Πάντα περαστικός ήμουν από το νησί. Πάντα με ένα πλεούμενο έφτανα ώς το λιμάνι, ποτέ πιο μέσα. Πρώτη φορά πριν από πολλά χρόνια με το θείο μου τον Κώστα ήρθαμε με ένα μεγάλο καΐκι να αγοράσουμε μια άγκυρα. Κοιτούσα το χωριό και το Μπούρτζι και προσπαθούσα να θυμηθώ αυτά που είχα διαβάσει. Γιατί το νησί το γνώριζα πολύ. Δεν έχει συμβεί με κανένα άλλο ελληνικό νησί αυτό. Να το ξέρω τόσο καλά μόνο από τα βιβλία. Είχα λοιπόν ταξιδέψει στη Σκιάθο μυριάδες φορές σαράντα χρόνια τώρα μέσα από τις σελίδες του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Επιτέλους αξιώθηκα να δω το νησί του εκ του πλησίον.

Φτάσαμε πρωί αλλά η ζέστη φούντωνε. Ψάξαμε ζαβλακωμένοι για έναν αξιοπρεπή καφέ φρέντο. Δεν είναι δύσκολο να βρεις τέτοιο στη Σκιάθο. Αμέτρητα μοδάτα καφέ πλημμυρίζουν το Παλιό Λιμάνι, μαζί με μαγαζιά ων ουκ έστι αριθμός, ντυμένα στα χρώματα του τουριστικού ελληνικού καλοκαιριού. «Όλα στη Σκιάθο έχουν αναπτυχθεί γύρω από τον τουρισμό», τονίζει ο δήμαρχος Σκιάθου Νίκος Πλωμαρίτης, δηλώνοντας ξεκάθαρα ποια είναι η οικονομική δύναμη των 10.000 περίπου μόνιμων κατοίκων του νησιού (οι οποίοι συνεχώς αυξάνονται). «Τα πρώτα χρόνια ο τουρισμός ήταν φιλοξενία, αθωότητα. Σήμερα είναι επαγγελματική σχέση», λέει ο δήμαρχος. «Ο αληθινός Σκιαθίτης χάνεται μέσα στην παγκοσμιοποίηση του τουρισμού». Μα είναι τόσο πολύ ανεπτυγμένο το νησί; «Στη Σκιάθο υπάρχει το 75% των κλινών του Νομού Μαγνησίας και το 55% των κλινών όλης της Θεσσαλίας!». Η ανάπτυξη έφερε και την υπερβολική δόμηση, την οποία ο δήμος προσπαθεί να φρενάρει με τη σύνταξη Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου. «Να περιορίσουμε την καταπάτηση του τσιμέντου στο περιβάλλον».

Παρατηρούμε για λίγο κάτι υπέρκομψες δεσποινίδες που βολτάρουν στο Παλιό Λιμάνι μπαινοβγαίνοντας στα καλά μαγαζιά. Αναμφίβολα η Σκιάθος είναι το πιο κοσμοπολίτικο νησί από τις Σποράδες. «Όμως ο κοσμοπολιτισμός του δεν έχει σχέση με Μύκονο και τέτοια. Είναι πιο ήσυχα. Ενα διακριτικό καταφύγιο εύπορων και επώνυμων ανθρώπων που εδώ μπορούν να κινηθούν άνετα», σημειώνει ο δήμαρχος απαριθμώντας προσωπικότητες που περνούν τα καλοκαίρια τους στις βίλες στο Καλαμάκι και στις αραγμένες θαλαμηγούς στην Πούντα και τον Τσουγκριά. Η πόλη της Σκιάθου είναι κι αυτή πολύ νόστιμη. Τα δρομάκια της έχουν γραφικές γωνιές, οι αυλίτσες είναι γεμάτες μπουκαμβίλιες και γεράνια, όμως ο παλιός παραδοσιακός οικισμός έχει τις στάμπες της «ακμής», με λίγα τσιμεντένια αταίριαστα κουτιά. Δεν πειράζει. Οι Πλάκες μάς αποζημιώνουν. Είναι η πιο γραφική γειτονιά του νησιού. Πιο κάτω θα δροσιστούμε στην παχιά σκιά των πεύκων στην πλατεία του Αηγιαννάκη. Εδώ ήταν το πιο παλιό κομμάτι του οικισμού. Η πόλη είναι χτισμένη πάνω στη θέση της αρχαίας Σκιάθου, από την οποία ελάχιστα σώθηκαν. Το πευκοφυτεμένο Μπούρτζι απέναντι ήταν βενετσιάνικο κάστρο του 1270, το οποίο κατεδάφισε ο Μοροζίνι το 1660 όταν έδιωξε τους Τούρκους από τη Σκιάθο. Η παλιά πόλη εγκαταλείφθηκε το Μεσαίωνα όταν δημιουργήθηκε το Κάστρο, στα βόρεια του νησιού.

