Συμπληρώνεται αυτές τις μέρες ένας χρόνος από τις πλέον καταστροφικές πυρκαγιές στην ιστορία της Αυστραλίας, που άφησαν πολλές δεκάδες νεκρών, χιλιάδες κατεστραμμένα σπίτια και περιουσίες και τεράστιες εκτάσεις δασών στάχτη.

Οι πληγές είναι ακόμα ανοιχτές. Η συμπάροικος Μάρθα Μηλιώνη, που έχασε και τον Δημήτρη και την Τάνια, σε εκείνη την πρωτοφανή τραγωδία, έστειλε την ακόλουθη επιστολή στο «Νέο Κόσμο»:
«Δεν είχα σκοπό να γράψω τίποτε γι’ αυτό το κακό που έγινε, γιατί είμαι πολύ πληγωμένη και ο πόνος είναι πολύ βαρύς και αβάσταχτος. Δεν είναι μικρό πράγμα στα καλά καθούμενα να χάσεις τα παιδιά σου. Δεν ήταν άρρωστα για να προετοιμαστείς ψυχολογικά για το χειρότερο. Άλλα περιμέναμε και άλλα μας ξημέρωσε.

Διαβάζοντας, όμως, το γράμμα της Λούλα Παπαζώη (στο «Νέο Κόσμο») δεν άντεξα γι’ αυτά που διάβασα. Μας γράφει για εκείνο το δάκρυ της συμπόνιας του πρωθυπουργού και συνεχίζει να γράφει ότι οι πυροσβέστες με κάθε κίνδυνο της ζωής τους κατέβαλαν κάθε προσπάθεια να κατανικήσουν τις πύρινες γλώσσες, που έσωσαν το κοάλα, δίνοντας του να πιει νερό με το μπιμπερό και συνεχίζει με τον παπαγάλο κ.λπ.

Κάποιος άλλος πάλι, λίγο καιρό μετά τις φωτιές, έγραφε ότι οι πυροσβέστες μας είναι ήρωες. Δεν είχα καταλάβει γιατί τους αποκαλούσε ήρωες.
 Η Πυροσβεστική ομολόγησε ότι έγιναν λάθη εκείνη την ημέρα. Αυτά τα λάθη τα πληρώνουμε εμείς, τα πλήρωσαν με τη ζωή τους οι άνθρωποι που χάθηκαν, εμείς που τους χάσαμε. Αυτό το τραγικό λάθος δεν διορθώνεται με τίποτα, για μένα ειδικά.

 Πιστεύω ότι η Πυροσβεστική πρέπει να επιβάλει υποχρεωτική εκκένωση όταν υπάρχουν φωτιές, και να  σταματήσει να λέει στους ανθρώπους να φύγουν νωρίς το πρωί από τα σπίτιά τους ή να καθίσουν να προστατέψουν τις περιουσίες τους.

Υποχρεωτική εκκένωση ώστε να μην ξαναγίνει τέτοιο κακό. Εκείνο το Σάββατο όταν προειδοποιήθηκαν για τις κακές συνθήκες του καιρού, έπρεπε να σταματήσουν την κίνηση στους δρόμους, να μην περάσει κανένας για το King Lake. Έπρεπε να χαλάσουν τον κόσμο με τις ειδήσεις μέσω ραδιοφώνου και τηλεόρασης και να λάβαιναν κάθε δυνατό μέσον – στρατό, αστυνομία – και όλοι μαζί με κάθε θυσία να ενημέρωναν τον κόσμο και να τον γλίτωναν από τον φρικιαστικό θάνατο. Δυστυχώς, δεν έκαναν τίποτε από αυτά που ανέφερα.

Εάν έκλειναν τους δρόμους, η Τάνια μας δεν θα μπορούσε να γυρίσει σπίτι της και έτσι θα έπαιρνε τηλέφωνο τον Δημήτρη να τον ενημέρωνε εγκαίρως και να έφευγε από εκεί. Εάν γινόντουσαν όλα αυτά σωστά δεν θα χάναμε τον Δημήτρη και την Τάνια μας καθώς και τόσο άλλο κόσμο.
Ντροπή για μια τόσο πλούσια χώρα σαν την Αυστραλία να μην έχει τα μέσα να ειδοποιεί τον κόσμο που μένει στην επαρχία όταν τους πλησιάζει ο κίνδυνος.
Πρόσφατα, ο κ. Μπράμπι βγήκε στην τηλεόραση και μας είπε πόσα εκατομμύρια θα διαθέσει για τα γήπεδα τένις. Δεν άκουσα να πει τι έκανε για την ασφάλεια του κόσμου που μένουν έξω στα χωριά και τις πόλεις.

