τ’ άκουνε να τραγουδιόνται για χρόνια και χρόνια και πίστεψέ με, δεν τους νοιάζει, καρφί δεν τους καίγεται που δεν θυμόμαστε ποίος τα έγραψε.

Γράψε φίλε και φίλη. Γράψε όποτε η ψυχή σου το θέλει κι’ όταν σου το ζητάει. Το οφείλεις στη γλώσσα μας που όποια και αν είναι η σχέση σου μαζί της, της το οφείλεις γιατί είναι αυτή που σε έκανε αυτό που είσαι.»