 «Το 1790 ήρθαν εδώ πρόσφυγες από τη Λίμνη Ευβοίας με την εικόνα της Παναγίας τους και έχτισαν την εκκλησία της Παναγίας της Λιμνιάς», μου λέει ο παπα-Γιάννης, ο εφημέριος του ναού. Οι Λημνιοί ξαναζωντάνεψαν τον εγκαταλελειμμένο οικισμό, αλλά όταν άρχισε η Επανάσταση του 1821 τα μάζεψαν και κλείστηκαν κι αυτοί στο Κάστρο για να γλιτώσουν. Από το 1829 ξεκινάει η επιστροφή όλων των Σκιαθιτών στην παλιά πόλη, η οποία ακμάζει. Οι περισσότεροι θα γίνουν ναυτικοί και θα φέρουν αρκετά χρήματα στη γενέθλια γη τους. Η καπετάνισσα κυρία Μαρία Παρίση μάς κερνάει παστοκύδωνο στο σπιτάκι της στις Πλάκες. «Τέτοιο κέρασε ο Παπαδιαμάντης τούς προεστούς που ήρθαν να τον δουν κάποτε», λέει.

Μεγάλα παλιά καΐκια με πολύχρωμα σιρίτια αργοκουνιούνται δεμένα στο λιμάνι μπροστά στο Μπούρτζι. Όλα έχουν μετατραπεί σε τουριστικά και κάνουν εκδρομές. Διατηρείται πάνω τους όμως η μνήμη της σκιαθίτικης ναυπηγικής. Στο νησί υπήρχαν μεγάλοι ταρσανάδες στους υπήνεμους νότιους όρμους γύρω από την πόλη, στο Γλυφονέρι, στου Σίφερι, στην Αμμουδιά, στην Ταλιάγρια, όπου οι Σκιαθίτες έφτιαχναν καΐκια χρησιμοποιώντας το άφθονο ξύλο από τους μεγάλους πευκώνες του νησιού. Ο παπα-Γιώργης Σταματάς μού δείχνει μερικά καραβάκια που συνεχίζουν να κατασκευάζουν πια παλιοί καραβομαραγκοί. Ο παπα-Γιώργης είναι ο εφημέριος των Τριών Ιεραρχών. «Ηταν η ενορία του Παπαδιαμάντη και του Μωραϊτίδη», μου αναφέρει και μου δείχνει τη συλλογή με τις εξαιρετικές εικόνες, φερμένες από τις εκκλησίες του Κάστρου. Για κάθε εικόνα μού αναφέρει και σε ποιο διήγημα του Παπαδιαμάντη περιγράφεται: η Παναγιά Μεγαλομάτα στα «Κρούσματα», ο Τίμιος Πρόδρομος στον «Λαμπριάτικο Ψάλτη»… «Υπάρχει ακόμη η σκιά του κυρ Αλέξανδρου;», τον ρωτώ. «Εγώ και πολλοί άλλοι νιώθουμε την παρουσία του. Αν έρθει κάποιος στο νησί και ψάξει, θα βρει και τον Παπαδιαμάντη και τον Μωραϊτίδη…», απαντάει με χαμόγελο. Το πιστεύω.

