Η αλήθεια είναι ότι αν υπερίσχυε η αντίθετη άποψη και δεν γίνονταν εξεταστικές επιτροπές, κραυγές πάλι θα υψώνονταν. Απλώς θα είχαν διαφορετικό πρόσημο. Σ’ αυτήν την περίπτωση τα επιχειρήματα θα ήταν «δεν τόλμησαν», «δεν έκαναν μια εξεταστική ούτε για το θεαθήναι», «δεν θέλησαν να ρίξουν φως έστω εκ του ασφαλούς, αφού τα αδικήματα παραγράφηκαν» και άλλα τέτοια θεατρικά. Έτσι κι αλλιώς, ο δημόσιος διάλογος στη χώρα από κραυγή σε κραυγή πάει και πολλές φορές δεν είναι καν συνεπής. Αφού κραυγάσαμε επαρκώς για την έλλειψη θεσμικού πλαισίου που απαγορεύει στους βουλευτές να εργάζονται, μόλις αυτό θεσπίστηκε κραυγάζαμε για την ύπαρξή του, επειδή απέτρεπε σοβαρούς επαγγελματίες να ασχολούνται με την πολιτική.

Αλήθεια επίσης είναι ότι τώρα σε θέματα παραπομπής υπουργών στη Δικαιοσύνη το πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε ένα lose-lose game ή ελληνιστί «καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα». Όχι ότι δεν ευθύνεται γι’ αυτό· ευθύνεται και πολύ μάλιστα. Απλώς αυτή η ανεπεξέργαστη οργή που διακινούν τα Μέσα μπορεί τελικά να κάνει μεγαλύτερο κακό απ’ όσο θα θεραπεύσει η υλοποίηση της λαϊκής επιθυμίας «να πάει κάποιος φυλακή». Στην Ιταλία μπήκαν πολλοί φυλακή και καταπολέμηση της διαφθοράς δεν έγινε. Για την ακρίβεια, η κανονική μαφία απέκτησε άμεση πρόσβαση στην εκτελεστική εξουσία.

Οι σχέσεις της πολιτικής με τη Δικαιοσύνη είναι ένα μπερδεμένο κουβάρι. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος ποινικοποίησης πολιτικών αποφάσεων (έγινε στην Ισλανδία με την παραπομπή του πρώην πρωθυπουργού για πολιτικές αποφάσεις) όπως υπάρχει και ο αντίστροφος κίνδυνος αθώωσης κάποιων στο όνομα της ποινικοποίησης της πολιτικής. Ένα τέτοιο παιχνιδάκι παίζεται (και μάλιστα από τους ίδιους που κραυγάζουν περί ατιμωρησίας των πολιτικών) με την Εξεταστική για τα πλαστά στοιχεία που στέλναμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εδώ, κάποιοι από τους αρχάγγελους της κάθαρσης βάφτισαν τη διαδικασία «Εξεταστική για την οικονομία» και ισχυρίζονται ότι με μια πιθανή δίωξη της πλαστογραφίας θα ποινικοποιηθούν πολιτικές αποφάσεις. Το ίδιο ακριβώς επιχείρημα ορθώθηκε και στην πρόταση της κ. Ντόρας Μπακογιάννη για τα φάρμακα. Από τους ίδιους αρχάγγελους της κάθαρσης…

Τα πράγματα δυσκολεύουν από το στρεβλό νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο μάλιστα κατοχυρώθηκε και συνταγματικά. Η ατιμωρησία των πολιτικών (η οποία, σημειωτέον, προϋπήρχε της αναθεώρησης του 2001· για αυτό τον λόγο έγινε το 1989 η συγκυβέρνηση της Ν.Δ. και του τότε ενιαίου Συνασπισμού) είναι εξασφαλισμένη μετά «το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος». Αυτό αφήνει μικρά περιθώρια για τη δίωξη πολιτικών και τα μηδενίζει μετά δύο έτη.

Είναι κοινός τόπος ότι ο νόμος περί ευθύνης υπουργών πρέπει να αλλάξει, αλλά ακούγονται όλο και περισσότερες φωνές υπέρ της καταστρατήγησής του. (Λογικό είναι· το άρθρο 86 είναι ίσως ο μόνος νόμος που δεν έχουμε καταστρατηγήσει ακόμη). Αυτό θα είναι χειρότερο από έγκλημα· θα είναι λάθος γιατί ανοίγει τον ασκό του Αιόλου. Στο μόνο που μπορούμε να ελπίζουμε είναι διοικητικού τύπου μέτρα, όπως οι κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων που δεν δικαιολογούνται. Αλλά γι’ αυτό πρέπει να δουλέψουν οι δικαστές…