Κι ας έρχονται ημερήσιοι επισκέπτες από τη γειτονική Μήλο, η Κίμωλος δεν αλλάζει το πρόγραμμά της. Όταν το Χωριό ξαποσταίνει το μεσημέρι, τα μαγαζιά κλείνουν. Όποιος θέλει να έρθει, καλώς να ορίσει! Για το Κάστρο της, τις παραλίες της, το Σκιάδι της.

Τα χρόνια περνούν πιο αργά στην Κίμωλο. Η μεγάλη μάζα του τουρισμού καθυστερεί να έρθει. Να γίνει τουριστική δεν το θέλει, να παγώσει το χρόνο δεν γίνεται. Οι φωνές με αίτημα την τουριστική ανάπτυξη πληθαίνουν και νέοι μικροί (και ποιοτικοί) ξενώνες εμφανίζονται. Να ακολουθήσει τα τουριστικά βήματα της κοντινής Φολέγανδρου;

«Αυτοί το χειμώνα δεν υπάρχουν. Τα φράγκα τα παίρνουν οι Αθηναίοι», τους απαξιώνουν οι Κιμώλιοι και πρότυπο να ακολουθήσουν δεν βρίσκουν. Το γεγονός ότι στη διασημότερη Μήλο δεν διαφημίζονται ως προορισμός, αλλά ως ημερήσια εκδρομή, δεν δείχνει να πτοεί τους Κιμωλίους. Άλλωστε, δεν τους έχουν και σε μεγάλη συμπάθεια. «Λαντζάρους» (φραντζόλες) τους αποκαλούν τους Μηλίους και εκείνοι με τη σειρά τους «σγαρίλια» (κοντόχοντρα βόδια) και απογόνους των πειρατών.

Ο ΕΦΟΠΛΙΣΤΗΣ ΦΟΥΡΝΑΡΗΣ

«Όταν πας στην Κίμωλο, να φας λαδένια», με είχαν προτρέψει όλοι. Μόλις πατώ λοιπόν το πόδι μου στο λιμανάκι της Ψάθης, αναζητώ το φούρνο. «Τράβα στου Βεντούρη, πάνω στο Χωριό», με παροτρύνει ένας ντόπιος που κρυφοκοιτάζει πίσω από τις αλμύρες ένα πολυτελές σκάφος να δένει. «Του Βεντούρη είναι», μου λέει εμπιστευτικά. Εντυπωσιασμένη από τον ζάπλουτο φούρναρη του νησιού και, καθώς το μοναδικό λεωφορείο έχει ήδη αναχωρήσει, αποφασίζω να διανύσω με τα πόδια τα δύο χιλιόμετρα δρόμου που με χωρίζουν από το Χωριό. Μέσα στα στενά του Χωριού, όπως ονομάζεται εδώ η Χώρα, εντοπίζω το φούρνο.

Η Μαρία Βεντούρη, αφού με κερνά μια περιποιημένη λαδένια, μου εμπιστεύεται τα μυστικά της τέχνης της «πίτσας του φτωχού», όπως αλλιώς ονομάζεται. «Ψωμί με προζύμι, ντομάτα και κρεμμύδια. Όχι πιπεριές, κάππαρη και τέτοια που βάζουν οι άλλοι!» Παραμάγειρας 7 χρόνια στα καράβια και 25 χρόνια φουρνάρισσα, μου εμπνέει απόλυτη εμπιστοσύνη. Το τηλέφωνο χτυπάει και κάποιος Βεντούρης ζητάει να του πάνε το ψωμί του, γιατί είναι αδιάθετος. Εκεί πλέον καταλαβαίνω ότι κάτι δεν πάει καλά. Η κυρία Μαρία μού εξηγεί ότι, χωρίς παρατσούκλι παλιότερα και χωρίς πατρώνυμο σήμερα, άκρη με τους Βεντούρηδες δεν βγάζεις! Προσφέρομαι να πάω το ψωμί στο σπίτι του κυρίου Ανδρέα Βεντούρη (του Κουταλιανού).

Η ΜΟΝΟΠΟΛΗ ΜΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΧΩΡΙΟ

Μη φανταστείτε ότι ο φούρνος του Βεντούρη είναι το μοναδικό μαγαζί του οικισμού. Η Κίμωλος ήταν ανέκαθεν μονόπολη και όλοι οι κάτοικοι ζουν αποκλειστικά στο Χωριό. Δύο φούρνοι, λοιπόν, πέντε μπακάλικα και δύο χασάπικα δουλεύουν χειμώνα-καλοκαίρι. Τα δρομάκια είναι φρεσκοασβεστωμένα με σχέδια, θαρρείς φτιαγμένα από χέρι παιδικό, και έρημα. Έχει μεσημεριάσει πια και τα μαγαζιά κλείνουν.

