Την Τρίτη το βράδυ  παρακολούθησα την πλέον άνοστη  θεατρική παράσταση. Παρακολούθησα την «ανάκριση» του μεγιστάνα των μέσων ενημέρωσης Ρούπερτ Μέρντοκ και του γιου του Τζέιμς από μέλη της αγγλικής βουλής, για το σκάνδαλο των υποκλοπών από δημοσιογράφους του συγκροτήματός του, κατά πολλούς το μεγαλύτερο σκάνδαλο μετά το διαβόητο «Γουότεργκέιτ».

Η «ανάκριση» ήταν, κατά την κρίση μου, μία παρωδία, που δεν δικαιολόγησε το θόρυβο και τις προσδοκίες των Βρετανών πολιτών και του υπόλοιπου κόσμου. Δεν εκμαίευσε από τους «ανακρινόμενους» Μέρντοκ τη συγκλονιστική μαρτυρία που θα φωτίσει το σκάνδαλο και θα βοηθήσει τη βρετανική δικαιοσύνη να καταμερίσει ευθύνες και να αποτρέψει με παραδειγματικές, ισοπεδωτικές ποινές  την επανάληψη όμοιων φαινομένων στο μέλλον.

Οι «ανακριτές»-μέλη ειδικών επιτροπών του βρετανικού κοινοβουλίου, ήταν πολύ αδέξιοι στο ρόλο τους. Τόσο αδέξιοι, που μου δημιούργησαν την εντύπωση ότι συμμετείχαν στην κατ’ ευφημισμόν ανάκριση για να εισπράξουν το επίδομα παράστασης, που δικαιούνται.

Δεν άκουσα τις σκληρές, κοφτερές ερωτήσεις που περίμενα,  προς τους ιδιοκτήτες του εκδοτικού οίκου που έσυρε τη δημοσιογραφία στη λάσπη, που κλόνισε την εμπιστοσύνη του κοινού, ανά τον κόσμο, στους δημοσιογράφους και το λειτούργημά τους, που καθιέρωσε και  εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τη δημοσιογραφία της εξαγοράς ανθρώπινων συνειδήσεων.

Οι λίγες, ουσιαστικές πληροφορίες που προέκυψαν από την ανάκριση -για παράδειγμα η επανειλημμένη είσοδός τους στο πρωθυπουργικό γραφείο από την πίσω πόρτα- δόθηκαν αυτόβουλα από το Ρούπερτ Μέρντοκ και το γιο του για να καταδείξουν, μάλλον, ότι οι πολιτικοί που τους «δικάζουν» σήμερα, τους κανάκευαν πριν το σκάνδαλο με όλες τις προλήψεις που επιβάλει η παρασκηνιακή συνεργασία κυβερνώντων με ιδιοκτήτες των μέσων ενημέρωσης.
Αντίθετα, οι ανακρινόμενοι Μέρντοκ και, αργότερα, η πρώην σιδηρά κυρία του συγκροτήματος, Ρεβέκκα Μπρουκς, προσήλθαν στην ανάκριση άριστα προετοιμασμένοι, μάλλον άριστα καθοδηγημένοι από τους ακριβοπληρωμένους νομικούς συμβούλους τους.
Οι απολογίες τους ήταν άριστα δομημένες. Πατέρας και γιος ξεκίνησαν με μία «ειλικρινή» έκφραση συγγνώμης για «το φιάσκο» των υποκλοπών.
Ο Τζέιμς Μέρντοκ εξέφρασε «βαθύτατη λύπη» για το σκάνδαλο και ζήτησε συγγνώμη «ιδιαίτερα από όσους έπεσαν θύματα της παράνομης πρόσβασης σε ηχητικά μηνύματα και στις οικογένειές τους».

«Ειλικρινή» δήλωση έκανε και ο πατέρας Μέρντοκ, ότι το προσωπικό του τον «παραπλάνησε» για να τονίσει, ότι η ημέρα της ανάκρισής του από μέλη του αγγλικού κοινοβουλίου ήταν «η πιο χειρότερη ημέρα της ζωής του».

Μπορεί να ήταν ειλικρινείς οι δηλώσεις «μετανοίας» και «συγγνώμης» του Ρούπερτ Μέρντοκ και του γιού του, αλλά εγώ τις αξιολόγησα ως προσπάθειες εξευμενισμού των ανακριτών τους, του βρετανικού λαού και της διεθνούς κοινότητας, που παρακολουθούσε την παράσταση. 

Είχε προετοιμάσει, άλλωστε, το κλίμα ο πρόεδρος της Επιτροπής Πολιτισμού, Μέσων Ενημέρωσης και Αθλητισμού Τζον Γκουιντέιλ, με το σχόλιό του, ότι οι παρατυπίες και οι παρανομίες που διέπραξαν μέλη του προσωπικού της δυναστείας Μέρντοκ «προκάλεσαν σοκ και θυμό σε ολόκληρη τη χώρα».
Άριστος και ο επίλογος των ανακρινομένων. Προσέφεραν τις ρητές διαβεβαιώσεις, ότι «το σκάνδαλο δεν πρόκειται να επαναληφθεί» γι’ αυτό και ο πατέρας Μέρντοκ, που είναι ο καταλληλότερος «να διορθώσει τα κακώς κείμενα», παραμένει στην ηγεσία του διεθνούς κολοσσού.

Δηλώσεις μετανοίας και αποτροπιασμού και από την πρώην σιδηρά κυρία του συγκροτήματος Ρεβέκκα Μπουκς. Αποδοκίμασε, και αυτή, με βδελυγμία, τις υποκλοπές και δήλωσε πλήρη άγνοια για τη διάπραξή τους.

Απολαμβάνοντας ένα τσιγάρο, μετά τη λήξη της παράστασης, έκανα άθελα συγκρίσεις της «ανάκρισης» των Μέρντοκ με τις «ανακρίσεις» Ελλήνων πολιτικών για τα πολλά και ποικίλα σκάνδαλα του ελλαδικού χώρου. Κατέληγα δε στο συμπέρασμα, ότι η υπόθεση Μέρντοκ  θα έχει το αποτέλεσμα των ελλαδικών ανακρίσεων. Δηλαδή έκδοση πορίσματος «ήξεις, αφίξεις» που θα καταλήξει στο αρχείο.