Στο επόμενο διάστημα, ο απόηχος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης θα ακουστεί (και) στα δικαστήρια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, καθώς πρόκειται να συζητηθεί σειρά αγωγών που κατέθεσαν αγοραστές επενδυτικών προϊόντων της πτωχευμένης Lehman Brothers κατά της εκδούσας τράπεζας Citibank.
Η πρώτη αγωγή έγινε από πρώην συμπάροικο παρουσιάζει ξέχωρο ενδιαφέρον.

Η εξέλιξη εκτιμάται ότι θα έχει χαρακτήρα «πιλότου», καθώς, αμέσως μετά, θα εκδικαστούν αγωγές που κατέθεσαν αγοραστές «χαρτιών» της Lehman κατά ελληνικών τραπεζών οι οποίες μεσολαβούσαν – τις περισσότερες φορές χωρίς να έχει υπογραφεί καν σύμβαση – για την προώθηση αυτών των προϊόντων της Lehman Brothers.
Συνολικά, όπως προκύπτει από μηνυτήρια αναφορά του Συνηγόρου του Καταναλωτή, η εναγόμενη τράπεζα διέθεσε δομημένα ομόλογα αξίας ύψους 110 εκατ. ευρώ σε 2.100 Ελληνες.

Ήδη, με την 19932 απόφασή του, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης δικαίωσε τον Ι. Κ. από την Αρναία Χαλκιδικής – απόφαση που βασίζεται στις γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Ο ενάγων, ο οποίος είχε ασκήσει τα επαγγέλματα του ναυτικού αλλά και του εργάτη στην Αυστραλία, κατέθετε επί 15 χρόνια τα χρήματά του στη Citibank. Τον Φεβρουάριο του 2008, μία υπάλληλος της Τράπεζας τον έπεισε να καταβάλει 82.000 ευρώ για να αγοράσει τίτλους της Lehman Brothers. Tο δικαστήριο αποδέχεται ότι ο Ι. Κ δεν είχε την εμπειρία να κρίνει το προϊόν που του «πωλούσαν».

ΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ

«Τις περισσότερες φορές ούτε ο πωλητής γνώριζε τι ακριβώς πωλούσε…», λέει χαρακτηριστικά στέλεχος του υπουργείου Aνάπτυξης που είχε λάβει μέρος στη σύνταξη απόφασης επιβολής προστίμου ενός εκατομμυρίου ευρώ κατά διαμεσολαβούσας τράπεζας. Το δικαστήριο της Θεσσαλονίκης που δικαίωσε τον Ι. Κ. (επιστροφή των 82.000 με τον νόμιμο τόκο) έκρινε ότι η Citibank δεν του ανέπτυξε τους κινδύνους που εγκυμονούσε μια τέτοια επενδυτική τοποθέτηση.

Το δικαστήριο της Θεσσαλονίκης, στην απόφασή του, δεν θίγει την «ποιότητα των επενδυτικών συμβουλών», όπως αυτή ορίζεται από τη σχετική εξειδικευμένη και νεότερη νομοθεσία (νόμος MiFid, οδηγία 39/2004 και ν 3606/2007) που βρέθηκε στο επίκεντρο σειράς αποφάσεων γερμανικών δικαστηρίων για παρόμοιες προσφυγές. Για παράδειγμα, το Πρωτοδικείο της Φρανκφούρτης αποφάσισε τον Aύγουστο του 2009 ότι το Ταμιευτήριο της πόλης που πωλούσε τους ίδιους τίτλους «δεν είχε διευκρινίσει τους κινδύνους από τις τοποθετήσεις σε αυτά τα προϊόντα…». Το πρωτοδικείο του Γκίσσεν (απόφαση 30149/2009) αποφάσισε να καταβληθεί το σύνολο του ποσού σε έναν άλλο αγοραστή προϊόντων της Lehman Brothers και να καταλογιστούν και τόκοι υπερημερίας, επειδή το Ταμιευτήριο, το οποίο μεσολάβησε για την επενδυτική πράξη, δεν δημοσιοποίησε το ύψος της προμήθειας που έλαβε όχι από τον αγοραστή αλλά από την ίδια τη Lehman Brothers.
Ο Συνήγορος του Καταναλωτή στην Αθήνα αναφέρει, στη σχετική μηνυτήρια αναφορά, ότι η ρήτρα 8 της προτυπωμένης αίτησης που υπογράφτηκε με καταναλωτές ως Γενικός Όρος Συναλλαγών (ΓΟΣ) με τίτλο «Αμοιβή σύστασης και διαχείρισης των τίτλων» καθόριζε ότι δίδεται προμήθεια, αλλά καταχρηστικά και αόριστα.
Οι εκπρόσωποι της Τράπεζας ανέφεραν, πάντως, στην προαναφερθείσα υπόθεση της Θεσσαλονίκης ότι το ποσόν της προμήθειας είχε προσδιοριστεί και ανερχόταν στα 2050 ευρώ (1,5 έως 3% του ποσού του κεφαλαίου αναφέρει ο Συνήγορος του Καταναλωτή στην μηνυτήρια αναφορά του).