Τις φωτιές ποιος, τελικά, τις ανάβει; Τις περισσότερες φορές οι ίδιοι οι πυροσβέστες και άμα πιάσουν κανέναν, τον βάζουν απλά στη φυλακή για κάποιο διάστημα, τον ταΐζουν, τον ποτίζουν με όλες τις ανέσεις όπως τηλεόραση, πισίνες και τόσα άλλα. Έχουν μάλιστα και απαιτήσεις – ανθρώπινα δικαιώματα κ.λπ. Πρέπει κάπως να ζήσουν και εκείνοι αυτές τις απαίσιες στιγμές που έζησαν όσοι κάηκαν καθώς και οι συγγενείς τους, για να μάθουν τι θα πει πόνος, όπως αυτόν που ζω εγώ και τόσοι άλλοι.

Ποια είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα για τα δικά μας παιδιά και για όλον αυτόν τον κόσμο που τόσο άδικα χάθηκε; Εξηγήστε μου να καταλάβω.
Ευθύνη φέρνουν οι πυροσβέστες για το μεγάλο κακό που έγινε. Αυτοί που κυβερνούν, είναι επίσης υπεύθυνοι, κατηγόρησαν τότε την Ελλάδα, μια μικρή φτωχή χώρα – και πάλι ντροπή για την Αυστραλία που με τόσο πλούτο δεν έχει πάρει να απαραίτητα μέτρα για την ασφάλεια του πολίτη.
Ο Δημήτρης εκείνη τη μαύρη μέρα είχε το ραδιόφωνο ανοιχτό συνεχώς και δεν ανακοίνωναν απολύτως τίποτε για τις φωτιές. Κοίταζε και το Ίντερνετ και εκεί πάλι δεν έδειχνε κάποιο σημάδι. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι  τα ΜΜΕ τα ξεγέλασε η Πυροσβεστική.
Αγόρασαν το σπίτι τους το 2005 και έζησαν τρία καλοκαίρια (20006-2008) και ομολόγησαν ότι ένα αυτοκίνητο της Πυροσβεστικής πήγαινε έξω από το σπίτι τους για να ελέγχει και να προστατέψει από την φωτιά τον γενικό διακόπτη του ηλεκτρισμού καθώς ήταν δίπλα στο σπίτι τους.
Κάθε φορά που τους έλεγα να προσέχουν τις φωτιές και να μην καθίσουν εκεί, μου έλεγαν και οι δύο να μη στεναχωριέμαι καθώς η πυροσβεστική είναι συνεχώς έξω από το σπίτι τους και σε περίπτωση πυρκαγιάς θα τους ενημερώσουν εγκαίρως να φύγουν. Με όσα μου έλεγαν το έδεσα και εγώ κόμπο ότι δεν διατρέχουν κανένα κίνδυνο.

Έτσι, όμως, την έπαθαν τα παιδιά αυτή τη μαύρη μέρα. Είδαν που η Πυροσβεστική δεν ήταν έξω από το σπίτι τους, νόμισαν ότι οι πυρκαγιές ήταν αλλού και έμειναν σπίτι και, όντως, έγινε το κακό.
Ένας φίλος του Δημήτρη τού τηλεφώνησε εκείνη την ημέρα στις 4.10 το απόγευμα και του είπε ότι είχε μια κακιά προαίσθηση και καλύτερα να πάει κοντά του στο Diamond Creek. Ο Δημήτρης, με τη σειρά του, τον καθησύχασε, λέγοντάς του ότι όλη μέρα ακούει το ραδιόφωνο και δεν λένε τίποτε, το ίδιο και με το διαδίκτυο.
Δεν χάθηκαν μόνο τα δικά μου παιδιά, αλλά τόσος κόσμος γιατί δεν γνώριζαν έγκαιρα τι γινόταν γύρω τους, γιατί κανείς δεν νοιάστηκε για την ασφάλεια τόσου κόσμου.

