Ο ένας από τους τρεις τύπους διαθήκης στην Ελλάδα είναι η ιδιόγραφη διαθήκη. Οι άλλοι δύο είναι η δημόσια διαθήκη, που συντάσσεται σε συμβολαιογράφο και η μυστική διαθήκη, η οποία συντάσσεται μεν από τον διαθέτη, παραδίδεται όμως σε συμβολαιογράφο για φύλαξη.

Η ιδιόγραφη διαθήκη πρέπει να συνταχθεί, δηλαδή να γραφεί ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, να έχει ακριβή χρονολογία και να υπογραφεί από τον διαθέτη στο τέλος του ιδιογράφου κειμένου της διαθήκης.

Ειδικώς για την υπογραφή του διαθέτη ορίζεται σαφώς ότι πρέπει και αυτή, όπως ολόκληρο το περιεχόμενο της ιδιογράφου, να τίθεται με το χέρι του ιδίου του διαθέτη στο τέλος της διαθήκης, ώστε να καλύπτει με το κύρος της ολόκληρο το περιεχόμενο της διαθήκης και να σημαίνει το πέρας αυτής.
Εάν η υπογραφή τεθεί όχι στο τέλος, αλλά στην αρχή ή στο μέσον του περιεχομένου της διαθήκης, δεν πληροί τους όρους του νόμου και καθιστά άκυρη όλη την διαθήκη, εκτός εν το μέχρι την υπογραφή τμήμα της διαθήκης είναι αυτοτελές, οπότε άκυρο είναι μόνο το μετά την υπογραφή πρόσθετο τμήμα της διαθήκης.
Αυτά έκρινε ο Άρειος Πάγος στην υπ’ αριθ. 1131/2009 απόφασή του (Γ’ Τμήμα), σε υπόθεση σχετικώς με ιδιόγραφη διαθήκη, η οποία ήταν υπογεγραμμένη από τον διαθέτη όχι στο τέλος του κειμένου αυτής, όπως είναι το ορθό, αλλά στο μέσον αυτής.

Το Δικαστήριο πρωτοδίκως θεώρησε ολόκληρη την διαθήκη άκυρη εξαιτίας του γεγονότος ότι το κείμενο αυτής δεν ήταν υπογεγραμμένο στο τέλος του. Ωστόσο, το Εφετείο, στο οποίο προσέφυγαν οι ηττηθέντες πρωτοδίκως διάδικοι, τους δικαίωσε.

Έκρινε δηλαδή το Εφετείο ότι το χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης ιδιογράφου διαθήκης ότι δεν έφερε την υπογραφή του διαθέτη στο τέλος του κειμένου της, αλλά στο μέσον, δηλαδή όχι στο τέλος της δεύτερης σελίδας, αλλά στο τέλος της πρώτης σελίδα της διαθήκης, δεν καθιστά άκυρη ολόκληρη την διαθήκη, αλλά μόνο το τμήμα της που γράφεται μετά την υπογραφή του διαθέτη. Είναι επομένως έγκυρη η πρώτη σελίδα της διαθήκης, ενώ η δεύτερη σελίδα αυτής είναι άκυρη.
Για να γίνει δεκτό ότι μία ιδιόγραφη διαθήκη μπορεί να είναι έγκυρη εν μέρει, μόνο δηλαδή στο μέχρι την υπογραφή τμήμα της, πρέπει αυτό το τμήμα να έχει μία αυτοτέλεια και να μπορεί να αποτελέσει λογικά τμήμα διαθήκης με διατάξεις που έχουν νοηματική και νομική ενότητα.

Στην προκειμένη υπόθεση, ο διαθέτης με την πρώτη σελίδα της διαθήκης του άφηνε ορισμένα περιουσιακά του στοιχεία (ακίνητα) στις τρεις θυγατέρες του, ενώ στην δεύτερη σελίδα άφηνε άλλα περιουσιακά στοιχεία στην σύζυγο και στις θυγατέρες του.

Ο Άρειος Πάγος επικύρωσε την ορθότητα της αποφάσεως του Εφετείου, κρίνοντας ότι το τμήμα της ιδιογράφου διαθήκης που καλύπτεται από την υπογραφή του διαθέτη, είναι έγκυρο, ενώ το μετά την υπογραφή μέρος της διαθήκης είναι άκυρο.

Σε μία τέτοια περίπτωση, εάν ο διαθέτης έχει στην κυριότητά του π.χ. έξι ακίνητα και με το έγκυρο τμήμα της διαθήκης του αφήνει τέσσερα ακίνητα σε συγκεκριμένους κληρονόμους, ενώ με το υπόλοιπο τμήμα της διαθήκης του, το οποίο είναι άκυρο, διαθέτει και τα υπόλοιπα δύο περιουσιακά του στοιχεία, ως προς τα τέσσερα πρώτα ακίνητα εφαρμόζεται η διαθήκη. Ως προς τα λοιπά δύο ακίνητα ισχύει η εξ αδιαθέτου διαδοχή, δηλαδή θεωρείται ότι η διαθήκη δεν τα ανέφερε καθόλου και τα κληρονομούν οι εγγύτεροι συγγενείς του διαθέτη κατά τα ποσοστά που προβλέπει ο νόμος, ως εάν για αυτά τα δύο δεν υπήρχε διαθήκη. 


* Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Master of Laws. E-mail: bm-bioxoi@otenet.gr ktimatologiolaw@yahoo.gr