Ένα εντυπωσιακό, έγχρωμο, δίγλωσσο, πολυσέλιδο βιβλίο είναι η νέα προσφορά της συναδέλφου Βίβιαν Μόρρις στην πνευματική ζωή αλλά και την ιστορία της ομογένειας.

Εκτιμάται ότι τα ελληνικά βιβλία που έχουν εκδοθεί στην Αυστραλία από ομογενείς κατά τα τελευταία εκατό χρόνια ανέρχονται σε αρκετές εκατοντάδες.
Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι το βιβλίο της Βίβιαν Μόρρις «Πορτρέτα Ελλήνων στους Αντίποδες – Η ιστορία εκείνων που εμπλούτισαν την Αυστραλία» θα καταλάβει αμέσως μια από τις κορυφαίες θέσεις του εντυπωσιακού αυτού καταλόγου.

Κατ’ αρχήν, πρόκειται για μια ιδιαίτερα προσεγμένη έκδοση από άποψη αισθητικής.

Πρόκειται για το πρώτο πλήρες δίγλωσσο βιβλίο (στην ελληνική και αγγλική) που απαρτίζεται από περίπου 360 σελίδες και είναι εξ ολοκλήρου έγχρωμο με σκληρό εξώφυλλο και  τυπωμένο σε χαρτί πολυτελείας.

Είναι, δηλαδή, μια εντυπωσιακή έκδοση από τις καλύτερες που έχουν βγει στην παροικία μας.
Αυτό που το κάνει όμως ξεχωριστό, δεν είναι, φυσικά, μόνο η τέλεια εμφάνισή του και ο σχεδιασμός του, αλλά το περιεχόμενό του.
Όπως προδίδει ο τίτλος του, το βιβλίο παρουσιάζει, τα πορτραίτα, σαράντα Ελλήνων της Αυστραλίας.

Η ίδια η συγγραφέας στην εισαγωγή της σημειώνει:
«Η ιδέα της συγγραφής του βιβλίου αυτού, γεννήθηκε μέσα μου την ίδια ώρα σχεδόν με την διαπίστωση ότι η πρώτη γενιά, αργά μεν, αλλά σταθερά, αποχωρεί από την «κεντρική σκηνή», παραχωρώντας τη θέση της στη δεύτερη και τρίτη γενιά».
Αποφάσισε λοιπόν η εκλεκτή συνάδελφος, να επιλέξει σαράντα ομογενείς, γυναίκες και άνδρες, κυρίως πρώτης γενιάς, αλλά και μερικούς δεύτερης, από κάθε γεωγραφικό διαμέρισμα της Ελλάδας και όχι μόνο, να τους δώσει τη δυνατότητα «να σκιαγραφήσουν οι ίδιοι το πορτρέτο τους» και μέσα απ’ αυτό και το «ταξίδι τους» στην Αυστραλία.
Και καθώς η πρώτη γενιά υποχωρεί, οι μαρτυρίες αυτών της πρώτης γενιάς, που καταγράφονται στο βιβλίο, συνοδευόμενες από εντυπωσιακές φωτογραφίες, αποτελούν ένα «ντοκουμέντο».
Παράλληλα, αποτελούν και την ιστορία τους σ’ αυτή τη χώρα. Μια ιστορία που είναι και δική μας ιστορία. Σε κάθε πορτρέτο ανακαλύπτουμε και ένα κομμάτι της δικής μας ιστορίας αφού λίγο πολύ η πορεία μας ήταν κοινή…

Μιας ιστορίας όμως δοσμένης από μια προσωπική προσέγγιση, με λεπτότητα, ευαισθησία, βάθος, διορατικότητα, δύναμη αλλά και πολύ συναίσθημα. Σίγουρα, όχι «στεγνά», όπως γίνεται με την ιστορία!
Η Βίβιαν Μόρρις παρατηρεί ότι «το περιεχόμενο του βιβλίου είναι ένα μικρό μόνο δείγμα της εντυπωσιακής παρουσίας των Ελλήνων στους Αντίποδες».
Συνεργάζομαι με την Βίβιαν Μόρρις στο «Νέο Κόσμο» (και κατά καιρούς και αλλού) για πάνω από 30 χρόνια και ομολογώ ότι δεν υπάρχει καταλληλότερο άτομο όσον αφορά την παρουσίαση πορτρέτων αφού, έστω και στα περιορισμένα χρονικά πλαίσια της έκδοσης μιας εφημερίδας,  κάνει πραγματικό «ψυχογράφημα» στους συνομιλητές της και δεν περιορίζεται  στα «τετριμμένα».
Άλλο όμως ένα άρθρο στην εφημερίδα, που γράφεται κάτω από την  πίεση του χρόνου, και άλλο ένα βιβλίο.
Και η Βίβιαν φαίνεται ότι αξιοποίησε το χρόνο της για να αναδείξει όλο της το συγγραφικό ταλέντο σ’ αυτή  την έκδοση που, αν δεν κάνω λάθος, είναι και το πρώτο της βιβλίο.

