Αυτό το ρημάδι το «μήνυμα των εκλογών» εμείς μεταξύ μας μπορούμε να το κόβουμε και να το ράβουμε κατά βούληση και να το φορτώνουμε με ερμηνείες και παρερμηνείες μέχρι να ξημερώσει η επόμενη μετεκλογική Δευτέρα. Εκτός συνόρων, όμως, το μήνυμα ελήφθη με απλό και μονοσήμαντο τρόπο: το «ελληνικό πρόγραμμα διάσωσης», δύο χρόνια μετά την ελαττωματική καθέλκυσή του και αφού πρόλαβε να περάσει από σαράντα κύματα, ναυάγησε.

Η Ελλάδα επέστρεψε, έτσι, με πάταγο στους τίτλους των εφημερίδων του κόσμου ως «καταιγίδα πάνω από την Ευρώπη», «αχίλλειος πτέρνα» της ευρωζώνης ή «δηλητήριο που (τη) μολύνει με τέτανο». Και η συζήτηση άνοιξε ξανά, σε δημοσιογραφικές στήλες και πολιτικά γραφεία: τι να κάνουμε με την Ελλάδα;

Η συζήτηση αυτή φέρνει αντιμέτωπες δύο διαμετρικά αντίθετες απαντήσεις, που αντιστοιχούν σε δύο διαμετρικά αντίθετες ιδέες για την Ευρώπη.
Η πρώτη στοιχίζεται πίσω από τον κωδικό «Grexit», που σημαίνει ελληνική έξοδος (από το ευρώ). Η Ελλάδα -σύμφωνα με την ανάλυση αυτή- είναι «χαμένη υπόθεση» και η έξοδός της από το ευρώ μπορεί, εντέλει, να αποδειχθεί ωφέλιμη. Όχι για την ίδια, βεβαίως, κάθε άλλο. Αλλά για την ευρωζώνη, η οποία αφού ακρωτηριαστεί και καυτηριάσει (με πόνο και χρήμα) την πληγή θα οδηγηθεί προς την, διά της λιτότητας, ίαση της κρίσης, πιο συντεταγμένη και πειθαρχημένη.

Ο γερμανικός Τύπος είναι γεμάτος αναλύσεις αυτής της λογικής. «Η έξοδος της Ελλάδας θα δώσει ένα μάθημα πειθάρχησης στις άλλες χώρες», έγραφε η «Frankfurter Allgemeine Zeitung». Θα δουν τα συντρίμμια της ελληνικής καταστροφής οι υπόλοιποι και θα εγκαταλείψουν κάθε αντίλογο στην πολιτική της λιτότητας. «Η έξοδος της Ελλάδας θα κάνει την ευρωζώνη ισχυρότερη», πλειοδοτούσε η «Die Welt» με ανάλογα επιχειρήματα – πως όταν όλοι δουν τις συμφορές που θα βρουν τους Έλληνες κανείς πια δεν τολμήσει να τους μιμηθεί. Και η αριστερή «Tagesspiegel» σημείωνε πως ο κίνδυνος μετάδοσης του ιού της ελληνικής εξόδου σε άλλες χώρες είναι, τώρα πια, περιορισμένος και αντιμετωπίσιμος.

Είναι σαν να επιστρέφουμε στους πρώτους μήνες του 2010, όταν η κ. Μέρκελ απαντούσε σε όσους προειδοποιούσαν πως η «ελληνική διάσωση» γίνεται με όρους υπερβολικά σκληρούς και με δημοσιονομικούς στόχους μη ρεαλιστικούς, πως έτσι ακριβώς πρέπει να γίνει ώστε κανείς άλλος να μη ζηλέψει και ζητήσει παρόμοια «διάσωση».
Από την άλλη, μια μεγάλη γκάμα πολιτικών και αναλυτών προειδοποιούν ότι μια «απώλεια της Ελλάδας» μπορεί να αποβεί μοιραία για την ευρωζώνη. Και πως, όπως η «τιμωρητική» διάσταση του πρώτου Μνημονίου επιτάχυνε, αντί να ματαιώσει, τη μετάδοση της κρίσης, έτσι και μια τιμωρητική «ώθηση της Ελλάδας προς την έξοδο» θα επιταχύνει την κατάρρευση του κοινού νομίσματος. «Η κατάρρευση του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα, μαζί με την κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής στη χώρα, προειδοποιεί την Ευρώπη για τον κίνδυνο να ανασυρθούν όλοι οι δαίμονες της δεκαετίας του ’30», έγραφε Γάλλος αναλυτής.

Η Ευρώπη, λοιπόν, κατά την άποψη αυτή που έχει ως σημαιοφόρο τον Φρανσουά Ολάντ, πρέπει επειγόντως να χαλαρώσει την πίεση της δημοσιονομικής προσαρμογής και να προσθέσει ισχυρές αναπτυξιακές δόσεις στο φάρμακό της. Πρέπει να ανατρέψει την ιεράρχηση των φόβων της. Η καλπάζουσα ανεργία, και προπάντων η απελπισμένη ανεργία των νέων του Νότου, είναι ο αληθινός κίνδυνος που απειλεί να την αφανίσει. Κίνδυνος πολύ μεγαλύτερος από τα χρέη και τα ελλείμματα που στοιχειώνουν τον ύπνο των αρχόντων του Βερολίνου και της Φρανκφούρτης.

Η συζήτηση αυτή διεξάγεται εξαιτίας μας αλλά ερήμην μας. Και αυτό αποκλείεται να μας βγει σε καλό. Τιμωροί και διασώστες, κήνσορες και θεράποντες που θα έλεγε και ο Εκο, ρίχνουν πότε-πότε κι ένα βλέμμα προς την Αθήνα και το μόνο που αντικρίζουν είναι το κενό, σωρούς από υλικά πολιτικής κατεδάφισης χωρίς ούτε υποψία αρχιτεκτονικού σχεδίου ανασυγκρότησης.

Αυτό όμως μας επαναφέρει στο περιβόητο «μήνυμα των εκλογών» και στο ερώτημα πώς θα καταφέρουμε εμείς οι ίδιοι όχι να το ερμηνεύσουμε αλλά να το αξιοποιήσουμε για το καλό μας.