Όταν η συγκίνηση γίνεται κόμπος στο λαιμό και το δάκρυ θαμπώνει τα μάτια, πώς να μιλήσει κανείς, πώς να υπηρετήσει το πρόγραμμα που τον θέλει να διαβάσει στα αγγλικά ορισμένα και να πει τα ελληνικά «από καρδιάς»;
Το χειροκρότημα, το πιο εκφραστικό μέσο ενός χώρου θεάματος, έδωσε την απάντηση, την περασμένη Κυριακή στο Westgarth Theatre, όταν ο Παναγιώτης Γιαννούδης, επί σκηνής και μπροστά από την οθόνη, κυριεύτηκε από ένα κύμα βαθειάς συγκίνησης, όταν έπρεπε να μιλήσει για το βιβλίο του «Με τον Ελληνικό Κινηματογράφο στην Αυστραλία – Πίσω από τις προβολές».

Γνωρίζοντας, οι περισσότεροι που ήταν εκεί, το πάθος του για τον κινηματογράφο, ένα αντικείμενο που τον κατέκτησε από πολύ νωρίς στη ζωή του, κι εκείνος του την αφιέρωσε με πίστη που έφτανε συχνά τα όρια της αυταπάρνησης, δεν απόρησαν για τη συγκίνησή του. Απλά τον ένοιωσαν και του το εξέφρασαν με το ζεστό χειροκρότημα.

Ανοίγοντας τη σκέψη του και την καρδιά του, θα πει ότι του «έρχονται στο νου εικόνες αυτών των ίδιων των φίλων που ήταν εκεί, όταν νέοι, έμπαιναν μέσα σ’ αυτόν τον ίδιο χώρο να δουν τις ταινίες του. Σήμερα, μισό αιώνα σχεδόν αργότερα, να τους βλέπει στον ίδιο χώρο, να είναι εκεί για να τον τιμήσουν και να μοιραστούν μαζί του τη μεγάλη στιγμή, είναι κάτι πολύ δυνατό».
Ίσως, θα πρόσθετε κανείς, θέμα για μια ταινία…

ΕΝΑ ΕΡΓΟ ΖΩΗΣ

Έργο ζωής ο ελληνικός κινηματογράφος στην Αυστραλία, για τον Παναγιώτη Γιαννούδη, τον αγάπησε με πάθος και τον υπηρέτησε με πίστη και επαγγελματισμό.
Το βιβλίο του, όπως αναφέρει ο ίδιος στον πρόλογο, «δεν έρχεται ούτε αργά ούτε νωρίς. Έρχεται την κατάλληλη στιγμή, γιατί μπορώ να κοιτάξω πίσω πια με νηφαλιότητα και με σιγουριά για ό,τι έγινε και για ό,τι πέρασα. Η αποστασιοποίηση από ορισμένα γεγονότα σού δίνει την ευκαιρία να τα εκτιμήσεις σφαιρικότερα, να τα αποτιμήσεις και να τα καταγράψεις για να μείνουν πια σα γραπτή μαρτυρία».

Από την αρχή του βιβλίου του θα διευκρινίσει ο Παναγιώτης Γιαννούδης ότι «δεν φιλοδοξεί να γράψει την ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου καθώς και των άλλων μέσων ψυχαγωγίας των Ελληνοαυστραλών. Απλώς, γράφω ιστορίες από την εν γένει ιστορία του κινηματογράφου στην Αυστραλία γιατί αποτελεί μέρος της ευρύτερής του ιστορίας, μια και η ελληνική παροικία υπήρξε πολύ δραστήρια στον τομέα αυτό, όπως στη μουσική, τις τέχνες, τη λογοτεχνία».
Για τον κορμό του βιβλίου και τις πηγές που άντλησε τις πληροφορίες, θα πει: «Γράφω, λοιπόν, για την πορεία και την τύχη του ελληνικού κινηματογράφου στην Αυστραλία, βάσει όσων μου έχουν διηγηθεί άτομα που είχαν κάποια εμπειρία πριν από μένα ή με βάση τις δικές μου γνώσεις στο αντικείμενο και αξιοποιώντας το προσωπικό μου αρχείο. Ευτυχώς, άρχισα να κρατώ υλικό τόσο στην Κύπρο, όσο και από την πρώτη μέρα της άφιξής μου στην Αυστραλία, δηλαδή, στις 7 Ιουλίου 1956».

Υπάρχει μια τάξη στην εξιστόρηση των γεγονότων, όσο και μια εμφανής διάθεση και προσπάθεια να παρουσιαστούν στην πραγματική τους μορφή, στην υφή και την ουσία που ο ίδιος τα έζησε.

Το ύφος του είναι λιτό και ανεπιτήδευτο. «Η ενασχόλησή μου με το σινεμά, στην πόλη μου, τη Λεμεσό, ήρθε εντελώς τυχαία. Η ενασχόλησή μου, όμως, στην Αυστραλία με τον ελληνικό κινηματογράφο, ήρθε κατόπιν συνειδητής απόφασης. Ένα μικρό βαλιτσάκι στη μεγάλη λίμνη της ζωής αποτελεί και η δική μου ζωή που θα περιγράψω σ’ αυτό το βιβλίο. Άλλοτε με χαρές, άλλοτε με λύπες και στενοχώριες, πάντοτε όμως με αισιοδοξία».

ΖΩΗ ΤΟΥ ΤΟ ΣΙΝΕΜΑ

Προχωρώντας κανείς στην ανάγνωση του βιβλίου, διαπιστώνει ότι «η ζωή» που υπόσχεται να περιγράψει στο βιβλίο, δεν θα πρέπει να είναι όλη εκεί. Υπάρχουν κενά. Γρήγορα, όμως, θα διαπιστώσει ότι έχει κάνει λάθος εκτίμηση. Γιατί η ζωή του Παναγιώτη Γιαννούδη υπήρξε ο ελληνικός κινηματογράφος!

