Δώδεκα μέλη της Εργατικής κυβέρνησης Μπράμπι, υπουργοί, υφυπουργοί, βουλευτές και γερουσιαστές, στηρίζουν την περίληψη της ελληνικής γλώσσας στο Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας Γλωσσών.

Με επιστολή τους προς την αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και υπουργό Παιδείας, Τζούλια Γκίλαρντ, οι Richard Wynne (βουλευτής Richmond, υπουργός Οικισμού, Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Υποθέσεων Ιθαγενών), Maxine Morand (βουλευτής Mount Waverley, υπουργός Προσχολικής Ανάπτυξης και Υποθέσεων Γυναικών), Τζένη Μικάκου (γερουσιαστής Northern Metropolitan Region, υφυπουργός Πολεοδομίας), Fiona Richardson (βουλευτής Northcote, υφυπουργός Οικονομίας και Οικονομικών), Tony Lupton (βουλευτής Prahran, Γραμματέας υπουργικού Συμβουλίου), Janice Munt (βουλευτήςCheltenham), Rob Hudson( βουλευτής Bentleigh), Martin Foley (βουλευτής Albert Park), Bob Stensholt (βουλευτής Burwood), Ann Barker (βουλευτής Oakleigh και αντιπρόεδρος της πολιτειακής βουλής), Γιάννης Πανταζόπουλος (Dandenong, πρώην υπουργός) και Kirstie Marshall (βουλευτής Forest Hill), εκφράζουν την πίστη τους, ότι η ελληνική γλώσσα είναι «γλώσσα εθνικής προτεραιότητας» και πρέπει να περιληφθεί στις γλώσσες, που θα διδάσκονται στα κρατικά σχολεία της χώρας.

Τα μέλη του πολιτειακού κοινοβουλίου υπενθυμίζουν στην υπουργό Παιδείας, ότι η ελληνική γλώσσα ομιλείται και διδάσκεται ευρύτατα σε ολόκληρη την Αυστραλία, σε κρατικά και εθνοτικά σχολεία.

«Η ελληνική γλώσσα έχει ιδιαίτερη ακαδημαϊκή σημασία. Η παγκόσμια σκέψη και ο δυτικός πολιτισμός έχουν επηρεαστεί άμεσα από τον ελληνικό πολιτισμό, γενικά, και την ελληνική γλώσσα, ειδικά», τονίζουν και προσθέτουν.

«Μεγάλο μέρος της αγγλικής γλώσσας και της διανόησης της Δύσης, έχουν τις ρίζες τους στην ελληνική γλώσσα και σκέψη. Πολλά από τα κείμενα, που έχουν επηρεάσει, τη γλώσσα και τη σκέψη μας εγράφησαν στην ελληνική γλώσσα.

Πιστεύουμε, ότι η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας ενισχύει τη μάθηση σε πολυάριθμους τομείς της παιδείας, μεταξύ των οποίων τα Μαθηματικά, η Φυσική, η Μηχανολογία, η Ιστορία, η Φιλοσοφία, η Νομική,, το Δράμα, οι Τέχνες και η αγγλική γλώσσα.

Γι’ αυτό πιστεύουμε ακράδαντα, ότι η ελληνική γλώσσα πρέπει να περιληφθεί ως γλώσσας εθνικής σημασίας στο Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας Γλωσσών που διαμορφώνει η Αυστραλιανή Επιτροπή Προγραμματισμού και Αξιολόγησης ACARA.

Tέλος, οι βουλευτές και γερουσιαστές του Εργατικού Κόμματος υπενθυμίζουν στην κ. Γκλίαρντ ότι:
– Η Μελβούρνη είναι η τρίτη μεγαλύτερη ελληνική πόλη, μετά την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη
– Η ελληνική γλώσσα διδάσκεται ευρύτατα σε κρατικά σχολεία της Βικτωρίας και είναι η γλώσσα με το μεγαλύτερο αριθμό εγγραφών στο Σχολείο Γλωσσών Βικτωρίας (Victorian School of Languages)
– Η Βικτωρία είναι τόπος κατοικίας μεγάλου αριθμού Ελλήνων με μακρόχρονη ιστορία.
«Ως εκ τούτου, πιστεύουμε, ότι η ελληνική γλώσσα πρέπει να περιληφθεί στο εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας Γλωσσών. Προσβλέπουμε στη στήριξη της αυστραλιανής κυβέρνησης για την επιτυχία αυτού του στόχου», καταλήγει η επιστολή.
Υπενθυμίζεται, ότι η κυβέρνηση και η αξιωματική αντιπολίτευση της Βικτωρίας στήριξαν την περίληψη της γλώσσας μας στο Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας Γλωσσών, με προσωπικές επιστολές στην κ. Γκίλαρντ από τον πρωθυπουργό, Τζον Μπράμπι, και τον αρχηγό της αντιπολίτευσης, Τζεντ Μπάϊλιου.

