Διαβάζω με ενδιαφέρον, αλλά και με επιφύλαξη, τις πρωτοβουλίες του εθνικού κέντρου για την ενίσχυση της ελληνομάθειας στο χώρο της ελληνικής διασποράς.
Το  υπουργείο Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, διαβάζω,  προωθεί στοχευμένες «καινοτομίες», οι οποίες θα αποσυνδέσουν την εκπαιδευτική πολιτική του για τους απόδημους από τη «μικροπολιτική νοοτροπία» του παρελθόντος και θα την προσαρμόσουν «στις σύγχρονες ανάγκες και την πραγματικότητα της ελληνικής διασποράς».

Ενδιαφέρουσα η όψιμη αυτοκριτική του ελληνικού Κράτους για την ανυπαρξία συγκροτημένης, ενιαίας, διαρκούς κρατικής πολιτικής για την ελληνομάθεια εκτός των ελληνικών συνόρων, αλλά άνευ αξίας για τους Έλληνες της διασποράς, για τρεις, βασικά, λόγους.
Πρώτος λόγος είναι η απουσία του επίσημου ελληνικού κράτους ή η περιστασιακή παρέμβασή του στο κρίσιμο θέμα της διατήρησης της ελληνικής γλώσσας στο εξωτερικό και της μεταβίβασής της στις νέες γενιές των Ελλήνων.

Ιδιαίτερα στις υπερπόντιες χώρες η διατήρηση της ελληνικής γλώσσας και η μεταβίβασή της στις νέες γενιές, στο βαθμό που οι διαφοροποιούμενες συνθήκες επιτρέπουν, επιτεύχθηκε από τους Έλληνες μετανάστες. Επιτεύχθηκε από τους πιονέρους της διασποράς που, από την ημέρα της άφιξής του στις νέες πατρίδες του επιδίωξαν και πέτυχαν να στεγάσουν την πίστη τους και τη γλώσσα τους στους ναούς και τα σχολεία που έχτισαν, ίδρυσαν και διατηρούν με το, οβολό τους και την οικονομική στήριξή από τις κυβερνήσεις των χωρών μόνιμης διαμονής τους.

 Η ελληνική πολιτική ηγεσία απουσίασε από το σχεδιασμό της μακρόχρονης εκπαιδευτικής πολιτικής από τα κέντρα της ελληνικής διασποράς, βασικές εκφράσεις της οποίας είναι ο θεσμός των καθημερινών ομογενειακών σχολείων, η προώθηση της ελληνικής γλώσσας στην κρατική εκπαίδευση και η δημιουργία Τμημάτων Ελληνικών Σπουδών σε Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα του εξωτερικού.

 Στην Αυστραλία, για παράδειγμα, η δημιουργία των απογευματινών, Σαββατιανών, Ημερήσιων Σχολείων είναι αποκλειστικό έργο της ομογένειας. Η Εκκλησία και οι λαϊκοί οργανισμοί που δημιούργησαν τους φορείς ελληνικής εκπαίδευσης βασίστηκαν στις δικές τους προγραμματικές και υλικές δυνάμεις. Η Ελλάδα συνεισέφερε και συνεισφέρει διδακτικό υλικό και εκπαιδευτικούς, όμως η συνεισφορά αυτή καλύπτει μικρό ποσοστό, μόνο, του κόστους λειτουργίας των σχολείων μας.
Η συμβολική συμμετοχή της Ελλάδας στη δημιουργία των δομών που συντήρησαν και θα συντηρήσουν την ελληνομάθεια στην Αυστραλία, έχουν εδραιώσει την πίστη της στο μέσο ομογενή της Αυστραλίας, ότι η διατήρηση και μετάδοση της ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμού στα παιδιά, τα εγγόνια και τον ευρύτερο περίγυρό του είναι εδική του ευθύνη.

 Ο δεύτερος λόγος είναι η συγκυρία. Ο χρόνος που το εθνικό κέντρο επέλεξε να προωθήσει τις «καινοτόμες» ιδέες του για την ελληνομάθεια.
 Η οικονομική επιβίωσή της Ελλάδας εξαρτάται από τις βουλές των Ευρωπαίων δανειστών της και από κάποια χρήματα, που πιστεύει ότι θα αντλήσει από το χώρο διασποράς πουλώντας ομόλογα. Ενδιαφέρει την ελληνική κυβέρνηση, κατά συνέπεια, η αναθέρμανση των σχέσεων με τη διασπορά για να μπορέσει να την ανταλλάξει με κρατικά ομόλογα.

Μην ξεχνάμε και την ψήφο των αποδήμων. Οι απόδημοι είμαστε μία δεξαμενή ψήφων, από την οποία το ΠΑΣΟΚ και τα άλλα πολιτικά κόμματα, που στηρίζουν την παροχή δικαιώματος ψήφου στους αποδήμους, θα διεκδικήσουν ψήφους για να κρατηθούν ή να αναρριχηθούν την εξουσία.
Ο τρίτος λόγος είναι η ανευθυνότητα των Ελλήνων πολιτικών, πλην σπανίων εξαιρέσεων, στην οποία οφείλεται η εξαθλίωση της ελλαδικής παιδείας, η αγλωσσία των περισσότερων Ελλήνων και η μαζική έξοδός τους στο εξωτερικό για ανώτερες και ανώτατες σπουδές.

Είναι δυνατόν να εμπιστευθούμε την ελληνομάθεια σε τέτοιους πολιτικούς; Σαφώς όχι. Θα υποθηκεύσουν την ελληνομάθεια στους δανειστές της Ελλάδας, όπως υποθήκευσαν ολόκληρη τη χώρας στου δανειστές τους.

 Τα παραπάνω και πολλά άλλα με υποχρεώνουν να κρίνω με επιφύλαξη την πρωτοβουλία του υπουργείου Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, να αρχίσει «δημόσια διαβούλευση για την ελληνόγλωσση εκπαίδευση στη διασπορά με στόχο τη συγκρότηση μιας συνεκτικής και συνθετικής πρότασης που θα αποτυπωθεί τους αμέσως επόμενους μήνες σε νομοθετική πρωτοβουλία», κατά τη δήλωση της αναπληρώτριας υπουργού Παιδείας κ. Φώφης Γεννηματά.
Δεν πρέπει, βέβαια, να αποκλείουμε και την πιθανότητα το ενδιαφέρον της κυβέρνησης Παπανδρέου να είναι «γνήσιο». Φοβάμαι, όμως, ότι η ανεύθυνη αντιμετώπιση της Ελληνομάθειας από την πολιτική ηγεσία της Ελλάδας έχει διδάξει τους Έλληνες της διασποράς να αρκούνται στις δικές τους δυνάμεις, να μάχονται με τα δικά τους μέσα για τη διασφάλιση του μέλλοντος της ελληνομάθειας στο εξωτερικό.