Για πρώτη φορά μετά την απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να προβεί το 1992 στη σύσταση της Οικονομικής Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ), και την καθιέρωση του ευρώ ως το κοινό νόμισμα της το 2002, γίνεται λόγος για ενδεχόμενη κατάρρευση του ευρώ.

Το ότι το 2010 υπήρξε μια σκληρή χρονιά για την Ευρωζώνη δεν υπάρχει αμφιβολία. Ήδη δύο από τα κράτη-μέλη, η Ελλάδα και η Ιρλανδία, τα οποία έβαιναν προς χρεοκοπία, αναγκάστηκαν να ζητήσουν, και να λάβουν, δάνεια από την ΕΕ, την Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ύψους 110 και 85 δισεκατομμυρίων αντίστοιχα.

Είναι μάλλον βέβαιο πως και η Πορτογαλία σύντομα θα ακολουθήσει την ίδια πορεία. Αν και η Ισπανία αναγκασθεί να κάνει το ίδιο, όπως προβλέπουν κάποιοι σχολιαστές, τότε οι αντοχές της ΕΕ θα δοκιμαστούν στο έπακρο.

Η διεθνής χρηματοπιστωτική αγορά, ωθούμενη από κερδοσκοπικά κίνητρα, ποντάρει στη διάλυση της ευρωζώνης, λίγα χρόνια μετά τη συγκρότησή της.
Εν όψει αυτού του ελλοχεύοντος κινδύνου, η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ συνήλθε στα μέσα του Δεκεμβρίου 2010 για να λάβει τα απαραίτητα αποτρεπτικά μέτρα, και να καθιερώσει ισχυρούς αμυντικούς μηχανισμούς, που να θωρακίζουν τη βιωσιμότητα του ευρώ, και την ακεραιότητα της ευρωζώνης, ώστε να μην καταστούν θύματα στη βουλιμία των εκάστοτε επιθετικών κερδοσκόπων.

Στην εν λόγω Σύνοδο οι ηγέτες της ΕΕ αποφάσισαν να προβούν στη δημιουργία Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης που θα διαδεχθεί το προσωρινό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας μετά τη λήξη του τον Ιούνιο του 2013. Η συμφωνία προβλέπει τη «συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα» στην επίλυση μελλοντικών κρίσεων, με την έννοια ότι οι δανειοδότες θα πρέπει να επωμίζονται ένα μέρος του κόστους, με την έννοια της επιμήκυνσης των δανείων, και τη μείωση του κέρδους τους από τα δάνειά τους σε χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην αποπληρωμή τους.

Το ξεπέρασμα της παρούσας κρίσης, και η επίτευξη των μελλοντικών στόχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα εξαρτηθούν από το κατά πόσο αποτελεσματικός θα αποδειχθεί ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης, όταν τεθεί σε λειτουργία από τον Ιούλιο του 2013.

Παρά το γεγονός ότι, υπό την παρούσα της δομή, η Ευρωπαϊκή Ένωση συντέλεσε στον εναρμονισμό θεμελιωδών θεσμών και ανθρώπινων δικαιωμάτων μεταξύ των κρατών-μελών, μέχρι στιγμής δεν κατόρθωσε, αν πράγματι αυτός είναι ο απώτερος στόχος της, να καταστεί ένα συμπαγές πολιτικό μόρφωμα, σε βαθμό που να είναι σε θέση να ακολουθεί μια κοινή οικονομική πολιτική.

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΧΩΡΙΣ ΕΥΡΩ ΔΕΝ ΝΟΕΙΤΑΙ

Το ερώτημα που τίθεται είναι αν η Ευρωπαϊκή Ένωση θα είναι σε καλύτερη θέση να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του μέλλοντος με το ευρώ ως το κοινό νόμισμα, ή αν τα κράτη-μέλει επιστρέψουν στα εθνικά τους νομίσματα.

Πριν να απαντηθεί το παραπάνω ερώτημα, ενδείκνυται να διερευνηθεί ποιοι είναι εκείνοι που το θέτουν, και τίνος συμφέροντα θα εξυπηρετήσει μια τέτοια εξέλιξη.
Ο Νίκος Χριστοδουλάκης, πρώην Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, δίνει την ακόλουθη απάντηση:
 «Μα φυσικά όσοι έχασαν από την εισαγωγή του (του ευρώ). Πρώτον, οι μεγάλοι ατλαντικοί χρηματοπιστωτικοί μηχανισμοί που με ανησυχία είδαν να κλονίζεται η πρωτοκαθεδρία του λονδρέζικου Σίτι και της Νέας Υόρκης στις διεθνείς αγορές, ιδιαίτερα μάλιστα μετά το 2008 όταν το ευρώ κράτησε άμυνα πολύ καλύτερα από την παταγώδη κατάρρευση των αγγλοαμερικανικών τραπεζών.

