Στις 28 Ιουνίου 2006, ο ΟΗΕ υποδέχτηκε στους κόλπους του το 192ο κράτος-μέλος του, το Μαυροβούνιο. Λίγα πράγματα είναι γνωστά για ένα από τα μικρότερα κράτη της Ευρώπης. Είναι παράδοξο το ότι αυτό το απομεινάρι της πρώην Γιουγκοσλαβίας πέτυχε την επίσημη είσοδό του στον ΟΗΕ την ημέρα της επετείου της Μάχης του Κοσόβου, γεγονότος υπέρτατης σημασίας για την αντίληψη της σερβικής ταυτότητας.

Η ανεξαρτησία του Μαυροβουνίου διακηρύχθηκε επίσημα στις 3 Ιουνίου 2006 μετά το δημοψήφισμα που διεξήχθη στις 21 Μαίου 2006. Με προσέλευση 86,5%, 230.711 ψηφοφόροι (55,5%) ψήφισαν υπέρ της ανεξαρτησίας και 184.954 (44,5%) εναντίον. Ήταν αμφισβητούμενο το αποτέλεσμα, αλλά δεν έπεσε μέσα στη «γκρίζα ζώνη» (50-55%) όπου θα προκαλούσε προβλήματα αποδοχής.

Για να είμαι ειλικρινείς για μένα το αποτέλεσμα ήταν έκπληξη. Κι αυτό γιατί, πρώτον, υπάρχουν πάρα πολλά εθνικά, θρησκευτικά, γλωσσολογικά και πολιτιστικά στοιχεία που ενώνουν τους Σέρβους και τους Μαυροβούνιους. Δεύτερον, το μικρό μέγεθος του Μαυροβουνίου είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχει πάντα ως μια αβέβαιη και ανασφαλής οντότητα, από οικονομικής και πολιτικής πλευράς. Υπήρχαν πλεονεκτήματα στο να είσαι μέλος ενός μεγαλύτερου πολιτικού συμπυκνώματος.

Ίσως να επηρεάστηκα διότι είχα διαβάσει τα έργα του Μίλοβαν Τζίλας, ενός από τους πιο αγαπητούς γιους του Μαυροβουνίου. Από παρτιζάνος με πρωταγωνιστικό ρόλο και κορυφαίο στέλεχος του Γιουγκοσλαβικού Κομμουνιστικού Κόμματος, κατέληξε αντικαθεστωτικός και πολιτικός κρατούμενος. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι από το μυθιστόρημά του «Μαυροβούνιο»:

»Είμαι Μαυροβούνιος γιατί είμαι Σέρβος, αλλά είμαι Σέρβος γιατί είμαι Μαυροβούνιος. Εμείς οι Μαυροβούνιοι είμαστε το αλάτι των Σέρβων. Όλη η δύναμη των Σέρβων δεν είναι εδώ (στο Μαυροβούνιο) αλλά η ψυχή τους είναι ».

Ο Τζίλας θεωρείτο ο φανερός διάδοχος του Τίτο πριν τη ρήξη των δύο ανδρών. Πίστευε θερμά στην γιουγκοσλαβική ιδέα και θεωρούσε ότι η μελλοντική ευημερία του Μαυροβουνίου θα εξυπηρετείτο με την επιτυχία αυτής της ομοσπονδίας. Ήταν πολύ οξυδερκής στην πρόβλεψη της κατάρρευσης της Γιουγκοσλαβίας.
«Με το θάνατο του Τίτο θα υπάρχει μια φυσική τάση προς τον συγκεντρωτισμό… αυτός ο συγκεντρωτισμός δεν θα πετύχει διότι θα συναντήσει εθνικο-πολιτικά κέντρα επιρροής των κρατών της Ομοσπονδίας. Εδώ δεν μιλάμε για κλασσικό εθνικισμό, αλλά κάτι πιο επικίνδυνο, ένα γραφειοκρατικό εθνικισμό που βασίζεται στο οικονομικό συμφέρον. Έτσι θα επέλθει η κατάρρευση του γιουγκοσλαβικού συστήματος.»