Σε μία άλλη αγωγή πελάτισσας της Citibank από το Κολωνάκι, που πρόκειται να συζητηθεί στο Πολυμελές Πρωτοδικείο της Αθήνας τον Μάιο του 2010, η ενάγουσα αναφέρει ότι τοποθέτησε 440.000 ευρώ σε δομημένα ομόλογα της Lehman Brothers μέσω της Citibank, στις 16.1.2008. Στο διάστημα αυτό είχαν αρχίσει να παρουσιάζονται προβλήματα στην αξιολόγηση της Lehman Brotehrs, ωστόσο, η πιστοληπτική της ικανότητα ήταν όπως αναφέρουν νομικές πηγές «υψηλότερη από αυτή του ελληνικού Δημοσίου» (Α + έναντι Α-).
Στην αγωγή προβάλλονται επιχειρήματα, σύμφωνα με την ειδική νομοθεσία (ν 3606/2007). Έτσι, το ερωτηματολόγιο βάσει του οποίου η Τράπεζα θα έπρεπε να αξιολογεί τον επενδυτή και τις ειδικότερες γνώσεις του «περιείχε μόνον τρεις ερωτήσεις, ώστε να βαθμολογηθεί η καταθέτρια με τους ελάχιστους πόντους και να επιλεγεί».

 «Σε αντίθεση με τις ελληνικές τράπεζες, που συχνά δεν έκαναν στους πελάτες τους αξιολόγηση, η Citibank προσπαθούσε να τηρήσει τα προσχήματα σε ό, τι αφορά το γράμμα του νόμου αλλά μόνο τα προσχήματα», αναφέρει ο Συνήγορος αυτών που προσέφυγαν τόσο εναντίον της αμερικανικής τράπεζας όσο και εναντίον ελληνικών εμπορικών τραπεζών. Έτσι, στην περίπτωση ενός Έλληνα αγρότη στη Βραζιλία, το σχετικό ερωτηματολόγιο τού εστάλη με φαξ, ενώ σε μια άλλη περίπτωση το ερωτηματολόγιο συμπληρώθηκε μία μέρα μετά την αίτηση αγοράς! Στα ερωτηματολόγια υπήρχαν 5 κατηγορίες «επενδυτών» ανάλογα με το προφίλ και, κατά περίεργη σύμπτωση, αρκετοί συμπλήρωναν το «τετραγωνάκι» της κατηγορίας «πεπειραμένος επενδυτής». Τι σημαίνει για την τράπεζα πεπειραμένος επενδυτής; Ένας επενδυτής, για παράδειγμα, που έχει μερίδια σε αμοιβαία κεφάλαια, ένα λογαριασμό καταθέσεων και μετοχές της εταιρείας στην οποία εργαζόταν!

ΑΡΝΗΣΗ

Η υπάλληλος της Τράπεζας στην περίπτωση της καταθέτριας από το Κολωνάκι «αρνήθηκε να χορηγήσει αντίγραφα των συμβάσεων, δηλ. των αιτήσεων αγοράς τίτλων εξωτερικού, η δε άρνησή της στηρίχθηκε στο γεγονός ότι επρόκειτο «περί πνευματικής ιδιοκτησίας που δεν προσέθεταν τίποτα περισσότερο απ’ όσα είχαν ήδη τεθεί υπόψη μου προφορικά».

Από την πλευρά της, η αμερικανική τράπεζα υποστηρίζει ότι ήταν απλή διαμεσολαβήτρια στην προώθηση των επίμαχων ομολόγων και ότι ανέφερε το ύψος των προμηθειών που ελάμβανε. Αλλά όσοι έχουν προσφύγει στα δικαστήρια, τονίζουν ότι η Citibank αναφερόταν στο ύψος της προμήθειας από τον πελάτη και όχι στην προμήθεια που ελάμβανε από την ίδια την Lehman Brothers.
Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», οι τράπεζες, σε περιπτώσεις καλά θεμελιωμένων αγωγών, επικαλούνται την ειδική προστασία της νεότερης νομοθεσίας και επικεντρώνουν στην «ποιότητα των επενδυτικών συμβουλών» εκδηλώνοντας μία κατ’ αρχήν βούληση να συμβιβαστούν με τους ενάγοντες, καταβάλλοντος ένα μέρος του ποσού…