Oι ειδήσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες δείχνουν πως ο Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα και το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων ξεπέρασαν την αντιπαράθεση των τελευταίων μηνών, και στο παρά πέντε, συμφώνησαν στην αύξηση του ανώτερου ορίου για τη δημόσιο χρέος.

Το Σύνταγμα των ΗΠΑ προβλέπει πως το δημόσιο χρέος δεν πρέπει να υπερβαίνει το ποσό των 14,3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Αν τα έσοδα της χώρας δεν επαρκούν για τις εσωτερικές της ανάγκες και για την πληρωμή των τόκων στους δανειστές της, το ανώτερο όριο του δημόσιου χρέους μπορεί να αυξηθεί μόνο αν το Κογκρέσο, δηλαδή η Βουλή των Αντιπροσώπων και η Γερουσία, συμφωνήσουν για την αλλαγή του σχετικού άρθρου του Συντάγματος.
Αν δεν είχε επιτευχθεί η συμφωνία της 1ης Αυγούστου, την επομένη, δηλαδή στις 2 Αυγούστου, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ δεν θα μπορούσε να εγκρίνει τη σύναψη νέων δανείων, γιατί μια τέτοια έγκριση θα ήταν αντισυνταγματική. Αυτό θα σήμαινε πως η μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου δεν θα ήταν σε θέση, μεταξύ άλλων, να πληρώσει τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων και τις συντάξεις, και να χρηματοδοτήσει τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας.
Αρχικά ο Μπαράκ Ομπάμα είχε προτείνει την αύξηση της φορολογίας για τα υψηλά εισοδήματα, την οποία ο προηγούμενος Πρόεδρος, Τζορτζ Μπους είχε σταδιακά μειώσει, με αποτέλεσμα να μειωθούν σημαντικά τα κρατικά έσοδα, και η χώρα να αναγκασθεί να καταφεύγει στα δάνεια για την κάλυψη των αναγκών της. Μέχρι που τα δάνεια έφτασαν στο αστρονομικό ποσό των 14,3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων.

Οι Ρεπουμπλικάνοι, όμως, οι οποίοι έχουν την πλειοψηφία στη Γερουσία, επέμεναν για περικοπές στον προϋπολογισμό της χώρας, οι οποίες θα πλήξουν κυρίως την εργατική τάξη, τους συνταξιούχους και τους άνεργους.

Με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν παρόμοιο με την Ελλάδα πρόβλημα, δηλαδή οι κρατικές δαπάνες είναι μεγαλύτερες από τα κρατικά έσοδα, υποχρεώνοντας τις κυβερνήσεις τους να καλύπτουν τα ελλείμματα στους προϋπολογισμούς τους με τη σύναψη αλλεπάλληλων δανείων.

Η διαφορά μεταξύ των δύο χωρών είναι ότι η οικονομική κρίση που μαστίζει την Ελλάδα είναι μεγαλύτερης έντασης από την οικονομική κρίση των ΗΠΑ, αφού το δημόσιο χρέος της Ελλάδας ανέρχεται στο 150% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, ενώ των ΗΠΑ πλησιάζει το 100%..
Εδώ αξίζει να σημειώσω πως, σύμφωνα με τον Nicola Kristof, βραβευμένο σχολιαστή της εφημερίδας New Yorker Times, οι ΗΠΑ είναι η τρίτη στη σειρά χώρα στον κόσμο, μετά την Ελλάδα και την Αίγυπτο, στο ύψος του δημόσιου χρέους.

Παρά τη συμφωνία που έχει επιτευχθεί μεταξύ του Προέδρου Ομπάμα και των Ρεπουμπλικάνων, οι οίκοι αξιολόγησης, αν και αμερικανικοί, δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο να μειώσουν την πιστοληπτική αξιολόγηση ΑΑΑ των ΗΠΑ, εάν στους επόμενους μήνες το αυξημένο χρέος, και οι περικοπές επιδεινώσουν την οικονομική ύφεση.

Ο Paul Krugman, Αμερικανός Νομπελίστας Καθηγητής Οικονομικών, είναι της άποψης πως αυτή θα είναι η έκβαση της συμφωνίας μεταξύ του Προέδρου Ομπάμα και των Ρεπουμπλικάνων, ότι δηλαδή θα ενταθεί η παρούσα ύφεση στην οικονομία της Αμερικής.

Σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα The Age (2 Αυγούστου 2011), ο Krugman γράφει: «Η συμφωνία αυτή καθ’ αυτή, σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, αποτελεί καταστροφή, όχι μόνο για τον Ομπάμα, αλλά και για το Κόμμα του. Θα πλήξει την οικονομία που ήδη βρίσκεται σε ύφεση, θα διευρύνει το δημοσιονομικό έλλειμμα, αντί να το μειώσει, και το χειρότερο απ’ όλα, θα οδηγήσει την Αμερική στον κατωφερή δρόμο προς τη δημοκρατία της μπανανίας». Με δημοκρατία της μπανανίας ο Krugman εννοεί πως οι ΗΠΑ θα γίνουν σαν τις χώρες της λατινικής Αμερικής.

Ο Krugman σημειώνει πως όταν η οικονομία μιας χώρας βρίσκεται σε ύφεση, το χειρότερο που μπορείς να κάνεις είναι να μειώσεις τις κρατικές δαπάνες, γιατί έτσι συμβάλλεις στην περαιτέρω μείωση της ζήτησης για αγαθά και υπηρεσίες, με αποτέλεσμα την αύξηση της ανεργίας, η οποία με τη σειρά της επενεργεί αρνητικά στην κατανάλωση. Σε μια τέτοια κατάσταση ανατροφοδοτούμενης ύφεσης τα κρατικά έσοδα μειώνονται, καθιστώντας αναγκαία την αύξηση των δανείων, και ως εκ τούτου του δημόσιου χρέους. Με άλλα λόγια, εδώ βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη το φαινόμενο του φαύλου κύκλου.

ΚΑΝΟΥΝ ΠΟΛΕΜΟΥΣ ΜΕ ΔΑΝΕΙΚΑ ΛΕΦΤΑ

Εκείνο όμως που εξέθεσε το αμερικανικό πρόβλημα σε όλο το μέγεθός του είναι η έκθεση μελέτης του Γουάτσον Ινστιτούτου Διεθνών Σπουδών (Watson Institute for International Studies) του Πανεπιστημίου Brown των Ηνωμένων Πολιτειών, που δημοσιοποιήθηκε πρόσφατα.
Σύμφωνα με τη μελέτη αυτή το κόστος του πολέμου των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν από το 2001 και στο Ιράκ από το 2003 στοίχισε 4,4 τρισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή κοντά στο ένα τρίτο του δημόσιου χρέους.

Με άλλα λόγια, η μεγαλύτερη οικονομία και στρατιωτική δύναμη της εποχής κάνει πολέμους με δανεικά λεφτά, αφού δεν μπορεί να καλύψει τα έξοδά τους με κονδύλια από τους προϋπολογισμούς της. Η ειρωνεία είναι ακόμη πιο εμφανής όταν σκεφτούμε πως η μεγαλύτερη καπιταλιστική χώρα του κόσμου δανείζεται από την μεγαλύτερη κομουνιστική χώρα της εποχής μας, την Κίνα, για να κάνει τους επεκτατικούς της πολέμους, και να καλύψει τα εσωτερικά της ελλείμματα.
Ακόμη και να σταματήσει σύντομα ο πόλεμος στο Αφγανιστάν, το οικονομικό παθητικό για τις ΗΠΑ θα συνεχίσει να αυξάνεται για χρόνια, για την κάλυψη των ιατρικών δαπανών που θα απαιτούνται στις επόμενες δεκαετίες για τραυματίες βετεράνους, οι οποίοι υπολογίζονται στις 500.000.

Το οικονομικό κόστος των πολέμων στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν για τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι μεγαλύτερο από το κόστος που υπέστησαν κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, το οποίο υπολογίζεται σε 4,1 τρισεκατομμύρια δολάρια με σημερινές τιμές.

Εκτός από το οικονομικό κόστος για τις ΗΠΑ που προκύπτει από τους πολέμους αυτούς, η ίδια μελέτη υπολογίζει πως 224.000 άμαχοι στις εν λόγω χώρες έχασαν τη ζωή τους, και κοντά στα 8 εκατομμύρια άτομα αναγκάστηκαν να εκτοπιστούν ή να εκπατριστούν. Αυτή είναι η κληρονομιά του Τζορτζ Μπους στη χώρα του και στην ανθρωπότητα.

ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΑΚΥΒΕΡΝΗΣΙΑΣ

Στις 31 Ιουλίου 2011 η αθηναϊκή εφημερίδα Το Βήμα δημοσίευσε άρθρο με τον παραπάνω τίτλο, τον οποίο βρήκα πολύ εύστοχο, καθότι δίνει παραστατικά την ανικανότητα των ΗΠΑ να λάβουν τα μέτρα που απαιτούνται για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, και για τη θέσπιση προγραμμάτων κοινωνικής πρόνοιας ούτως ώστε να καλυφθούν, στο μέτρο του δυνατού, οι βασικές ανάγκες των ανέργων, οι οποίοι έχουν περάσει τα δέκα εκατομμύρια άτομα, και να μειωθούν οι ουρές των φτωχών που σε ημερήσια βάση καταφεύγουν σε φιλανθρωπικά ιδρύματα για ένα πιάτο φαΐ.

Πράγματι, η εισοδηματική ανισότητα στις ΗΠΑ έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις, όπως φαίνεται από το άρθρο του βραβευμένου Αμερικανού σχολιαστή της εφημερίδας New York Times, Nicholas D. Kristof. Σε άρθρο του με τίτλο «Οι Ηνωμένες Πολιτείες των κερδοσκόπων», δημοσιευμένο στην αθηναϊκή εφημερίδα Το Βήμα (19 Νοεμβρίου 2010), ο Kristof σημειώνει πως το πλουσιότερο 10% των Αμερικανών ελέγχει περισσότερο από το 70% του συνολικού πλούτου της χώρας. Γράφει σχετικά: «Αυτό που ήθελα να πω ήταν ότι σήμερα οι πιο πλούσιοι της πλουτοκρατίας ελέγχουν ουσιαστικά μεγαλύτερο μέρος της πίτας στις ΗΠΑ παρά σε ιστορικώς ασταθείς χώρες όπως η Νικαράγουα, η Βενεζουέλα και η Γουιάνα».

Ο Kristof φαίνεται να συμφωνεί απόλυτα με τον Paul Krugman, σε σχόλια του οποίου αναφέρθηκα πιο πάνω. Και αυτός εκφράζει την άποψη πως όταν μια χώρα βρίσκεται σε οικονομική ύφεση, δίνεις μεγαλύτερη ώθηση στην οικονομία με προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας, γιατί έτσι παρέχεις τη δυνατότητα στους άνεργους και στους χαμηλόμισθους να αυξήσουν τη ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες, με αποτέλεσμα τις αυξημένες επενδύσεις, οι οποίες με τη σειρά τους δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας.

Ο Kristof αναφέρεται και στις απόψεις του Εμμάνουελ Σάεζ, ο οποίος είναι Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας Μπέρκλεϊ, και θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους ειδικούς σε ζητήματα ανισότητας παγκοσμίως.

Σύμφωνα με τον Σάεζ, στο μεγαλύτερο μέρος της αμερικανικής ιστορίας υπήρχε σημαντικά μεγαλύτερη ισότητα στη διανομή του εισοδήματος από ότι στις ημέρες μας. Αν και σε άλλες βιομηχανοποιημένες χώρες παρατηρείται αύξηση στην ανισότητα, αυτό δεν έγινε στο βαθμό που βλέπουμε στις ΗΠΑ.
Προς το παρόν η διεθνής χρηματαγορά έχει πάρει ανάσα, αφού στις Ηνωμένες Πολιτείες έχει αποφευχθεί, τουλάχιστον προς το παρόν, η στάση πληρωμών στους δανειστές για τους τόκους, και το χάος που θα επικρατούσε στην επικράτεια της χώρας αν η Κυβέρνηση δεν είχε να πληρώσει, μεταξύ άλλων, τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων και τις συντάξεις.

Η προοπτική όμως του διογκωνόμενου δημόσιου χρέους της μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου μεταθέτει χρονικά, δεν επιλύει τελεσίδικα, το πρόβλημα όχι μόνο για τις ΗΠΑ, αλλά και για την παγκόσμια οικονομία.