Ανοιχτό παραμένει μόνο το παλαιότερο καφενείο του νησιού: του Μποχώρη. Το καφενείο-παντοπωλείο με το τζουκ μποξ είναι σημείο αναφοράς για τους μεγαλύτερους άντρες του νησιού. «Τα απογεύματα μαζεύονται όλοι για πρέφα», μου λέει η κυρία Βασιλική (επίσης Βεντούρη), που μαγειρεύει μεζέδες στην κουζίνα. Δεν δυσκολεύομαι να βρω το σπίτι του κυρίου Ανδρέα. Ξεχωρίζει από τον μικρό μύλο που γυρίζει στην είσοδο. Μόλις προβάλω το κεφάλι μου στην αυλόπορτα, τον βλέπω να κάθεται ανάμεσα στους ιδιότυπους πίνακές του.

Ροζ κάδρα στολισμένα με εκατοντάδες κοχύλια. Είκοσι πέντε χρόνια φιλοτεχνεί τα έργα του, ένα αντίδοτο στη μοναξιά του αφότου έχασε την αγαπημένη του σύζυγο και αποφάσισε να επιστρέψει από τον Πειραιά, όπου έμενε, στην πατρίδα του. Το γαλάζιο σπίτι στο δρόμο για την Αλυκή είναι και αυτό δικό του δημιούργημα. Της γαλάζιας περιόδου του… Σήμερα, στα 85 του χρόνια, μου λέει καθώς φεύγω: «Να ξέρεις: στην Κίμωλο φτώχεια δεν υπάρχει!». Και όμως, η φτώχεια χαρακτήρισε την Κίμωλο για πολλούς αιώνες, σύμφωνα με τις διηγήσεις των περιηγητών που πέρασαν από το νησί. Ακόμη και στα νεότερα χρόνια, οι διηγήσεις των παλαιότερων είναι στενόχωρες. «Ο πατέρας μου έμενε εκτός του Κάστρου των πλουσίων. Τους πετάγανε φλούδες από την καμάρα του Κάστρου, τις έπαιρνε η γιαγιά μου, τις ξέραινε και έφτιαχνε αλεύρι», θυμάται η Φλόρα Ράμφου.

Βέρα Κιμωλιάτισσα, όπως λέει, πρωτοήρθε στο νησί το 2004 για να καταγράψει μαζί με τον πατέρα της την περιουσία του και τελικά κόλλησε. Σήμερα, όλη η οικογένεια διατηρεί τα δύο μαγαζάκια «Αρζαντιέρα» στην Παλιά Αγορά. Το πιο πολυσύχναστο τουριστικά στενό του Χωριού κάποτε φιλοξενούσε στη σειρά το καφενείο, το ραφείο, το μπακάλικο, το κουρείο και το τσαγκαράδικο. Μέσα στο παλιό ανακαινισμένο σπίτι που σήμερα στεγάζει την «Αρζαντιέρα» φαίνεται το εξωτερικό τείχος της πιο γοητευτικής γειτονιάς του Χωριού, του Κάστρου.

Δύο περιτειχισμένα τετράγωνα, το ένα μέσα στο άλλο, είναι το περίφημο ενετικό -κατά την επικρατούσα άποψη- Κάστρο. Στο Μέσα και το Έξω Κάστρο, όπως ονομάζονται, οι τρομερές ευκαιρίες πώλησης ακινήτων έχουν πλέον παρέλθει. Όλα τα διώροφα κτίσματα αναστηλώνονται με μεγάλο μεράκι και ο περίπατος ανάμεσα στα εναπομείναντα ερείπια με τα οικόσημα και τα αρχαία στοιχεία, η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη Χρυσοστόμου, λαξευμένη από πωρόλιθο, και το κελί της θαυματουργής Οσίας Μεθοδίας προσφέρουν ένα νοσταλγικό ταξίδι με λιμάνι αποβίβασης το αξιόλογο Λαογραφικό Μουσείο. Το εντυπωσιακό στοιχείο των σπιτιών είναι οι ψάθινες οροφές. Πίσω στο λιμάνι της Ψάθης, ο Γιάννης Βεντούρης είναι από τους λιγοστούς ανθρώπους που συνεχίζουν την τέχνη με τα πλεκτά καλάμια. «Όταν πέφτεις να κοιμηθείς, δεν χρειάζεσαι βιβλίο. Βλέπεις το ταβάνι, σκέφτεσαι πώς γίνεται και κοιμάσαι», χαριτολογεί.

