Η συλλογή του Λεύκιου Ζαφειρίου «Η θλίψη του απογεύματος» («Μεταίχμιο», Αθήνα, 2007) χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος αποτελείται από 14 ποιήματα και είναι άτιτλο, ενώ το δεύτερο, το οποίο στεγάζει 23 ποιήματα τιτλοφορείται «Νερά της Κύπρου…» Ο γενικός τίτλος της συλλογής είναι από ομώνυμο ποίημα του δεύτερου μέρους.

Εκ πρώτης όψεως (από θεματική άποψη) τα δύο μέρη δεν φαίνεται να συνδέονται οργανικά μεταξύ τους. Αντιθέτως, δίνουν την εντύπωση ότι αποτελούν δύο (θεματικά) ξεχωριστές ενότητες, καθώς το πρώτο μέρος αναφέρεται σε επιφανή πρόσωπα της λογοτεχνίας και τέχνης (Καρυωτάκη, Μαζιλέσκου, Βαν Γκογκ, Μπάιρον, Ρεμπώ, Σολωμό, Κάλβο, Καβάφη), ενώ το δεύτερο –όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του– αναφέρεται σε καθαρώς κυπριακά ζητήματα. (Πιο συγκεκριμένα, στις ιστορικο-πολιτικές περιπέτειες του γενέθλιου τόπου του ποιητή και, κατ’ επέκταση, σε προσωπικές εμπειρίες του τελευταίου που σχετίζονται με αυτές τις περιπέτειες). Ωστόσο, μια προσεκτικότερη ματιά αποκαλύπτει ότι τα δύο εμφανώς ετερόκλητα μέρη αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία.

Αυτό συνάγεται απ’ το γεγονός ότι το πρώτο μέρος της συλλογής είναι άτιτλο. Που σημαίνει ότι εύλογα μπορεί να θεωρηθεί ως πρελούδιο του δεύτερου μέρους, το οποίο, όμως, δεν είμαι καθόλου σίγουρος αν αποτελεί αναγκαστικά την πεμπτουσία («highlight») της συλλογής. (Προσωπικά προτιμώ το πρώτο από το δεύτερο μέρος). Αυτή η συλλογιστική ενισχύεται και απ’ το γεγονός ότι ενώ σχεδόν όλα τα ποιήματα του πρώτου μέρους αναφέρονται σε προσωπικότητες της τέχνης, τα τρία τελευταία («Έρωτος παιχνίδια», «Ανάγλυφος έρωτας», «Η μητέρα σε όνειρο στην αυλή σχολείου») αποτελούν (άμεσα ή έμμεσα) θεματολογικό προοίμιο (προθάλαμο) του δεύτερου μέρους στο οποίο κυριαρχεί το αυτοεξομολογητικό στοιχείο. Κατά συνέπεια, το πρώτο μέρος καθορίζει το ποιητικό υπόβαθρο (έμπνευση, επιρροές κ.λπ.), καθώς και το γενικότερο πλαίσιο στο οποίο θα κινηθεί ο ποιητής.   

Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι, για έναν ποιητή, ερεθίσματα δεν είναι μόνο οι εμπειρίες και τα βιώματα του άμεσου περιβάλλοντός του (προσωπικά, κοινωνικά, ιστορικά, εθνικά κ.λπ.), αλλά εξίσου και όσα βίωσε μέσω της λογοτεχνίας και τέχνης. Θα ισχυριζόμουν μάλιστα πως, δεδομένου ότι «η τέχνη δεν είναι παρθενογένεση», για να θυμηθούμε τον Σεφέρη (αφού τα έργα τέχνης βασίζονται σε προγενέστερα για να γεννήσουν καινούργια, εξ ου και τα βιβλία μιλούν για άλλα βιβλία κτλ.), αυτό σημαίνει ότι, κάποτε, οι λογοτεχνικές επιρροές για έναν ποιητή είναι σημαντικότερες και από τις άμεσα προσωπικές/βιωματικές. Κι αυτό ακριβώς έρχεται να επιβεβαιώσει με τον πιο εύγλωττο και πειστικό τρόπο η ισχνή μεν, σημαντική δε, ποιητική συλλογή του Ζαφειρίου. Διότι ο τελευταίος, ως δημιουργός, επόμενο είναι να εμπνέεται, γοητεύεται, συγκινείται και παραμυθίζεται από το στίγμα που άφησαν προγενέστεροι ομότεχνοί του, στο βαθμό που να τροφοδοτούν τον ίδιο και να γίνονται αντικείμενα της τέχνης του. Άλλωστε, είναι πασίγνωστος πλέον ο αυτοαναφορικός ρόλος της λογοτεχνίας (το αξίωμα ότι η τέχνη δεν μπορεί παρά να μιλάει για τον εαυτό της και μ’ αυτό τον τρόπο να διαιωνίζεται όπως και το ανθρώπινο είδος). Αφού λοιπόν η τέχνη αποτελεί το άλφα και το ωμέγα για τον Ζαφειρίου, φυσικό είναι να την εκμεταλλεύεται δεόντως.