ΔΥΟ ΝΗΣΙΑ ΣΕ ΕΝΑ
  
Η πιτσιρικαρία έχει τρελαθεί στις βουτιές μπροστά από τα βράχια στο Μπούρτζι. Τα αεροπλάνα προσγειώνονται θαρρείς πάνω από το κεφάλι τους. Είναι το μοναδικό νησί των Σποράδων που έχει αεροδρόμιο. Το καλοκαίρι πραγματοποιούνται πάνω από 50 πτήσεις την εβδομάδα. Όλο το νότιο κομμάτι του νησιού είναι η «παιδική χαρά» της τουριστικής ανάπτυξης. Μεγάλα ξενοδοχεία και τα λοιπά συμπαρομαρτούντα του τουρισμού -ταβέρνες, μίνι μάρκετ, μαγαζάκια, ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες- κατακλύζουν το χώρο γύρω από τις μεγάλες δημοφιλείς αμμουδιές της Αγίας Παρασκευής, του Βασιλιά, των Κουκουναριών.
Οι πρώτοι τουρίστες ήρθαν γύρω στο 1954 και ήταν Γερμανοί. Από τα μέσα του ’60 ξεκίνησε διακριτικά η ανάπτυξη του νησιού. «Σταθμός θεωρείται η δημιουργία στα τέλη του ’60 δύο μεγάλων μονάδων: του Σκιάθος Παλλάς από τον Τάκη Δερβένη και του Εσπερίδες από τον Απόστολο Ξενάκη. Είναι αυτοί που έστρωσαν το τραπέζι του τουρισμού για όλους», μου έλεγε εμφατικά ο δήμαρχος νωρίτερα.

Οδηγώντας στη διαδρομή από την πόλη ώς τις περιλάλητες Κουκουναριές και τις γειτονικές αμμουδιές, νομίζεις πως η Σκιάθος είναι μόνο ένα φουλ ανεπτυγμένο τουριστικό νησί. Αρκεί όμως να κάνεις ένα βήμα για να δεις ότι εδώ, στη Μέκκα του τουρισμού των Σποράδων, υπάρχει ένα δεύτερο νησί, μια άλλη Σκιάθος, η Σκιάθος των Σκιαθιτών, οι οποίοι εκτός από πλούτο τα καλοκαίρια, παράγουν πολιτισμό όλο το χρόνο. «Ανέκαθεν υπήρχε πολιτιστική κίνηση στο νησί», τονίζει ο διευθυντής της Χορωδίας Σκιάθου Στάθης Αρβανίτης. «Ο τουρισμός δεν τη φρέναρε. Αγαπούν πολύ τη μουσική στο νησί. Πας σε ένα τσιπουράδικο και τους βλέπεις να τσακώνονται για το ποιος φαλτσάρει στο τραγούδι, και ας είναι πιωμένοι». «Στο νησί υπάρχουν πάνω από 40 ζωγράφοι», μας ενημερώνει η Βρετανίδα ζωγράφος Ιβόν Αγιούμπ, πίνοντας καφέ κάτω από το φως του ελαιώνα στο ατελιέ της στον Κολιό, όπου ζωγραφίζει τη σκιαθίτικη Φύση για 32 χρόνια. «Υπάρχει μια μικρή καλλιτεχνική κοινότητα». Η οποία συναντήθηκε για πρώτη φορά πέρυσι, που ο δήμος διοργάνωσε μια έκθεση ζωγραφικής. «Μας επηρεάζει και μας εμπνέει το τρομερό περιβάλλον του νησιού. Εχουμε επηρεαστεί και από την παπαδιαμαντική παράδοση, από την ταπεινότητα και την απλότητα», σημειώνει η Δέσποινα Μιτζέλου, εκ των διοργανωτών της έκθεσης, ζωγράφος και η ίδια.