ΦΘΙΝΟΥΝ ΟΙ ΑΣΙΑΤΙΚΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ

Εν τω μεταξύ, έρευνα για την κατάσταση των ασιατικών γλωσσών που διενέργησε με εντολή της Κοινοπολιτειακής Κυβέρνησης το Ίδρυμα Ασιατικής Εκπαίδευσης (Asian Education Foundation), διαπιστώνει αποτυχία του κυβερνητικού σχεδίου εκμάθησης ασιατικών γλωσσών.

 Πέρυσι η κυβέρνηση Ραντ διέθεσε κονδύλι 62 εκ. δολαρίων για τη διδασκαλία των ασιατικών γλωσσών στα κρατικά σχολεία, ως γλωσσών «εθνικής προτεραιότητας. Στόχος του φιλόδοξου κυβερνητικού σχεδίου είναι μέχρι το 2020, 12% των τελειόφοιτων Γυμνασίου να ομιλούν άψογα την Ιαπωνική, την Κινεζική, την Κορεατική και την Ινδονησιακή γλώσσα.

Η έρευνα διαπιστώνει, ότι λιγότερο από 6% των τελειόφοιτων Γυμνασίου μαθαίνουν τις προαναφερόμενες γλώσσες, κυρίως μαθητές και μαθήτριες ασιατικής καταγωγής. Εκφράζονται, δε, φόβοι, για επικείμενη διακοπή της διδασκαλίας της Ινδονησιακής γλώσσας, εξ αιτίας της μικρής ζήτησης.
Σύμφωνα με τα πορίσματα της έρευνας, 90% των μαθητών μια μαθητριών εγκαταλείπουν τις ασιατικές γλώσσες στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου.
Οι αριθμοί δείχνουν, ότι από το 2010 οι εγγραφές μαθητών και μαθητριών της τελευταίας τάξης του Γυμνασίου σε τμήματα εκμάθησης της Ινδονησιακής γλώσσας έχουν μειωθεί κατά 50% σε 1,100 μαθητές και μαθήτριες.

Η Ιαπωνική, που στη δεκαετία του 2010 ήταν η πλέον δημοφιλής ασιατική γλώσσα στα κρατικά σχολεία και τα πανεπιστήμια αντιμετωπίζει και αυτή πρόβλημα, καθώς ο αριθμός των ενδιαφερομένων μαθητών και μαθητριών έχει μειωθεί 20%.

Αξιοσημείωτη είναι και η συνεχής μείωση του αριθμού μαθητών και μαθητριών μη ασιατικής καταγωγής, που σπουδάζουν την Κινεζική γλώσσα στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου.

Οι ερευνητές συμπεραίνουν, ότι η υλοποίηση του κυβερνητικού σχεδίου θα προσκρούσει σε σοβαρά εμπόδια αν δεν αναστραφεί έγκαιρα η φθίνουσα πορεία των ασιατικών γλωσσών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και, αν δεν εκτιμηθεί έγκαιρα και αντικειμενικά η δυνατότητα του 12% των μαθητών και μαθητριών της τελευταίας τάξης του Γυμνασίου να αποφοιτούν με πλήρη μόρφωση σε μία από τις ασιατικές γλώσσες «εθνικής προτεραιότητας».
Η πρώτη, από τις επιδοτούμενες ασιατικές γλώσσες, που απειλείται με «έξωση» από το κρατικό σύστημα εκπαίδευσης, είναι η Ινδονησιακή λόγω του μικρού αριθμού εγγραφών.