Είναι γνωστό στην εκάστοτε κυβέρνηση της Ελλάδος ότι το χρήμα που κυκλοφορεί στην χώρα είναι πολύ περισσότερο από το χρήμα που δηλώνεται από τους φορολογούμενους στην εφορία κάθε χρόνο ως εισόδημα. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται “μαύρη οικονομία”, υπό την έννοια ότι πρόκειται για εισοδήματα που προκύπτουν από μη καταγραφόμενες επισήμως από τις κρατικές αρχές συναλλαγές, με αποτέλεσμα να μην καταβάλλονται οι αναλογούντες φόροι και οι Έλληνες να παρουσιάζονται στις στατιστικές φτωχότεροι, ενώ τα πραγματικά τους εισοδήματα είναι μεγαλύτερα των δηλωθέντων.

Η “μαύρη οικονομία”, η ύπαρξη δηλαδή εισοδημάτων που δεν γνωστοποιούνται στις φορολογικές αρχές, δεν είναι ελληνική πρωτοτυπία. Σε πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης συμβαίνει το ίδιο, όπως π.χ. στην Ιταλία, όπου προ έτους περίπου η κυβέρνηση κάλεσε με νόμο όλους τους φορολογουμένους να φέρουν πίσω στην Ιταλία κεφάλαια που δεν είχαν δηλώσει στην ιταλική εφορία, χωρίς να τους επιβληθούν φόροι και πρόστιμα, αλλά μόνο με την καταβολή ενός εφ’ άπαξ ποσού 5% επί του επαναπατριζομένου κεφαλαίου.

Το πρόγραμμα στην Ιταλία σημείωσε επιτυχία με αποτέλεσμα η ιταλική κυβέρνηση τον περασμένο Δεκέμβριο να παρατείνει για μερικούς ακόμη μήνες την προθεσμία, καθώς μέχρι τότε οι ιταλοί είχαν εισάγει στην χώρα τους περί τα 80 δις ευρώ και το ιταλικό δημόσιο είχε εισπράξει 4 δις.

Ακολουθώντας την ίδια πολιτική, η ελληνική κυβέρνηση με το Ν.3842/2010 (άρθρο 18), εισήγαγε διάταξη, σύμφωνα με την οποία οι φορολογούμενοι που διαθέτουν στο όνομά τους κατά την ημέρα ισχύος του νόμου (23-4-2010) χρηματικά ποσά κατατεθειμένα σε τραπεζικούς λογαριασμούς στο εξωτερικό, δύνανται να τα φέρουν στην Ελλάδα εντός έξι μηνών, χωρίς να ελεγχθούν ως προς την πηγή των εσόδων αυτών, δηλαδή χωρίς να εφαρμοσθεί σ’ αυτούς το πόθεν έσχες.
Με την τρόπο αυτόν η κυβέρνηση παρέχει ένα είδος φορολογικής “αμνηστίας” σε όσους έχουν αποκτήσει εισοδήματα και τα έχουν τοποθετημένα σε τράπεζες εκτός Ελλάδος, χωρίς να τα έχουν μέχρι τώρα δηλώσει στην ελληνική εφορία.

Η μοναδική επιβάρυνση όσων εισάγουν στην Ελλάδα χρήματα που έχουν στο εξωτερικό (εφόσον βεβαίως επιθυμούν την φορολογική «αμνηστία»), είναι να καταβάλουν στο κράτος εφάπαξ ποσό 5% επί του ποσού που φέρνουν στην Ελλάδα. Εάν μάλιστα το ποσό αυτό εντός δύο ετών από τότε που το φέρουν στην Ελλάδα το τοποθετήσουν σε αγορά ακινήτου στην Ελλάδα, ή σε αγορά τίτλων του ελληνικού δημοσίου, τότε το ελληνικό δημόσιο τους επιστρέφει το 2,5%.
Εάν κάποιος έχει χρήματα στο εξωτερικό και δεν έχει πρόβλημα με το πόθεν έσχες στην Ελλάδα, τότε βεβαίως μπορεί να τα εισάγει στην Ελλάδα χωρίς να καταβάλει το 5%.

Όταν κάποιος εισάγει στην Ελλάδα ποσό 100.000 ευρώ με το άρθρο 18, αποκτά φορολογική “αμνηστία” και απαλλαγή ελέγχου πόθεν έσχες για το ποσό αυτό, αφού όμως καταβάλει στο κράτος το 5%, ήτοι 5.000 ευρώ. Εάν ακολούθως με το εισαχθέν ποσό (δηλ. με τις 100.000 ευρώ) αγοράσει ένα ακίνητο στην Ελλάδα, τότε θα του επιστραφεί από το κράτος το 2,5%, δηλ. ποσό 2.500 ευρώ.

Ο νόμος ορίζει ότι όσοι έχουν κατατεθειμένα χρήματα σε τράπεζες του εξωτερικού και δεν τα φέρουν στην Ελλάδα εντός έξι μηνών από την ισχύ του Ν.3842/2010, υποχρεούνται να τα δηλώσουν στην ελληνική εφορία και να πληρώσουν φόρο 8% επί των κεφαλαίων τους. 

*Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Master of Laws. Emails:
bm-bioxoi@otenet.gr και ktimatologiolaw@yahoo.gr