Σουρουπώνει και απόψε έχει αγρυπνία στο εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη των Πασχαλαίων. Είναι κρυμμένο μέσα στα δάση και τις σκεπασμένες με σκίνα και πουρνάρια πλαγιές. Κόσμος έρχεται μέσα από σκονισμένους χωματόδρομους, κάθονται όλοι στα πέτρινα πεζούλια γύρω από το εκκλησάκι του 1905, οι πικροδάφνες φουντωμένες στολίζουν τους ασβεστωμένους τοίχους, ο παπα-Γιάννης κόβει σε μπουκιές τα πρόσφορα, γυναίκες ετοιμάζουν στοίβες τα κεριά. Όλοι χαρούμενοι μπαίνουν με το «Ευλογητός» στο εκκλησάκι. Αργότερα θα πέσει η νύχτα, θα γίνει διάλειμμα, θα μοιραστούν τσίπουρα και τυρόπιτες. Μυρίζει νυχτολούλουδο και λιβάνι.

Η αγρυπνία θα συνεχιστεί. Νιώθω ότι ο Παπαδιαμάντης θα χαμογελάει πίσω από κάποιο στασίδι… Το νιώθω με βεβαιότητα.

Ο ΙΣΚΙΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Οδηγούμε μέσα στα σκιαθίτικα τοπία και καταλαβαίνω συνεχώς ότι τα ξέρω. Να η κορφή της Καραφλυτζανάκας, ο Μικρός Ασέληνος, η Κεχριά, τα Καμπιά με τους τελευταίους βοσκούς. Βράζουν σήμερα μυζήθρες. Ο δρόμος με τις στροφές μάς ανεβάζει ψηλά, η θέα στην πόλη και το μικρό σκιαθίτικο αρχιπέλαγος με τις βραχονησίδες είναι περίφημη. Σταματάμε στη Μονή Ευαγγελίστριας. Ιστορικός τόπος, πολύ σημαντικός. «Εδώ έγινε η σύναξη 1.400 Ελλήνων οπλαρχηγών το 1807. Ο τότε ηγούμενος Νήφων παρουσίασε για πρώτη φορά την ελληνική σημαία, τη γαλανόλευκη με το σταυρό. Η Μονή αποφάσισε να στηρίξει τον Αγώνα και να συντηρεί το στόλο. Κάθε μέρα έφτιαχνε 2.000 μερίδες φαγητό και 2.000 καρβέλια ψωμί», μας εξιστορεί ο πάτερ Άγγελος Λύσαρης, ηγούμενος της Μονής.

Κολλυβάδες μοναχοί ήρθαν εδώ το 1794 και έφτιαξαν μοναστήρι. Οι Κολλυβάδες ήταν μια ομάδα μοναχών που έφυγαν από το Αγιον Ορος τον 18ο αιώνα, διαφωνώντας σε λειτουργικά θέματα με τους άλλους καλόγερους. Ηθελαν να μείνουν πιστοί στις αρχαίες παραδόσεις της εκκλησίας. Η παρουσία τους στο νησί σφράγισε πνευματικά τη σκιαθίτικη κοινωνία. Το καθολικό είναι αριστούργημα και η αναστήλωση του μοναστηριού περίφημη (αρωγός και ευεργέτης της Μονής είναι ο εφοπλιστής Ανδρέας Ποταμιάνος). Περιδιαβάζουμε το μοναδικό Μουσείο Μουσικών Οργάνων και τα υπόλοιπα μουσεία με τα κειμήλια της Μονής, τη Συλλογή Ποταμιάνου με τις images d’ Epinal, το μικρό Λαογραφικό, στα υπόγεια και τους πελώριους φούρνους που μυρίζουν υγρασία. Φεύγοντας πίνουμε ένα ποτήρι Αλυπιακό, το κρασί της Μονής (είναι το μοναδικό εμφιαλωμένο κρασί στις Σποράδες σήμερα!).