Το Μαυροβούνιο όπως και οι γειτονικές βαλκανικές χώρες του έχουν μια ιστορία βαμμένη με αίμα και γεμάτη πολέμους. Έχει μια ιστορία όπου η πολύπλοκη και μετακινούμενη πολιτιστική και πολιτική ταυτότητα της χώρας μεταμορφώνεται συνεχώς από τις εσωτερικές και εξωτερικές εξελίξεις. Το ακόλουθο απόσπασμα εγκλείει πράγματι την πολύπλοκη και ταραχώδη ιστορία της:

« Ένα άτομο που είχε γεννηθεί στη Κετίγνη, παλαιά πρωτεύουσα του Μαυροβουνίου, στο 1908 και είχε μείνει εκεί μέχρι το θάνατό του στο 2008, θα είχε δει αρκετούς πολέμους και τρομερές κοινωνικές αναταραχές και θα είχε ζήσει σε έξι διαφορετικά κράτη δίχως να έχει εγκαταλείψει τον τόπο γεννήσεώς του. Όμως αυτό το άτομο θα είχε γεννηθεί και πεθάνει στο ανεξάρτητο Μαυροβούνιο. Ότι τόσες πολλές ανακατατάξεις θα μπορούσαν να συμβούν σε μια ζωή είναι υπόδειγμα της θυελλώδης σύγχρονης ιστορίας του Μαυροβουνίου. Επιπλέον, εξηγεί τις ιστορικές αμφιβολίες γύρω από την ταυτότητα και τις συνεχείς συζητήσεις για το έθνος και κράτος στο Μαυροβούνιο». (Μαυροβούνιο – Μια Σύγχρονη Ίστορία, Μόρρισον)

Το Μαυροβούνιο αναγνωρίστηκε επίσημα ως ανεξάρτητο κράτος το 1878 στο Συνέδριο του Βερολίνου. Τους προηγούμενους αιώνες μέρη που αποτελούν το σημερινό Μαυροβούνιο υπήρξαν κυρίως υπό οθωμανική, αλλά και ενετική κυριαρχία. Το ορεινό έδαφος και η άγρια πολεμική και φυλετική κουλτούρα του λαού της είχε ως αποτέλεσμα μερικά τοπία της χώρας να μην υποκύψουν ποτέ στον οθωμανικό ζυγό. Από το 1515 έως το 1851 το Μαυροβούνιο κυβερνιόνταν από πριγκιπο-επισκόπους (Βλάντικες). Ο πιο διάσημος ήταν ο Πέτρος Β’ Πέτροβιτς-Νζέγος, ένας ταλαντούχος ποιητής και φλογερός μεταρρυθμιστής, που καλλιέργησε την αναβίωση της μάθησης και της κουλτούρας. Το κληροδότημά του είναι το έργο «Το Ορεινό Στεφάνι», ένα επικό ποίημα που θεωρείται αριστούργημα της μαυροβουνιώτικης και σερβικής Λογοτεχνίας. Αυτό το αριστούργημα διδάσκεται υποχρεωτικά σε όλους τους μαθητές στο Μαυροβούνιο όπου ξοδεύουν ώρες ολόκληρες μαθαίνοντας στίχους απ’ έξω και συζητώντας κομμάτια που αποτελούν πηγές λαικής σοφίας και σοφιών παροιμιών.

Το Πριγκιπάτο του Μαυροβουνίου κέρδισε κάποια εδάφη με τους Βαλκανικούς Πολέμους. Με την έναρξη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, εισέβαλαν εκεί αυστρο-ουγγρικές δυνάμεις το 1915. Στη διάρκεια της κατοχής ο βασιλιάς Νικόλαος Α’ αναγκάστηκε να καταφύγει στη Γαλλία. Στο μεταξύ, δυνάμεις εναντίον της κυριαρχίας του βασιλιά (οι Λευκοί) που υποστήριζαν την ένωση με τη Σερβία, οργάνωσαν την Σύνοδο της Ποντγκόριτσα τον Νοέμβριο του 1918. Μετά τις εθνικές εκλογές, οι Λευκοί είχαν την πλειοψηφία στην κυβερνητική ομάδα που εκλέχθηκε. Οι άμεσες αποφάσεις που πάρθηκαν στην Σύνοδο ήταν η εκθρόνιση του βασιλιά και της δυναστείας  του και το ξεκίνημα της ένωσης του Μαυροβουνίου με τη Σερβία.