Να το πω ξεκάθαρα: Το μεγαλύτερο πρόβλημα της σημερινής ποίησης, δηλαδή ο κυριότερος λόγος απαξίωσής της διεθνώς έγκειται, πιστεύω, στην αναντιστοιχία μεταξύ (αυτοψυχαναλυόμενου) ποιητή και (άτυπου ψυχαναλυτή) αναγνώστη. Στο γεγονός ότι ο δεύτερος είτε αδυνατεί είτε αρνείται (δηλαδή δεν έχει λόγους να παρακολουθήσει, πολύ δε περισσότερο να συμμετάσχει στην αυτοεξομολόγηση του πρώτου), κάτι που δεν συμβαίνει με την πεζογραφία (για λόγους που δεν είναι του παρόντος να υπεισέλθουμε). Συνεπώς, το να μπορεί να ανατρέπει ο ποιητής αυτή την εις βάρος του αρνητική κατάσταση, είναι πρόκληση και προσόν μέγα.

 Ο Ζαφειρίου, δόκιμος του ποιητικού λόγου, αποδεικνύει ότι γνωρίζει κάλλιστα ότι το αυτοβιογραφικό στοιχείο (στην ποίηση) είναι η μεγαλύτερη παγίδα για τον δημιουργό. Γνωρίζει ότι όσο κι αν τα προσωπικά του βιώματα (από την τραγωδία του γενέθλιου τόπου του) «καίνε» τον ίδιο και τους συμπατριώτες του, ίσως να μη συντρέχει λόγος να συμβαίνει το ίδιο και με τους «απ’ έξω» αναγνώστες. Ενδεχομένως, μάλιστα, να υπαινίσσεται ότι η «Περί Κύπρου» (για να δανειστώ τον τίτλο του τελευταίου ποιήματος της συλλογής) θεματολογία, όχι μόνο να μην συγκινεί πλέον, αλλά –αντιθέτως– μπορεί και να ενοχλεί (επειδή το μακροχρόνιο άλυτο ζήτημα έχει θιγεί κατά κόρον, έχει απογοητεύσει, κουράσει κτλ). Εξ ου και η στρατηγική που υιοθετεί για την παράκαμψη του σκοπέλου, είναι να μετασχηματίζει το προσωπικό σε καθολικό, το εθνικό-τοπικό σε οικουμενικό κτλ.

Έτσι, φροντίζει εξαρχής να μην δίνει την εντύπωση κύπριου, αλλά περισσότερο κοσμοπολίτη ποιητή. Απόδειξη αυτού είναι ότι (στο Α΄ μέρος) ακόμη κι όταν αναφέρεται σε Έλληνες ποιητές, δεν το κάνει στερεότυπα και μονοδιάστατα αλλά μ’ έναν (δια)πολιτιστικά υβριδικό τρόπο, όπου υπάρχει μια αέναη αντιπαράθεση κι εναλλαγή τόπων, χρόνων, παραστάσεων, αναμνήσεων, εμπειριών κ.ο.κ. Ενδεικτικός είναι ο αυτοαναφορικός τίτλος του πρώτου εξαίσιου ποιήματος της συλλογής με τίτλο «Ο Καρυωτάκης στο Παρίσι και στο καφενείο “Ο ουράνιος κήπος”», όπου το ποίημα, υποδηλώνοντας σαφώς τη ζωή και τον θάνατο του αυτόχειρα, διαιρείται, και αντιπαραβάλλεται με τη διαχωριστική «Πρώτη παραλλαγή» και «Δεύτερη παραλλαγή» (σ. 11).

Ακόμη κι όταν ο Ζαφειρίου αναφέρεται (στο Α΄ μέρος) σε ξένους ποιητές, φροντίζει να «συναντούνται», να συνδιαλέγονται, να αλληλογονιμοποιούνται πάντα (δια)πολιτισμικά και υπερεθνικά, όπως λ.χ. ο νεκρός ποιητής Βιρτζίλ Μαζιλέσκου που «ονειρεύεται / τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη / στους δρόμους της πόλης του Βουκουρεστίου / με το βιβλίο του / Ο Γουλιέλμος, ο ποιητής και ο επίτροπος» («Ο ποιητής Βιρτζίλ Μαζιλέσκου στο Βουκουρέστι», σ. 12). Χαρακτηριστικό αυτής της (υβριδικής) τακτικής είναι και το ποίημα «Ο Λόρδος Μπάϊρον στην Κωνσταντινούπολη», όπου το στιγμιότυπο δεν αποθανατίζεται στην Ελλάδα (όπως ενδεχομένως θα περίμενε κανείς), αλλά στην Κωνσταντινούπολη, με τον μεγάλο φιλέλληνα ποιητή να «Ρεμβάζει τα τείχη του Θεοδοσίου / και τη μύτη του σουλτάνου Μαχμούτ (…) κοιτώντας τη μετέωρη θλίψη της ιστορίας» (σ. 16). Το ίδιο συμβαίνει και στο «Τρόοδος, Κυριακή 23 Μαΐου 1880» και άλλα.

