Σήμερα σχεδόν όλοι όσοι ήρθαμε από την Ελλάδα στην Αυστραλία, έχουμε ήδη ζήσει πολύ περισσότερο καιρό στη νέα μας πατρίδα παρά σε αυτήν που μας γέννησε. Όλοι μας έχουμε το δικό μας λόγο που ήρθαμε εδώ. Καλώς ή κακώς, αυτή ήταν η προσωπική μας τύχη, μια και γεννηθήκαμε σε μια εποχή μεγάλων ταραχών και παγκόσμιων ανακατατάξεων. Κάνουμε σήμερα έναν απολογισμό και λέμε με τη σκέψη μας ότι καλά είμαστε και εδώ. Άλλες φορές πάλι λέμε ότι και στην Ελλάδα να μέναμε δεν θα πεθαίναμε. Κάτι θα είχε και για μας η τύχη. Έτσι βρεθήκαμε με δύο πατρίδες και η ζυγαριά άλλοτε γέρνει υπέρ της πρώτης και άλλοτε προς το μέρος της δεύτερης.

Θα έχετε βρεθεί θαρρώ σε πολλές συζητήσεις που πολλοί από μας κατηγορούν την πρώτη πατρίδα και λένε ότι μάς έδιωξε, δεν μάς ήθελε, δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για μας, ότι οι κυβερνήσεις της μάς οδήγησαν στην κρεμάλα και πολλές άλλες κατηγορίες. Ίσως, μερικά από όλα αυτά να αληθεύουν, ή έτσι μονολιθικά μάς εντυπώθηκαν στο μυαλό, και πολλοί ζούυν μ’ αυτές τις σκέψεις που μας κρατούν ίσως σε μια αδιαφορία για την Ελλάδα. Σε άλλους πάλι, όλα αυτά έγιναν μίσος και σε μερικούς φαίνεται ότι φωλιάζει μέσα τους ακόμη και η… εκδίκηση. Είναι, όμως, σωστό να κρατάμε αυτή τη στάση μια ολόκληρη ζωή για την πατρίδα που μας γέννησε;
Θεωρώ ότι μια τέτοια στάση ζωής είναι μάλλον ασύμφορη. Και τούτο διότι, πρώτα απ’ όλα, αδικούμε τους εαυτούς μας. Εάν μας έφταιξαν πρόσωπα ή καταστάσεις, η Ελλάδα δεν φταίει σε τίποτε. Εάν η μάνα μας η ίδια δεν μπορούσε να μάς συντηρήσει, να μάς ντύσει, να μάς μορφώσει – λόγω των καταστάσεων – σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να την κακίζουμε, γιατί κάθε μάνα κάνει ό,τι μπορεί για το παιδί της. Κανένας μας δεν θα ήθελε να αλλάξει τη μάνα του επειδή γεννήθηκε φτωχός και έζησε μέσα σε κακουχίες. Απεναντίας, τα παιδιά της με το νεανικό σθένος θα την βοηθούσαμε όσο μπορούσαμε. Γιατί να μην κάνουμε το ίδιο και για τη πατρίδα που μας γέννησε, που στην ουσία είναι η μεγάλη μας μάνα, η πατρίδα όλων μας, η Ελλάδα;

Πώς μπορούμε, όμως, να ζυγίσουμε αυτές τις σκέψεις, αλλά και καταστάσεις, με παραδείγματα και υποδείγματα από τους προγόνους μας ώστε και αυτοί να γίνουν σήμερα οι δάσκαλοί μας; Πολλοί όμως και από αυτούς ήταν και σκάρτοι και προδότες και εφιάλτες και δεν φέρθηκαν καλά προς το γενικό σύνολο. Και τέτοιοι πάντα θα υπάρχουν. Υπάρχουν όμως και παραδείγματα προς μίμηση και ας το πούμε ανοιχτά ότι στάθηκαν υποδείγματα για την αγάπη προς την πατρίδα, η οποία είναι μία κοινή μας μάνα και χωρίς αυτή την αγάπη είναι ακατανόητο να ανήκουμε σε αυτό το σύνολο που θέλουμε να ονομάζουμε πατρίδα.

