Η επιταγή κατά το ελληνικό δίκαιο εξυπηρετεί την διεξαγωγή των πληρωμών και χρησιμοποιείται στις συναλλαγές κυρίως ως μέσο πληρωμής και όχι ως μέσο πίστεως. Εκείνος που υπογράφει την επιταγή (εκδότης) πρέπει να διαθέτει στην τράπεζα το χρηματικό ποσό που αναγράφεται στο σώμα του αξιογράφου, ώστε ο εις διαταγήν δικαιούχος της επιταγής να μπορεί όταν την εμφανίσει προς πληρωμή στην τράπεζα να λάβει τα χρήματά του.

Εάν την στιγμή της εμφανίσεως της επιταγής στην τράπεζα δεν υπάρχει κεφάλαιο στον λογαριασμό του εκδότη, ο τελευταίος ευθύνεται τόσο αστικώς, όσο και ποινικώς, εφόσον ο εις διαταγήν δικαιούχος ζητήσει την ποινική του δίωξη.

Συμβαίνει συχνά ο λήπτης – δικαιούχος μίας μεταχρονολογημένης επιταγής να την παραδίδει στην τράπεζα, ως ενέχυρο, για να λάβει πίστωση από την τράπεζα, με εξασφάλιση για την τράπεζα την πληρωμή (κάλυψη) της επιταγής από τον εκδότη της εντός ολίγων εβδομάδων ή μηνών.

Εάν κατά την εμφάνιση της επιταγής η τράπεζα, που την κατέχει ως ενέχυρο, δεν πληρωθεί επειδή ο λογαριασμός του εκδότη της επιταγής δεν έχει υπόλοιπο, ο λήπτης της επιταγής, που την είχε δώσει στην τράπεζα, μπορεί να την πληρώσει, ώστε η τράπεζα να μην χάσει. Σ’ αυτήν την περίπτωση, εκείνος που πλήρωσε την επιταγή μπορεί να στραφεί αναγωγικώς κατά του εκδότη της, ζητώντας τα χρήματά του.

Ο ενάγων, δηλαδή εκείνος που πλήρωσε την επιταγή, δεν είναι υποχρεωμένος να αποδείξει την ύπαρξη της αιτίας εκδόσεως της επιταγής, δηλαδή της συγκεκριμένης συναλλαγής που είχε με τον εκδότη της επιταγής. Η οφειλή εκ της επιταγής είναι αναιτιώδης, αρκεί δηλαδή ότι έχεις μία επιταγή εις διαταγήν σου, χωρίς να απαιτείται για να πληρωθείς να αποδείξεις τι είδους συναλλαγή είχες με τον εκδότη της.

Ο εκδότης της επιταγής, όταν είναι εναγόμενος στο δικαστήριο, εάν αρνείται ότι οφείλει, υποχρεούται να αποδείξει ότι η επιταγή δεν εξεδόθη επειδή χρωστάει χρήματα στον λήπτη αυτής, αλλά π.χ. ότι η επιταγή ήταν η λεγόμενη επιταγή «ευκολίας», που εξεδόθη μόνο για να διευκολύνει τον λήπτη να λάβει πίστωση από τράπεζα.
Στην υπ’ αριθ. 7191/2009 απόφασή του το Εφετείο Αθηνών απέρριψε τον ισχυρισμό του εναγομένου, εκδότη μίας ακάλυπτης επιταγής, ότι δεν είχε υποχρέωση να πληρώσει επειδή η επιταγή ήταν ευκολίας. Το δικαστήριο στάθμισε τα αποδεικτικά στοιχεία που οι δύο πλευρές επικαλέσθηκαν και έκρινε ότι είχε αμφιβολίες αναφορικώς με τον ισχυρισμό περί επιταγής ευκολίας.

Στην κρίση του αυτή οδηγήθηκε εν μέρει και από το γεγονός ότι ο εκδότης δεν επικαλέσθηκε ούτε προσκόμισε κάποιο έγγραφο ή άλλο στοιχείο, που να αποδεικνύει ότι δεν είχε καμία συναλλαγή με τον ενάγοντα, λήπτη της επιταγής, ενώ, είπε το δικαστήριο, εάν η επιταγή ήταν πράγματι ευκολίας, ο εκδότης θα είχε εξασφαλίσει κάποια έγγραφη απόδειξη εκ μέρους του εις διαταγήν δικαιούχου, πράγμα που δεν έγινε.

Αντιθέτως, απεδείχθη ενώπιον του δικαστηρίου ότι ο εκδότης είχε συναλλαγές με τον λήπτη της επιταγής, επομένως ήταν δικαιολογημένο η οφειλή του εκδότη να εκπληρωνόταν με την έκδοση μίας πραγματικής επιταγής και όχι μίας επιταγής ευκολίας.

Ο εκδότης, τέλος, της επιταγής (εναγόμενος σ’ αυτήν την δίκη) είχε καταδικασθεί σε φυλάκιση και σε χρηματική ποινή και από άλλο δικαστήριο (ποινικό) για την ίδια επιταγή, χωρίς να έχει ασκήσει έφεση κατά της καταδικαστικής εκείνης ποινικής αποφάσεως.

Βασιζόμενο στα ανωτέρω αποδειχθέντα περιστατικά το Εφετείο απέρριψε την έφεση του εκδότη ότι η επιταγή ήταν ευκολίας και έκανε δεκτή την αγωγή του ενάγοντος ότι ο εκδότης της επιταγής του όφειλε πράγματι το χρηματικό ποσό που αναγραφόταν στην επιταγή, η οποία είχε αποδειχθεί ακάλυπτη.   

*Ο Χρήστος Ηλιόπουλος είναι Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Master of Laws. bm-bioxoi@otenet.gr –  ktimatologiolaw@yahoo.gr