Ήταν μια αμφισβητήσιμη εποχή στην ιστορία του Μαυροβουνίου. Μην ξεχνάμε ότι ήταν και μια εποχή ανταγωνιζόμενων εθνικών ιδεών. Γινόταν και μια αναγέννηση όπου πολλοί προωθούσαν την ιδέα του γιουγκοσλαβισμού, μια ιδέα που έδινε έμφαση στις κοινές και γλωσσολογικές σχέσεις μεταξύ των νοτιοσλαβικών λαών ως βάση μιας συνεργασίας και, αργότερα, μιας πολιτικής ενότητας. Ακόμα και ο βασιλιάς δεν ήταν εναντίον μιας ένωσης με τη Σερβία που αργότερα θα αποτελούσε τη βάση ενός μελλοντικού Γιουγκοσλαβικού κράτος. Το ζήτημα ήταν η ιδιότητα της ένωσης.

Οι αντίπαλοι (Οι Πράσινοι) των αποφάσεων της Συνόδου της Ποντγκόριτσα πίστευαν ότι έγινε ήταν προσάρτηση και όχι μια δίκαια ένωση. Η προτίμησή τους ήταν μια συνομοσπονδία, η οποία αναγνώριζε τον ειδικό χαρακτήρα του Μαυροβουνίου. Την 1 Δεκεμβρίου 1918 ανακηρύχτηκε το Βασίλειο των Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων που περιλάμβανε εδάφη από την πρώην Αυστρο-Ουγγρική Αυτοκρατορία και το Βασίλειο της Σερβίας. Η Σερβία κανόνισε ο όρος «Μαυροβούνιο» να απορροφηθεί από τους Σέρβους, έτσι δεν χρειάστηκε να φανεί στο τίτλο του πρώτου Γιουγκοσλαβικού κράτος.

Μετά την κατοχή των δυνάμεων του Άξονα, μια καινούργια Γιουγκοσλαβία φανερώθηκε όπου το Μαυροβούνιο ήταν μια Δημοκρατία στο πλαίσιο μιας σοσιαλιστικής ομοσπονδίας. Ο καινούργιος αρχηγός της ήταν ο Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, ο επικεφαλής των παρτιζάνων, οι οποίοι, κυρίως, καθοδηγούσαν την εθνική αντίσταση. Οι Μαυροβούνιοι είχαν σημαντική παρουσία στους κόλπους των παρτιζάνων και ήταν έντονοι υποστηρικτές των πολιτικών σχεδιασμών μετά τον πόλεμο. Ως στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος είχαν μεγάλη παρουσία και στις Ένοπλες Δυνάμεις, σε σχέση με τον πληθυσμό τους. Επιπλέον, αφού ήταν μια από τις υποανάπτυκτες περιοχές, στο Μαυροβούνιο παραχωρούνταν δυσανάλογα επενδυτικά κεφάλαια.

Τα πράγματα πήραν την κάτω βόλτα με την αναχώρηση του Τίτο από το προσκήνιο, τη χειροτέρευση της οικονομίας και το ολοένα αυξανόμενο χρέος. Η επιθυμία των Δημοκρατιών της Ομοσπονδίας να αποσυρθούν και οι στρατιωτικές συγκρούσεις που εμφανίστηκαν με το διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας που προκλήθηκαν από τα διάφορα συμφέροντα, είχαν σοβαρό αντίκτυπο για το Μαυροβούνιο.

