Το ρήμα σκέπτομαι είναι ένα πολύ δόκιμο, περιεκτικό και πολύ εκφραστικό γλωσσικό εργαλείο. Η πρώτη του σημασία είναι παρατηρώ. Για να παρατηρείς, όμως, χρειάζεσαι μάτια και η έννοια του αναζητώ με το βλέμμα και συλλαμβάνω με αυτό. Η νοηματική αυτή σύλληψη είναι εναργέστερη από το απλό βλέπω. Εξ ου και η πολύ προτρεπτική φράση μας «Σκέψου καλά!». Δηλαδή, να ερευνήσεις το θέμα και, αφού το παρατηρήσεις και το εξετάσεις καλά και το συλλογιστείς, τότε μόνο, μετά από αυτή την προσπάθεια να αποφασίσεις αναλόγως. Έτσι φαίνεται η κλιμακωτή ερευνητική ματιά: κοιτώ, βλέπω, ορώ και μετά έρχεται το σκέπτομαι, μετά από όλες τις παρατηρήσεις.

Το ίδιο ρήμα έχει και διάφορες εσωτερικές έννοιες που το κάνουν με ένα όντως διορατικό περιεχόμενο. Σκέπτομαι σημαίνει και σκοπεύω, όπως «σκοπεύω να πάω φέτος στην Ελλάδα». Σκέπτομαι σημαίνει και βρίσκω κάτι με τη σκέψη μου όπως: «Κάτι θα σκεφτούμε μέχρι τότε». Λέμε επίσης: «σκέψου το μέλλον σου». Ή, ακόμη, όταν φέρνω κάτι στη μνήμη μου: «σκέφτομαι τα χρόνια που πέρασαν». Επίσης, παροτρύνουμε κάποιον να σκεφτεί: «σκέψου να κέρδιζες ένα εκατομμύριο δολλάρια!». Ή, όταν μένει κάποιος έκπληκτος και άφωνος από κάτι: «Για σκέψου τι θα γινόταν εάν έτρεχες με 100 χλμ. την ώρα!». Ακόμα, όταν προβληματιζόμαστε για κάτι λέμε: «Σκέφτομαι να αλλάξω δουλειά». Όλες αυτές τις νοηματικές εκδοχές τις χρησιμοποιούμε με αυτό το πολυσήμαντο ρήμα.

Το ρήμα «σκέπτομαι» η Γραμματική το ονομάζει καταχρηστικώς αποθετικό, δηλ. απέθετο/απέβαλε την ενεργητική φωνή ως σκέπτω. Δεν είχε ποτέ αυτή τη φωνή όπως το έρχομαι δεν ήταν ποτέ έρχω, ούτε μεταχειρίζω, αλλά μεταχειρίζομαι. Το ίδιο τα δέχομαι, αισθάνομαι, εκμεταλλεύομαι και πολλά άλλα. Τα ρήματα αυτά είναι πλούσια σε παραγωγή άλλων λέξεων. Από τα σκέπτομαι έγιναν και οι λέξεις: σκέψη, περίσκεψη, σκοπός, σκοπιά, σκεπτέον και άλλα. Γέννησε και ένα άλλο ρήμα το σκοπέω και από εδώ έχουμε: σκοπεύω, σκόπελος, ανασκόπηση, σκόπιμα και άλλα πολλά.

Στα Αγγλικά το ρήμα γέννησε μια σωρεία λέξεων, αφού πρώτα μπήκε στα Λατινικά ως specio και τα λεξικά το τονίζουν from Greek σκέπτομαι = to look at. Αυτό ακριβώς σημαίνει το σκοπέω = βλέπω σε κάποιο πράγμα. Αυτό σημαίνουν όλες οι παρακάτω λέξεις από την ελληνική γλώσσα: aspect=άποψη, inspect=επιθεωρώ, perspective=διορατικότητα, prospect=προοπτική, speciment=δείγμα (κάτι που βλέπω), sceptic=σκεπτικός (με όλη τη φιλοσοφική σχολή του σκεπτικισμού) =scepticism, (το ορθογραφούν και ως skeptic όπου το k=c), spectator είναι ο θεατής, και πάρα-πάρα πολλά άλλα, τα οποία θα γίνουν θέμα για τη στήλη «ο γλωσσικός ελληνισμός της Αγγλικής». 

Σήμερα, όμως, στη στήλη «Γλωσσικά», θα ήθελα να τονίσω την παραφθορά που γίνεται και ακούγεται μάλλον συχνά τελευταίως από το ρήμα σκέπτομαι και σκέφτομαι σε… σκεύομαι.! Αν το πούμε έτσι, τότε ξεφεύγουμε από το θέμα του ρήματος και μπαίνουμε σε ένα δύσβατο επίπεδο, γιατί φεύγουμε από τη μήτρα/θέμα του ρήματος «σκέπτο…» και η παραγωγή νέων λέξεων γίνεται δυσκολότερη. Το θέμα «σκευ…» μάς παραπέμπει στη ρίζα του ονόματος σκεύος, με τη δική του οικογένεια όπως: σκευοφόρος, σκευοφύλακας κ.λπ. Φαίνεται ότι μερικοί προτιμούν την ευκολότερη εκφορά τού σκέπτομαι σε… σκεύομαι. Φαίνεται, επίσης, ότι η τάση αυτή είναι… κολλητική. Πώς το προφέρουν οι συνομιλητές σας; Σκεύομαι, σκεύεσαι, σκεύεται, σκευόμαστε κ.λπ.;

Τι λένε οι γλωσσολόγοι για τέτοιες περιπτώσεις; Απάντησή τους; «Δεν είναι σωστό, αλλά ούτε και λάθος είναι». Οι γλωσσολόγοι δεν κάνουν τη γλώσσα, ούτε βγάζουν κανόνες να ακολουθούν όλοι. Αυτοί καταγράφουν ό,τι λέει ο λαός και έτσι βγαίνουν οι κανόνες. Αν 60 με 70% από τους χρήστες το πουν σκεύομαι, τότε καθιερώνεται ως σωστό. Από την άλλη πλευρά όμως όποιος ενήμερος χρήστης γνωρίζει όλα τα πλεονεκτήματα του σκέπτομαι όπως αναφέρθηκαν παραπάνω, ποτέ δεν θα πει σκεύομαι, αλλά μόνο σκέπτομαι ή και σκέφτομαι και όποιος σέβεται την Ελληνική γλώσσα θα ακολουθήσει αυτό το σκεπτικό. Το «σκεύομαι» θα το πουν μάλλον οι ανίδεοι οι οποίοι είναι επιπόλαιοι και χαρακτηρίζονται από απερισκεψία για το κοινό μας επικοινωνιακό όργανο που είναι η Ελληνική μας γλώσσα που πρέπει να χρησιμοποιούμε με σύνεση και σοβαρότητα!