Ο ΚΥΚΛΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΙΜΩΛΙΑ

Αφήνω τις διάσημες παραλίες, την Αλυκή, την Μπονάτσα, το Καλαμίτσι, και κατευθύνομαι ανατολικά. Πρώτη στάση στη Γούπα. Το παραθαλάσσιο χωριό με τα περισσότερα «μαγαζιά». Και δεν εννοούμε καταστήματα. Μαγαζιά είναι αυτοί οι απίθανοι υπόσκαφοι αποθηκευτικοί χώροι για τα πλεούμενα με τις χρωματιστές πόρτες. Ο κύριος Πολυδεύκης, συνταξιούχος ναυτικός, μου μιλάει για όλους τους ναυτικούς από την Κίμωλο που έφυγαν για να μείνουν στον Πειραιά, για την ερήμωση του νησιού μετά τη δεκαετία του ’50 και για τα κτήματα που απόγιναν δάση. «Μόνο στον τουρισμό ελπίζω, αλλά τι να κάνεις; Κάποιοι θέλουν αυτό το νησί να μη σηκώσει κεφάλι! Τις προάλλες, έμαθα, απαγόρευσαν στα μαγαζιά να έχουν πέργκολες στην Ψάθη», λέει αγανακτισμένος. Αιτία; Οι καταγγελίες-μυστήριο με τα αρχικά Γ.Β. που δίνουν και παίρνουν στο νησί.

 «Κακό χωριό τα λίγα σπίτια», όπως λένε οι Κιμώλιοι…  «Στο καπέλο πήγες;» με ρωτάει ο κύριος Πολυδεύκης. Το καπέλο, μανιτάρι ή Σκιάδι, είναι ο επόμενος προορισμός μου στο νησί. Η άσφαλτος τελειώνει σύντομα και μια μικρή στάση στα κατάλευκα Πράσα με τις θερμές πηγές για μια βουτιά επιβάλλεται πριν επιστρέψω στη διασταύρωση προς Σκιάδι.

Σαράντα λεπτά πεζοπορία από τη θέση Τση Φράγκας και φτάνω στο γεωλογικό φαινόμενο για το οποίο περηφανεύονται οι Κιμώλιοι, σαν να το έφτιαξαν οι ίδιοι. Σήμανση τέλεια, χάρη στα παιδιά του σχολείου, τα οποία έχουν φτιάξει και έναν αξιολογότατο φυσιολατρικό οδηγό. Το Σκιάδι είναι φτιαγμένο (εκ φύσεως) από διαφορετικά πετρώματα και το μαλακό τμήμα του βρίσκεται στη βάση, με αποτέλεσμα να στενεύει συνεχώς από τους ανέμους, που το κατατρώνε, και να έχει αποκτήσει σχήμα μανιταριού. Ραντεβού με το ηλιοβασίλεμα δίνω στα Ελληνικά.

Οδηγώ μέσα στη σημαντικότερη κοιλάδα του νησιού, την κοιλάδα της Δέκας. Κατάφυτη με αμπελώνες, ελαιώνες και σύκα κάποτε. Σήμερα όμως, όπως λέει η μικρή παρέα ερασιτεχνών γεωργών που συναντάω, οι νέοι τεμπελιάζουν. Στα Μαυροσπήλια και τα Ασπράγκρεμνα αντικρίζω την Αρζαντιέρα, όπως αποκάλεσαν οι γεωγράφοι της Δύσης την Κίμωλο, χάρη στις ασημένιες ακτές της. Στις ίδιες αυτές ακτές άνθησε η αρχαία πόλη που εξήγαγε την περίφημη κιμωλία γη, τη φημισμένη φαρμακευτική και καλλυντική λευκή άργιλο, προς τιμήν της οποίας ονοματίστηκε το νησί. Η πόλη βυθίστηκε εκεί στα ρηχά και ο κύκλος με την κιμωλία έκλεισε. Το όνομά της όμως η Κίμωλος δεν το απαρνήθηκε, όπως έκαναν οι «άλλες»: η Τζια, η Σαντορίνη, η Κύθνος…