Το υπόβαθρο της «τέχνης» λοιπόν λειτουργεί ως ένα πρόσφορο πλαίσιο (θερμοκήπιο) στη θαλπωρή του οποίου καταφεύγει ο ποιητής για να εμπιστευθεί τους καϋμούς του. Πολύ περισσότερο όταν οι τελευταίοι μπορούν να απαλυνθούν, αντιπαραβαλλόμενοι με τις αντίστοιχες περιπέτειες των μεγάλων δημιουργών, στιγμιότυπα των οποίων ανακαλεί προς παραμυθία κι έμπνευση.

Εν κατακλείδι: Απόδειξη των προαναφερθέντων είναι ότι ακόμη και στο Β΄ μέρος («Νερά της Κύπρου…») όπου όλα σχεδόν τα ποιήματα έχουν αυτοεξομολογητικές καταβολές και μιλούν για τη «θλίψη» (λέξη κλειδί, όχι μόνο ως τίτλος της συλλογής αλλά και ως κύριο μοτίβο όλων των ποιημάτων) που αποπνέει η σημερινή κατάσταση της Κύπρου, σχεδόν πάντα (και πάλι) συνδιαλέγονται με την τέχνη, διαπλεκόμενα στον καμβά της τελευταίας (βλ. αντίστοιχα ποιήματα σ. 29, 30, 32, 35, 36, 39, 41, 42, 43, 45, 50, 54). Αυτό συμβαίνει, προφανώς, όχι μόνο επειδή η ζωή του ποιητή είναι άμεσα κι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την τέχνη (αφού χωρίς αυτή δεν μπορεί να έχει ουσιαστικό νόημα), αλλά κι επειδή μ’ αυτό τον (δημιουργικό) τρόπο, η ζωή γίνεται λιγότερο επώδυνη, καθώς η προσφυγή στον ζωοφόρο μαστό της τέχνης αναπληρώνει τα «κενά»: «συνεχώς επιστρέφουμε σε τεράστια κενά», λέει («Με τον τρόπο του Γ.Σ. Δελτίο Ειδήσεων Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (19.11.1988)» (σ. 45) – κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Είναι τυχαίο άραγε (στα όσα προανέφερα) ότι ο Ζαφειρίου προλογίζει συμβολικά τη συλλογή του, έχοντας ως προμετωπίδα, εκτός απ’ το παράθεμα του Έλληνα Γιώργου Σεφέρη («Έτσι ήταν· ξέραμε τι θα πει σκλαβιά») κι εκείνο του Ορχάν Παμούκ (Τούρκου νομπελίστα συγγραφέα): «Προσπαθώ να μιλήσω για τη θλίψη μιας ολόκληρης πόλης […]. Η θλίψη είναι σαν το θολό τζάμι ανάμεσα στον ποιητή και τη ζωή», ενώ επιλογίζει τη συλλογή του με μια αναφορά «του μεγάλου αλεξανδρινού ποιητή κυρίου Καβάφη» σχετικά με το «Κυπριακόν Ζήτημα (σ. 54);
Τελικά φρονώ ότι ο Λεύκιος Ζαφειρίου (μειλίχιος και σεμνός άνθρωπος) είναι αναμφίβολα ο πιο ελλαδίτης απ’ τους κυπρίους ποιητές και, οπωσδήποτε, από τους πιο σεβαστούς διανοουμένους, όχι μόνο στη Μεγαλόνησο, αλλά ίσως και στον ελλαδικό χώρο. Δικαίως του απενεμήθη από την γενέτειρά του το κρατικό βραβείο ποίησης (2009) για την ποιητική συλλογή που εξετάσαμε.

 (Σημ.: Θερμές ευχαριστίες στον φίλο ποιητή κ. Λεύκιο Ζαφειρίου για την αποστολή της συλλογής του πριν καιρό και συγνώμη για την αργοπορία δημοσίευσης αυτής της κριτικής).


*Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός, διδάκτωρ νεοελληνικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Μελβούρνης, λογοτέχνης, βιογράφος, δοκιμιογράφος-κριτικός και μεταφραστής λογοτεχνίας.