«Είναι το κρασί που μνημονεύει ο Παπαδιαμάντης», τονίζει ο πατέρας. Κι εδώ ο Παπαδιαμάντης. «Αισθάνομαι την πνοή του και την πνοή όλων των Κολλυβάδων πατέρων», λέει. Σημειωτέον ότι συνεχίζεται ακόμη και σήμερα η κολλυβάδικη παράδοση στη Σκιάθο όσον αφορά το λειτουργικό των εκκλησιών, τις αγρυπνίες κ.λπ.
Οι δρόμοι μάς οδηγούν στο βόρειο κομμάτι του νησιού: μια άλλη Σκιάθος, κυριολεκτικά ανέγγιχτη από τον τουρισμό. Κατηφορίζουμε μέσα σε πυκνή βλάστηση και με ένα σύντομο μονοπάτι φτάνουμε στο Κάστρο. Τι εικόνα! Πάνω στον θαλασσόπληκτο και ανεμόδαρτο βράχο, στην άκρη του νησιού και καταμέτωπα στο αχανές πέλαγος, βρίσκονται τα λείψανα της μεσαιωνικής Σκιάθου. Το Κάστρο φτιάχτηκε στα μέσα του 14ου αιώνα όταν οι πειρατικές επιδρομές έδιωξαν τους Σκιαθίτες από την αρχαία πόλη. Και ήρθαν εδώ, σε μια αετοφωλιά, σε ένα φυσικό οχυρό να ζήσουν. Και εδώ τους ρήμαξαν όμως. Αρχικά οι Ενετοί, μετά ο Μπαρμπαρόσα, αργότερα πειρατές, πάλι οι Ενετοί, ληστές και κλέφτες κάθε λογής.

Η ζωή στο Κάστρο ήταν δύσκολη και μαρτυρική. Θυμάμαι το διήγημα «Φτωχός Άγιος». Θυμάμαι το «Ρεμβασμό του Δεκαπενταύγουστου», τα «Μαύρα Κούτσουρα», το «Χαραμάδο». Θυμάμαι… Πιάνω τον εαυτό μου όλο να θυμάται. Περπατάμε ώς την άκρη του γκρεμού, δίπλα από τις εκκλησούλες: όλα είναι καθαρά και περιποιημένα από τον Σύλλογο Φίλων του Κάστρου. Κάποιοι Σκιαθίτες έχουν κι άλλες προτεραιότητες εκτός από τον τουρισμό…

Αγέρας σφυρίζει στο κανόνι της Αναγκιάς, καθώς η μέρα τελειώνει. Ορκίζομαι να ξανάρθω, κυρ Αλέξανδρε, για να κάνω ένα αληθινό φιλολογικό ταξίδι στη Σκιάθο. Να ταξιδέψω αλλιώς στην «πολύπευκον και πολύκορφον» νήσο σου. Να σε ξαναδιαβάσω στο πεζούλι της Αγίας Πρέκλας και στην Παναγία Ντουμάν και να θυμηθώ το στίχο που έγραψε ο Μαλακάσης: «Ο κάθε στοχασμός σου ασμάτων άσμα στον κόσμο τον δικό σου κόσμος το κάθε πλάσμα». Δεν έμαθα τίποτα καινούργιο στη Σκιάθο τελικά. Τα ήξερα όλα πριν έρθω…

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

Είναι ένα παπαδόσπιτο του 1860, λιτό και ταπεινό, όπως ακριβώς ήταν και η ζωή του Σκιαθίτη λογοτέχνη. Έχει αντικείμενα της οικογένειάς του και πολλά από αυτά που χρησιμοποιούσε ο ίδιος. Στο σπίτι αυτό πέθανε ο Παπαδιαμάντης στις 3/1/1911, μια μέρα μετά τη βράβευσή του για το έργο του. Πρέπει να πάτε οπωσδήποτε για να δείτε το μεγαλείο της πιο ταπεινής ζωής, φόρο τιμής στον Αγιο της ελληνικής λογοτεχνίας. Στο ισόγειο, στο παλιό κατώι, υπάρχει και μια πολύ ωραία βιβλιοθήκη – βιβλιοπωλείο με σπάνιες εκδόσεις για τον Παπαδιαμάντη και τη Σκιάθο.