Η καταγραφή των κινήσεων, των σκέψεων, των δυσκολιών, όλων των περιπετειών, των απίστευτων προσκομμάτων, αλλά και ικανοποιήσεων που του έδωσε ο ελληνικός κινηματογράφος στην Αυστραλία, γίνεται μ’ έναν τρόπο συνεπή, στον οποίο διακρίνει κανείς μια εμμονή στην λεπτομέρεια, στην προσπάθεια να δοθεί το σκηνικό της απόκτησης της ταινίας, της προβολής, του κοινού, του κοινωνικού περίγυρου, ιδιαίτερα της υπαίθρου, όπου ζούσαν Έλληνες, όσο το δυνατόν πιστότερα.
Μεγάλο κεφάλαιο στην όλη εξιστόρηση ο επαγγελματικός συναγωνισμός στο χώρο εξασφάλισης και προβολής ελληνικών ταινιών την εποχή της μαζικής μετανάστευσης, όπου Έλληνες επιχειρηματίες, χωρίς απαραίτητα γνώσεις στο αντικείμενο, επιχειρούν να εκμεταλλευτούν εμπορικά τη δίψα των νεοφερμένων για ελληνικό θέαμα, στις περισσότερες περιπτώσεις χωρίς τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η αναφορά εκεί γίνεται με την απαραίτητη λεπτότητα και διακριτικότητα. Εξάλλου, πρόθεση του Παναγιώτη Γιαννούδη, όπως θα πει από τον πρόλογο του βιβλίου του, είναι «να μην υποτιμήσει κανένα».

 Αντίθετα, αποδίδει τιμή εκεί που αρμόζει, όπως στην περίπτωση του αείμνηστου Στάθη Ραυτόπουλου για τον οποίο γράφει στο βιβλίο του, μεταξύ άλλων: «Ίσως να μην υπάρχει άνθρωπος στην Αυστραλία που στο άκουσμα της φράσης ‘ελληνικός κινηματογράφος στην Αυστραλία’, να μη σκεφτεί αμέσως τον Στάθη Ραυτόπουλο. Αυτός ο άνθρωπος αγαπήθηκε όσο κανένας άλλος στην Αυστραλία».

ΠΗΓΕ ΠΑΝΤΟΥ

Ένα από τα χαρακτηριστική της μεγάλης αξίας του βιβλίου του Παναγιώτη Γιαννούδη είναι και η καταγραφή όλων των αιθουσών, όπου παίχτηκαν ελληνικά έργα, όλων των τόπων που πήγε με τη μηχανή προβολής στον ώμο, ώστε να δώσει την ευκαιρία σ’ όλους τους Έλληνες και στο πιο απομακρυσμένο χωριό ακόμη, να δουν και να απολαύσουν ελληνικό κινηματογράφο.
«Είχα πάντα υπ’ όψη ότι οι ταινίες πρέπει να προβάλλονται σε όλα τα μέρη που υπήρχαν Έλληνες», γράφει αναφερόμενος στην επίσκεψή του στο Port Pirrie της Νότιας Αυστραλίας.

«Εκεί ζούσαν αρκετοί Έλληνες, οι οποίοι, ακολουθώντας την κλασσική κοινοτική οργάνωση, ίδρυσαν την Κοινότητά τους, την εκκλησία, τα σχολεία, αλλά και τα καφενεία τους».

Στο ίδιο κεφάλαιο μιλά για την εγκατάσταση δικών τους μηχανών προβολής στο Δημαρχείο του Pirrie, ώστε να υπάρχει σε τακτική βάση η προβολή ταινιών και να ικανοποιεί τις ανάγκες των Ελλήνων που ζούσαν εκεί.

Για την πρώτη του εξόρμηση στην ύπαιθρο της Βικτώριας, γράφει: «Ταξίδευα βράδυ από τη Μελβούρνη με το τρένο στη δεύτερη θέση, με τρεις βαλίτσες στο χέρι. Στη μια είχα τη μηχανή προβολής, στη δεύτερη τα προσωπικά μου είδη και στην Τρίτη, το ηχείο και τις ταινίες, καθώς επίσης και μια οθόνη, μήκους 12 ποδών.
Στο τρένο δεν μου επέτρεψαν να έχω μαζί μου την οθόνη και έτσι την έβαλαν στις αποσκευές. Φτάνοντας την άλλη μέρα το πρωί, διαπιστώσαμε ότι η οθόνη «έκανε φτερά», χάθηκε. Έτσι η πρώτη μου επαφή στην επαρχία άρχιζε με κακούς οιωνούς».

Στην προκειμένη περίπτωση, η πρώτη δυσκολία που συνάντησε όταν έφτασε στη Μιλτζούρα ήταν «η διάσπαση των παροικιακών δυνάμεων», που επρόκειτο, δυστυχώς, να αντιμετωπίσει και αλλού. Οι κοινοτικοί και οι αντικοινοτικοί, θα του έκαναν τη ζωή δύσκολη και θα τον ανάγκαζαν να κάνει ενίοτε προβολή στα καφενεία, αλλά τίποτε δεν μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στα σχέδια του Παναγιώτη Γιαννούδη. Το έργο παιζόταν, έστω και αν έπρεπε να χρησιμοποιηθεί σεντόνι αντί (της κλεμμένης) οθόνης, να μπουν τσουβάλια στα παράθυρα για να… γίνει η μέρα νύχτα, η οι κινηματογραφόφιλοι να φέρουν τη δική τους καρέκλα στο καφενείο…