{…} Γι’ αυτό χρειάζεται επειγόντως ένα νέο κύμα ιστορικής συνείδησης στην Ευρώπη και σε κάθε χώρα που θα υπερασπιστεί το συμφέρον των πολλών, θα δώσει ξανά πνοή στο κοινό οικοδόμημα και θα αποτρέψει την επικίνδυνη πλάνη της επιστροφής στα προπολεμικά αδιέξοδα», αθηναϊκή εφημερίδα Το Βήμα, 12/12/10.
Πράγματι, η εγκατάλειψη του ευρώ δεν θα προαγάγει τα συμφέροντα των κρατών-μελών. Απεναντίας, θα οδηγήσει κάθε μέλος χωριστά σε ακόμη μεγαλύτερη ύφεση, αλλά και σε εχθρικές οικονομικές πολιτικές μεταξύ τους. Έτσι, ο στόχος για κοινό μέλλον, κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της ΟΝΕ, που μέχρι ένα βαθμό έχει επιτευχθεί, θα καταστεί ανέφικτος.

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Ή ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ;

Ο όρος «Ευρωπαϊκή Ένωση» είναι παραπλανητικός, γιατί η κάθε χώρα-μέλος διατηρεί την αυτονομία της στην άσκηση οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.
Με άλλα λόγια, η Ε.Ε. δεν διαθέτει μια αρμόδια αρχή που να αποφασίζει για την οικονομική πολιτική της Ένωσης με τον υπόλοιπο κόσμο. Για τις όποιες αποφάσεις απαιτείται η συμφωνία των 27 κρατών-μελών.

Ένας τέτοιος μηχανισμός είναι αλυσιτελής, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τις σχέσεις της Ε.Ε. με τους δύο οικονομικούς κολοσσούς της εποχής μας, τις Η.Π.Α. και την Κίνα.
Οι δύο αυτές χώρες έχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν αυτόβουλα, και αυτοστιγμεί, τις αποφάσεις που απαιτούν οι διάφορες περιστάσεις. Στην περίπτωση της Ε.Ε. πρέπει να συγκληθεί το Ανώτατο Συμβούλιο, το οποίο απαρτίζεται από τους πρωθυπουργούς των κρατών-μελών, και για τη λήψη αποφάσεων απαιτείται η συμφωνία όλων. Ένας τέτοιος μηχανισμός για τη λήψη αποφάσεων που επηρεάζουν όλα τα κράτη-μέλη είναι χρονοβόρος και αναποτελεσματικός.

Λείπει, με άλλα λόγια, ένα κεντρικό όργανο το οποίο θα εφαρμόζει μια ενιαία οικονομική πολιτική. Χωρίς ένα τέτοιο όργανο η Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) θα συνεχίσει να αποτελεί ένα παρωχημένο διοικητικό μόρφωμα, ανίκανο να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της εποχής μας.

Στην πραγματικότητα, αυτό που χρειάζεται τώρα η Ε.Ε. είναι μια Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία, με πρότυπο τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Αυστραλία. Με άλλα λόγια, τα κράτη-μέλη θα έχουν την οντότητα των Πολιτειών, όπως στις δύο παραπάνω χώρες, και θα εκλέγουν μια κυβέρνηση που θα χειρίζεται τα θέματα όπως η οικονομία, οι εξωτερικές σχέσεις και η άμυνα της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας. Μόνο με μια τέτοια δομή θα μπορέσει η ευρωζώνη να ανταγωνιστεί τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα στις διεθνείς αγορές. Διαφορετικά θα κλυδωνίζεται σε κάθε οικονομική αναταραχή, ανήμπορη να λαμβάνει τα απαραίτητα προληπτικά και διορθωτικά μέτρα με την αποτελεσματικότητα και ταχύτητα που απαιτούν οι περιστάσεις.