Στα περιδιαβάσμάτα μου ξαναεπισκέφτηκα το έργου του Θουκυδίδη. Δεν θα μιλήσω γι’ αυτό αλλά περισσότερο θα ήθελα να αναφερθώ στον άνθρωπο τούτο. Ο Θουκυδίδης γεννήθηκε γύρω στο 454 π.Χ. από Αθηναίους γονείς και το 424 π.Χ. έγινε στρατηγός. Δάσκαλοί του ήταν ο φιλόσοφος Αναξαγόρας και ο ρήτορας Αντιφώντας. Μόλις μετά την εκλογή του Θουκυδίδη στο αξίωμα του στρατηγού και του ναυάρχου, οι Σπαρτιάτες εκστράτευσαν εναντίον των κτήσεων των Αθηναίων στη Θράκη με τον τολμηρό στρατηγό Βρασίδα. Οι Αθηναίοι τότε έστειλαν τον Θουκυδίδη να σώσει την Αθηναϊκή αποικία της Αμφίπολης από το Βρασίδα. Δυστυχώς, ο Θουκυδίδης δεν κατόρθωσε να αποτρέψει την κατάληψη της Αμφίπολης και για το λόγο τούτο καταδικάστηκε από τους Αθηναίους σε θάνατο για αυτή τη προδοσία. Για να αποφύγει τη βαριά τιμωρία του, ο Θουκυδίδης αναγκάστηκε να υποβληθεί σε εκούσια εξορία είκοσι ετών. Προς το τέλος της εξορίας του πέθανε στη Θράκη το 394 π.Χ. Ήταν τότε μόλις πενήντα ετών.

Στην εξορία του ο Θουκυδίδης συνέγραψε την Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, χωρίς όμως να τελειώσει το έργο του. Η Ιστορία του γνωστή ως «Θουκυδίδου Ξυγγραφή», χωρίστηκε σε οχτώ βιβλία και σώθηκε αυτούσια μέχρι σήμερα. Με δύο λόγια, ο Θουκυδίδης θεωρείται ο κατεξοχήν ιστορικός της Χρυσής Εποχής του Περικλή και ένας από τους μεγαλύτερους ιστορικούς όλου του κόσμου. Αυτός μέσα στο αξιολογότατο και αθάνατο έργο του, μάς έσωσε σπάνιες πληροφορίες και ανάμεσά τους τον περίφημο «Επιτάφιο του Περικλή» από τον οποίο μαθαίνουμε – και μαθαίνουμε – την ιστορία μας μέχρι σήμερα. Ο Θουκυδίδης αν και εξορίστηκε από τους Αθηναίους, στο έργο του δεν εκδηλώνεται κανένα πάθος κατά των Αθηναίων. Ήταν ένας ακέραιος και σταθερός χαρακτήρας.

Αυτό και μόνο το παράδειγμα του Θουκυδίδη δίνει απλόχερα μαθήματα αγάπης για την πατρίδα γιατί η μητέρα που σε γεννάει, παραμένει μητέρα όσο και να σε κακοκαρδίσει. Το παράδειγμα αυτό – υπόδειγμα ζωής ενός Έλληνα Απόδημου – σαν και μας σήμερα, είναι έργο που στρέφεται όχι προς το παρελθόν, αλλά προς το παρόν και το μέλλον. Ο Θουκυδίδης μέσα στο έργο του λέει πως δεν το έγραψε για να τέρψει και να ευχαριστήσει τον αναγνώστη, αλλά να χρησιμοποιηθεί σε κάθε χρονική στιγμή, καλή ώρα και από εμάς ως «κτήμα ες αεί χρήσθαι». Δηλ. να χρησιμοποιηθεί ως κτήμα για μας για πάντα. Ιδού τι ακριβώς σημειώνει ο καθηγητής Ι.Θ. Κακριδής στην εισαγωγή του έργου της Έλλης Λαμπρίδη, η οποία απέδωσε όλη την Ιστορία του στη σημερινή μας γλώσσα «Το έργο του μάς παραστέκει για να βρούμε και εμείς σήμερα το δρόμο μας, να θεμελιώσουμε την πίστη μας, να αντικρίσουμε τη μοίρα μας κατάματα, τη μοίρα που μάς βαραίνει και σαν Έλληνες και σαν Ευρωπαίους, και σαν ανθρώπους».

Αυτός ήταν ο γνήσιος πατριώτης που κράτησε την παντοτινή αγάπη για την πατρίδα του, αν και αυτή τον πίκρανε με το να τον στείλει στην εξορία. Για μας, όμως, αποτελεί ο Θουκυδίδης ένα σπάνιο υπόδειγμα φιλοπατρίας και μαζί με την Ιστορία του θα είναι για όλους μας «κτήμα ες αεί».