Άκουσα πολλά που είπαν γύρω μου και γι’ αυτό με ερέθισε το γράμμα της κ. Παπαζώη που κλαίει τα παπαγαλάκια και τα κοάλα.
Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ορισμένα πράγματα ώστε να γνωρίζει η παροικία μας το τι γίνεται γύρω της. Εγώ δεν ακούω ελληνικό ραδιόφωνο, έτυχε όμως να είμαι κάπου και με ρώτησαν «τι σού έδωσαν από τον έρανο που έκανε η παροικία για τις πυρκαγιές;». Τους απάντησα ότι δεν γνωρίζω και εκείνοι με την σειρά τους με ενημέρωσαν ότι άκουσαν στο ραδιόφωνο ότι θα βοηθηθεί και η οικογένεια του Δημήτρη. Από ό,τι κατάλαβα, δεν έγινα πιστευτή, γιατί συζητήθηκε μετά την αποχώρησή μου ότι επήρα ένα χρηματικό ποσόν αλλά δεν θέλω να το ομολογήσω. Με τη σειρά μου, λοιπόν, ζητώ από τα άτομα που βγήκαν στον αέρα να μου απαντήσουν μέσω της εφημερίδας το ποσόν… που μου έδωσαν για να μάθουν και οι περίεργοι. Όχι ότι ήταν υποχρεωμένοι να μου δώσουν, αλλά πράγματα που δεν κάνουν να μην τα λένε.

Επίσης, με ενημέρωσαν ότι στο Richmond έκαναν ΒΒQ για φιλανθρωπικό σκοπό για να βοηθήσουν την οικογένεια του Δημήτρη. Πιστεύω ότι είναι ντροπή να λένε πράγματα που δεν κάνουν. Όσον αφορά την Εκκλησία, ίσως να μου δοθεί η ευκαιρία να τα γράψω κάποια άλλη φορά για τον τρόπο που φέρθηκε. Εγώ, πάντως, δεν χώρισα τα παιδιά μου, ο θάνατος δεν τα χώρισε, γι’ αυτό και προτίμησα να κάνω ό,τι το καλύτερο μπορούσα χωρίς την εκκλησία.
Σ’ αυτή την πρόχειρη παλιοζωή, πολλά φαρμάκια ήπια, μα τούτο είναι το πιο πικρό δηλητήριο που στάζει στην καρδιά μου. Δεν πιστεύω να υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να χάνει ο γονιός τα παιδιά του. Τυχεροί οι γονείς που αφήνουν τα παιδιά τους πίσω τους.
Δημήτρη μου, Τάνια μου, παιδιά μου αγαπημένα που ήσασταν τόσο άτυχα, η ίδια κακιά μοίρα σας μοίρανε.
Σε τούτη τη παλιοζωή πολλά φαρμάκια ήπια, γι’ αυτό και λέω στην καρδιά μου, καρδιά μου πάψε να πονάς, συνήθισες τον πόνο, γιατί σε τούτη τη ζωή πίκρες γνώρισες μόνο. Μα αυτή μου απαντά αυτός ο πόνος είναι αλλιώτικος, δεν είναι σαν τους άλλους, είναι πολύ φαρμακερός που δηλητήριο στάζει, και άνοιξε τέτοια πληγή που γιατρειά δεν έχει.

Παιδιά μου στον τάφο σας έρχομαι παρέα να σας κάνω, με παίρνει το παράπονο και κάθομαι και κλαίω.
Η μνήμη σας θα είναι αιώνια γιατί θα γραφτεί στην ιστορία και γνωστό θα είναι το όνομά σας παντού, μα καλύτερα άγνωστοι στη ζωή όπως ήσασταν πρώτα και όχι γνωστοί και νεκροί.

Αγαπημένα μου παιδιά, ελαφρύ το χώμα που σας σκεπάζει.
Με αγάπη και πόνο η χαροκαμένη μάνα σας
Μάρθα Μηλιώνη».