Στις αρχές του 1990, μία-μία οι Γιουγκοσλαβικές Δημοκρατίες άρχισαν να αναζητούν ανεξαρτησία. Το Μαυροβούνιο έμεινε ένθερμος υποστηρικτής του ό,τι είχε απομείνει από την Ομοσπονδία, η Σερβία και το Μαυροβούνιο, με ηγέτη τον Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Ο Βοσνιακός Πόλεμος έφερε το εμπορικό εμπάργκο εκ μέρους του ΟΗΕ στη Σερβία και, αργότερα, η κρίση στο Κόσσοβο προκάλεσε σοβαρά μεταβατικά τραύματα και κοινωνικές δυσκολίες στο Μαυροβούνιο. Με την οικονομία της να κατρακυλάει, τον τουρισμό να βουλιάζει, με την άνοδο της μαύρης οικονομίας, την εισροή προσφύγων πολέμου και την  ιδιωτικοποίηση πολλών επιχειρήσεων, η πολιτική ηγεσία του Μαυροβουνίου άρχισε να απομακρύνεται από τη Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία και ξεκίνησε να έχει βλέψεις υπέρ εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας. Οι σχέσεις με την Σερβία χειροτέρευσαν και το Μαυροβούνιο ζητούσε μια πιο εύκαμπτη Ομοσπονδία. Άρχισε να αποσπάται από ομοσπονδιακά ιδρύματα και, αργότερα, υιοθέτησε το μάρκο ως επίσημο νόμισμα μαζί με το δινάρι το 1999. Αργότερα το ευρώ πήρε τη θέση του μάρκου. Επιπλέον, άρχισε να διαφοροποιείται η εξωτερική πολιτική της. Ζητούσε οικονομική βοήθεια από τη Δύση και έκανε διαβήματα για να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η φορά που πήραν τα πράγματα μετά από όλες αυτές τις αλλαγές έφερε τελικά την ανεξαρτησία με το δημοψήφισμα του 2006.

Με πληθυσμό που απαριθμεί λιγότερο από 700.000, μια αδύνατη οικονομία και έναν λαό που είναι διχασμένος στο ζήτημα της ανεξαρτησίας και της ταυτότητας, ο δρόμος μπροστά είναι δύσκολος. Σαν όλες τις νεοσύστατες χώρες, η σημερινή πολιτική ηγεσία του Μαυροβουνίου προσπαθεί να αποκτήσει μια εθνική ταυτότητα ξεχωριστή από τη σερβική. Προωθεί τη δική της γλώσσα με την τροποποίηση του αλφάβητου και υποστηρίζει μια εκκλησιαστική δομή αποκομμένη από το Σερβικό Πατριαρχείο. Η ανεξαρτησία της χώρας έχει μπει στο έκτο έτος και πολλοί από τους μη υποστηρικτές αρχίζουν να δέχονται ότι είναι σε ένα αμετάτρεπτο δρόμο. Η κύρια πρόκληση είναι πως να μετατραπεί αυτή η χώρα που ήταν πλούσια κάποτε σε μια ευημερή οντότητα. Παρά τη σημαντική πρόοδο τα τελευταία χρόνια, παραμένουν σοβαρά προβλήματα κατάχρησης εξουσίας, οργανωμένου εγκλήματος, νεποτισμού και δομικής μεταρρύθμισης που θέλουν προσοχή.

Το Μαυροβούνιο έχει ανάγκη να εφεύρει εκ νέου τον εαυτό του οικονομικά, με τις  αμοιβές να καταμερίζονται πιο δίκαια. Δεν μπορεί να δώσει πολύ βάση στο τουρισμό αφού επηρεάζεται από πολιτική και οικονομική αστάθεια. Το πείσμα και η αντοχή είναι τα πρωτοπόρα χαρακτηριστικά των Μαυροβουνίων στη διάρκεια της ιστορίας τους. Τώρα που είναι και πάλι ανεξάρτητοι, αλλά σε μια κοινωνία πιο πολύπλοκη, πιο ασταθή και πιο αλληλοεξαρτώμενη, πρέπει να ξαναβρούν τη εσωτερική δύναμή τους για να αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις του μέλλοντος.