H άθλια ζωή, στην περίοδο της νέας κατοχής, έχει ένα χαμένο είδωλο: το χρήμα. Να μεγαλώνεις τα παιδιά σου και να τα παραμυθιάζεις για χρήματα. Φρίκη. Να μιλάς δύσκολα, για τη δυσκολία να έχεις χρήματα, αφού στη Νομισματική εποχή δεν υπάρχουν νομίσματα, δεν υπάρχουν δώρα, δεν υπάρχουν υπερωρίες, δεν υπάρχουν εργασιακές σχέσεις, δεν υπάρχουν καν σχέσεις. Κατακρεουργημένοι μισθοί μόνο υπάρχουν κι η ανεργία κι οι άνεργοι χτυπάν τις πόρτες.

Οι συγκοινωνίες υπολειτουργούν, τα λεωφορεία δεν βγαίνουν στους δρόμους γιατί οι οδηγοί δεν πληρώθηκαν, το μετρό απεργεί, οι ταξιτζήδες έχουν γίνει νόμος, δυσαρεστημένοι κι αυτοί. Τριτοκοσμική κατάσταση, φασαρία στις ουρές, το ρεύμα κόβεται, τα ασανσέρ σταματούν, το νερό τρέχει βρώμικο από τη βρύση, με χώμα μέσα, κι η ΕΥΔΑΠ σφυρίζει χαρούμενα καθώς κάνει έργα στη διασταύρωση Αχαρνών και Αφγανιστάν. Τα Νοσοκομεία δεν έχουν γάζες, οι γιατροί διαμαρτύρονται -οι πολλοί επιστήμονες που είχαν συνηθίσει στα φακελάκια είναι θυμωμένοι, γιατί ο λαός δεν είναι πια χουβαρντάς να τους χαρτζηλικώνει, ενώ οι Ολίγοι έντιμοι της Υγείας, κάθονται μελαγχολικοί στη γωνιά τους, κρατώντας σφιχτά κάνα κινίνο στο χέρι. Έφυγε κι ο Πέκοβιτς, δεν είχαν οι Γιαννακοπουλαίοι να του δώσουν τα 13 εκατομμυριάκια που θα του σκάσουν οι Αμερικανοί του Εν Μπι Έι, ανέβηκε βλέπετε και η εφορία των (ξένων) καλοθοσφαιριστών μας.

 Όλοι φορολογούνται πλέον άγρια, μικροί, μεσαίοι αλλά δεν υπάρχουν πια εισοδήματα να δηλωθούν και μόνο αυτός που έχει ένα σκάφος δέκα μέτρα παραγγέλνει καλύτερο, αντί να τού το κόψουν στη μέση. Αντί να κατάσχονται τα θηριώδη τζιπ, είτε είναι «νόμιμα», είτε παράνομα, κατάσχονται τσίχλες, μολύβια και καραμέλες από τα Ψιλικατζίδικα. Δεν υπάρχουν λεφτά για να πληρωθούν οι ξένες γυναίκες (λέει η είδηση), που φροντίζουν τους ηλικιωμένους, και τα παιδιά αναγκάζονται να βάλουν τα γερόντια σε Οίκους Ευγηρίας, με ψεύτικα ονόματα για να μη πληρώσουν. Οι δε Οίκοι ανήμποροι και χωρίς πόρους τους εγκαταλείπουν στα πάρκα να λιάζονται. Αν μπορούσαν να τους κάνουν ευθανασία ή να τους κάνουν σαπούνι …ευχαρίστως. Άλλωστε τις προάλλες βρέθηκε πτώμα τσιμεντωμένο σε μπανιέρα!

Δεν υπάρχουν λεφτά για να παίξεις προπό, για να πάρεις κουδουνίστρα στο μωρό σου, για να πληρώσεις το νοίκι και ν’ αγοράσεις μια καλή κουβέντα.
Κοτσονάτες κυρίες σε κεντρικό ζαχαροπλαστείο στο Κολωνάκι ογδόντα Μαΐων και βάλε σχολιάζουν θυμωμένες την κατάσταση:

– Στις επόμενες εκλογές θα ρίξω λευκό, λέει η μία.

– Τι λες χρυσή μου; της απαντάει η άλλη. Δεν ξέρεις ότι το λευκό πάει στο πρώτο κόμμα; Αποχή καλή μου, αποχή.

– Μαύρο, θα ρίξω, άκου «λευκό»! λέει η τρίτη.

Αντίθετα, στον Άγιο Παντελεήμονα νεκροθάφτες και εύσαρκοι μικροϊδιοκτήτες θέλουν να δείρουν τους ξένους και τάχουν με την Αστυνομία που δεν τους εξαφανίζει. Φαίνεται ότι οι ξένοι προκάλεσαν την κρίση κι έφεραν το Νομισματικό Ταμείο, που μας κάθισε στο σβέρκο και πίνει το αίμα μας με καλαμάκι.

Σ’ έναν κόσμο λοιπόν σε ύφεση, σε μιζέρια, σε μερική αναισθησία, με χαμηλά αντανακλαστικά, σε μια μισοπεθαμένη κοινωνία απάθειας και ατομισμού, διαμεσολάβησης και εκμετάλλευσης, της Τζούλιας, των Άκηδων και των Καρακαταφερτζήδων, αν είναι να σωθεί ο κόσμος θα σωθεί μόνο από τους ανυπότακτους. Και θέλω το παιδί μου ανυπότακτο. Θέλω το παιδί μου να γίνει αντιεξουσιαστής, όχι Γιωργάκης. Να δίνει νέα σημασία στις λέξεις, τις οποίες ξεφτίλισαν άσπλαχνοι πολιτικάντηδες. Να μην είναι φυτό, ούτε μπουνταλάς συνδικαλιστής. Να αμφισβητεί και να απορρυθμίζει τους χρόνους της καθημερινότητας και να δημιουργεί πεδία ανατρεπτικά και πεδία αλληλεγγύης. Να αγωνίζεται και να απεργεί γενικευμένα, ξεφεύγοντας από πατροπαράδοτες συντεχνιακές πρακτικές και λογικές.

Να είναι διαφορετικό (από μένα που συμβιβάστηκα). Να είναι στην πρώτη γραμμή του αγώνα, όχι απλά για την επιβίωση, αλλά μπροστά στον αγώνα για την ίδια τη ζωή. Γιατί δεν μπορεί να είναι… λευκό κελί η ζωή. Η Ζωή είναι ογδόντα χρονώ μανταμίτσα στη Δεξαμενή και ρίχνει μαύρο κι από πάνω κόκκινο να δέσει. Όπως το ατσάλι, που λέγανε παλιά. (Ενώ επέρχεται η επαναστατική εποχή της Αποχής κι άλλων διαδικασιών (δι)α-κυβέρνησης, ουχί ηλεκτρονικής).