Γι’ αυτό σημείωσα ότι αν υπήρχε κάποιο άτομο που έπρεπε να γράψει αυτό το βιβλίο, αυτό δεν μπορούσε να είναι άλλο από την Βίβιαν Μόρρις.
Και δεν το λέω μόνο εγώ.

Ο συνάδελφος Κώστας Νικολόπουλος, που προλογίζει το βιβλίο της, αναφέρει:
«Η Βίβιαν Μόρρις συγκαταλέγεται στους κορυφαίους Ελληνοαυστραλούς δημοσιογράφους που απολαμβάνει τον πλήρη σεβασμό των συναδέλφων της και τιμάται από τον Ελληνισμό της Αυστραλίας. Η πνευματική της δεινότητα, το εργασιακό ήθος της, η επαγγελματική της ακεραιότητα  της έχουν εξασφαλίσει πολλές διακρίσεις, η σημαντικότερη των οποίων είναι ο σεβασμός του αναγνωστικού κοινού».
Πρόσφατα διάβαζα  το κείμενο ενός συγγραφέα  (δεν θυμάμαι τίνος) για το τι μπορεί να είναι ένα καλό βιβλίο.
«Καλό βιβλίο», έλεγε, «είναι το βιβλίο το οποίο, αφού το έχουμε διαβάσει, θέλουμε να το κρατήσουμε. Να το έχουμε. Το βάζουμε στη βιβλιοθήκη μας, δίπλα στο κρεβάτι μας, το αφήνουμε χωρίς λόγο πάνω στο γραφείο μας. Αισθανόμαστε, χωρίς να ξέρουμε γιατί, ότι κάτι μας συνδέει μαζί του, έχει γίνει κομμάτι «αυτού που είμαστε».

Ε,  τέτοιο είναι το βιβλίο της Βίβιαν Μόρρις. Μου το εμπιστεύθηκε λίγες μέρες πριν κυκλοφορήσει. Με συγκίνησε…
Στην κυριολεξία το «ρούφηξα» και μετά, πάλι, άρχισα να το ξεφυλλίζω πιο αργά και να το «μελετώ».
Μέσα από τα πορτρέτα, έμαθα καλύτερα συμπαροίκους που νόμιζα ότι γνώριζα, έμαθα για την παροικιακή μας ιστορία, συγκινήθηκα, πόνεσα, εμψυχώθηκα και αισθάνθηκα υπερήφανος για όλους όσους παρουσιάζονται. Για εμάς εδώ στους Αντίποδες…

Τα καλά βιβλία», λέει πάλι ο συγγραφέας, «τα βιβλία δηλαδή που είναι για τον καθένα από εμάς καλά, τα βάζουμε συνήθως σε βιβλιοθήκες. Όταν μετά από καιρό σταθούμε απέναντι σε αυτές τις βιβλιοθήκες, κι αφού έχουν μεσολαβήσει μετακομίσεις, εκκαθαρίσεις, μας αρέσει να αφήνουμε το βλέμμα μας να τα διατρέχει, ίσως πάρουμε στο χέρι μας κάποιο από αυτά. Ίσως ακόμη διαβάσουμε μερικές γραμμές, τρέξουμε ξανά στην αρχή ή στο τέλος, προσπαθώντας να ανακαλέσουμε στο μυαλό μας το περιεχόμενό του, κάτι που μας συγκίνησε, μια σκέψη που μας γέννησε».
Δεν έχω την αμφιβολία ότι ένα τέτοιο βιβλίο είναι και αυτό της Βίβιαν Μόρρις γιατί τα καλά βιβλία είναι ζωντανοί οργανισμοί, αλλάζουν όπως κι εμείς. Κάθε φορά που τα ανοίγουμε δεν είναι ποτέ ίδια με την προηγούμενη. Τα βιβλία αυτά δεν εξαντλούν τους χυμούς τους παρά μόνο όταν εμείς πάψουμε, για δικούς μας λόγους, να θέλουμε να αντλήσουμε κάτι από αυτά.

Εγώ, τουλάχιστον, αυτό αισθάνθηκα, διαβάζοντας τα «Πορτρέτα» τρεις φορές μέσα σε μια ..εβδομάδα!

ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ Η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

H παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει την ερχόμενη Κυριακή, 14 Νοεμβρίου, 3 π.μ. – 5 π.μ. στο Treasury Theatre, Lower Plaza, 1 Macarthur Street, East Melbourne (δίπλα στο Κοινοβούλιο στη Spring Street).

Την οργάνωση έχει αναλάβει η Πνευματική Εστία Ελληνίδων Μελβούρνης.
Η παρουσίαση του βιβλίου θα γίνει από τον πρόεδρο του Συμβουλίου Πολυπολιτιστικών Υποθέσεων Γιώργο Λεκάκη. Σύντομες ομιλίες θα γίνουν επίσης από τη φιλόλογο/εκδότρια, πρώην πανεπιστημιακό Ελένη Νίκα, και τη συγγραφέα του βιβλίου και δημοσιογράφο Βίβιαν Μόρρις.