Δυστυχώς για την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά της Ε.Ε., οι ηγέτες των πλούσιων χωρών του Βορρά δεν ήταν διατεθειμένοι να προβούν σε ριζικές θεσμικές ρυθμίσεις στη Σύνοδο του περασμένου Δεκεμβρίου, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση μελλοντικών προβλημάτων από τις φτωχότερες χώρες του Νότου. Τέτοιες ρυθμίσεις θα περιόριζαν την αυτονομία της οικονομικής πολιτικής τους και θα αύξαναν την πιθανότητα παρέμβασης για την οικονομική στήριξη των αδύναμων συνεταίρων τους.
Έτσι περιορίστηκαν στη μονιμοποίηση του μηχανισμού διάσωσης, ο οποίος θα ενεργοποιηθεί από τον Ιούλιο του 2013, αναβάλλοντας στις «ελληνικές καλένδες» ένα πιο αξιόπιστο και πιο αποτελεσματικό μοντέλο οικονομικής διακυβέρνησης για το σύνολο της Ε.Ε.

Βέβαια η παγκόσμια οικονομική κρίση των τριών τελευταίων χρόνων επιδείνωσε την κατάσταση σε χώρες με παραπαίουσες οικονομίες, όπως η Ελλάδα και η Ιρλανδία, με αποτέλεσμα να καταφύγουν στην Ε.Ε. και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για πακέτα διάσωσης με τη μορφή του διαβόητου Μνημονίου.
Αν η Ε.Ε. είχε τη δομή που έχουν ομοσπονδιακά κράτη όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Αυστραλία, ο μηχανισμός δημοσιονομικής αλληλεγγύης θα λειτουργούσε έγκαιρα, αποτρέποντας έτσι τη διολίσθηση κρατών-μελών, όπως η Ελλάδα και η Ιρλανδία, στο χείλος της οικονομικής καταστροφής.

Αντί του μηχανισμού μεταφοράς πόρων από τις περισσότερο προς τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες της ευρωζώνης, με πολλούς δισταγμούς δημιουργήθηκε από την Ε.Ε. και το ΔΝΤ μηχανισμός σωτηρίας με δανεισμό και σκληρούς όρους δημοσιονομικής λιτότητας προφανώς με χαμηλότερα επιτόκια απ’ αυτά της αγοράς. Όμως ο μηχανισμός αυτός προξενεί κοινωνικό κραδασμό τεραστίων διαστάσεων, με απρόβλεπτες μακροχρόνιες συνέπειες.

Το όνειρο, για την Ε.Ε. το 2010, όπως διατυπώθηκε στη συμφωνία των αρχηγών κρατών-μελών στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη Λισαβόνα, πρωτεύουσα της Πορτογαλίας τον Μάρτιο του 2000, δεν έγινε πραγματικότητα.

Η εν λόγω συμφωνία, γνωστή ως «Στρατηγική της Λισαβόνας», έκανε την ακόλουθη πρόβλεψη:
«Ως το 2010 η Ευρώπη θα είναι η πιο ανταγωνιστική, βασισμένη στη γνώση, οικονομία παγκοσμίως, με οικονομική ανάπτυξη και αύξηση των θέσεων εργασίας κατά 20 εκατομμύρια».

Στη δεκαετία που μεσολάβησε η Ευρώπη καθιέρωσε το δικό της ενιαίο νόμισμα. Ομολογουμένως το ευρώ ήταν ένα απαραίτητο βήμα για να παγιωθεί η ενιαία ευρωπαϊκή αγορά. Όμως το ευρώ ήταν ένα βήμα σε μια σειρά βημάτων που έπρεπε να ακολουθήσουν, για να πραγματοποιηθεί η ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ένα από τα άλλα βήματα, θα έλεγα το κυριότερο, είναι η δημιουργία ενός θεσμικού οργάνου που θα συντονίζει την οικονομική και δημοσιονομική πολιτική των κρατών-μελών, και θα μεριμνά για τον κοινό χειρισμό των όποιων προβλημάτων θα αντιμετωπίζουν κατά καιρούς μεμονωμένα κράτη-μέλη.

 Ο παρών μηχανισμός του Μνημονίου, όπως εφαρμόζεται στην περίπτωση της Ελλάδας και της Ιρλανδίας, αποβλέπει πρωτίστως στην τιμωρία, και δευτερευόντως στη σωτηρία, κρατών-μελών που έχουν αποκλίνει από την πεπατημένη.