Το Κιβώτιο, έργο φαντασίας, άκρως ευανάγνωστο και συναρπαστικό, κλασικό μυθιστόρημα, ωστόσο με συνεχείς παρεκβάσεις. Περιγράφει την επικίνδυνη περιπέτεια μιας 40μελούς ομάδας επίλεκτων αγωνιστών να μεταφέρουν από την πόλη Α στην πόλη Β ένα κιβώτιο αγνώστων στοιχείων, από το περιεχόμενο του οποίου αναμένεται να κριθεί η έκβαση της αποστολής.

Το κιβώτιο φτάνει στον προορισμό του, αλλά με ένα μόνο επιζώντα, τον ανώνυμο αφηγητή της ιστορίας, το μόνο μάρτυρα της διεκπεραίωσης της αποστολής. Οπότε, τίθεται ευθύς εξαρχής πρόβλημα αξιοπιστίας του, την οποία δεν είναι πλέον ικανή να προστατεύσει και εγγυηθεί το πλούσιο αγωνιστικό παρελθόν του. Έτσι αναγκάζεται να απολογείται μέσω επιστολών απέναντι σε έναν ανακριτή τον οποίο συναντά μόνο μια φορά και τού παραμένει παντελώς άγνωστος. Η υπόθεση, εντούτοις, είναι πειστική, αληθοφανής και διαβάζοντάς την το ενδιαφέρον αυξάνεται.

Τα γεγονότα είναι μέρος μιας υπαρκτής κατάστασης που παρουσιάζει τα συμπτώματα ενός αμείλικτου μηχανισμού με τις δυνάμεις του σε πλήρη εγρήγορση συντηρώντας τις ενδημικές ασθένειές του στην πιο αποτρόπαια μορφή τους.

Παρελαύνει ένας αντιπροσωπυειτκός κόσμος ανθρώπων και καταστάσεων μιας κυνικά αυτορρυθμιζόμενης πολιτείας όπου τα επισφαλή κίνητρα των μονάδων της αποκρύπτονται επιμελώς πίσω από το μανδύα της αφοσίωσης και της υστεροβουλίας. Φυσικά, ο ενημερωμένος αναγνώστης θα καταλάβει ότι παρουσιάζεται ο άκαμπτος και εν πολλλοίς αρτηριοσκληρωτικός χαρακτήρας ενός αριστερού κομματικού μηχανισμού στη διάρκεια του εμφυλίου.

 Ο Άρης Αλεξάνδρου (ψευδώνυμο του Αριστοτέλη Βασιλειάδη) γενημμένος στο Λένινγκραντ από πατέρα Ελληνοπόντιο και μητέρα Ρωσίδα το 1922 από το 1930 μένει οικογενειακώς στην Αθήνα. Το 1933 σπουδάζει στη Βαρβάκειο. Το 1940 δίνει ανεπιτυχείς εισαγωγικές στο Πολυτεχνείο και αμέσως μετά στη Ανωτάτη Εμπορική όπου και εισάγεται. Το 1941 με την είσοδο των Γερμανών γίνεται μέλος της Κομμουνιστικής Νεολαίας, αλλά παραιτείται λόγω διαφωνιών ένα χρόνο μετά. Αρχίζει να μεταφράζει ρωσική λογοτεχνία για τις εκδόσεις Γκοβόστη. Γράφει στο περιοδικό Καλλιτεχνικά Νέα. Παραμένει ανένταχτος στην αριστερά, συλλαμβάνεται από τους Άγγλους και στέλνεται στην Ελ Ντάμπα. Απολύεται το 1945. Το 1946 εκδίδει τα ποιήματα Ακόμα Τούτη Η Άνοιξη. Μεταφράζει για το αριστερό περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα. Το 1948 συλλαμβάνεται, εκτοπίζεται στο Μούδρο, μετά Μακρόνησο και Άη Στράτη. Απολύεται το 1951. Το 1952 δημοσιεύει τα ποιήματα Άγονη Γραμμή, όπου διαπιστώνεται η έντονη άρνησή του στη νοοτροπία της αριστεράς. Το 1952 οδηγείται σε δίκη όπου δεν διαχωρίζει τη θέση του και παραμένει σε διάφορες φυλακές μέχρι το 1958. Το 1959 έρχεται η ποιητική συλλογή Ευθύτης Οδών. Ακολουθεί πληθώρα μεταφράσεων και άρθρων σε αριστερά περιοδικά με αποκορύφωμα το άρθρο Ποιος Αυτοκτόνησε Τον Μαγιακόφσκι (Εποχές 1964).

Με τη δικτατορία του 1967 καταφεύγει στο Παρίσι, όπου παρά τη συνέχιση μεταφράσεων και γραψίματος περνάει δύσκολες μέρες, από οικονομική άποψη. Το 1972 θα τελειώσει εκεί Το Κιβώτιο που άρχισε να γράφει το 1966. Πρώτη έκδοση Κέδρος 1974. Το 1978 κυκλοφορεί η γαλλική του μετάφραση. Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, μετά από αλλεπάλληλα εμφράγματα, πεθαίνει στα 56 χρόνια του.

Αν και άγνωστος στους σημερινούς περί πολλών τυρβάζοντες λογοτεχνίζοντες και μεγαλοσχήμονες κριτικούς, ο Άρης Αλεξάνδρου παραμένει ένας από τους κορυφαίους μεταφραστές ρωσικής (κι μη) λογοτεχνίας αλλά και διεισδυτικούς ποιητές και κριτικούς της ανένταχτης, κατά πολλούς της ευρύτερης αντιεξουσιαστικής αριστεράς. Μνημειώδης είναι η φράση του “Δεν ανήκω σε κανένα κόμμα και σε καμιά πολιτική οργάνωση. Δεν είμαι μέλος καμιάς εκκλησίας. Δεν είμαι οπαδός καμιάς θρησκείας…” (στη συλλογή κειμένων του Έξω Απ’ τα Δόντια, εκδ. Ύψιλον 1982).