Οι ώρες περνούσαν και το κάστινγκ δεν έλεγε να τελειώσει. Τόσες ήταν οι κοπέλες που είχαν τρέξει να δοκιμαστούν για το νέο κατάλογο του Ασλάνη. Στο δωμάτιο, τις περίμενε ο ίδιος ο σχεδιαστής μαζί με το επιτελείο του. Κάποια στιγμή, μία εκ των συνεργατών του ρίχνει μια απαξιωτική ματιά σε ένα μοντέλο και τη διώχνει χωρίς καν να δει το μπουκ της. «Δεν μου κάνει, να μπει η επόμενη» είπε. Τότε, ο γνωστός για την πραότητά του μόδιστρος εξερράγη. «Ακούστε να δείτε» είπε σε έντονο ύφος. «Αυτές οι γυναίκες είναι συνεργάτιδές μου. Όποιος δεν τις σέβεται, δεν σέβεται ούτε εμένα».

Όταν το 1998, η χρυσή εποχή του λάιφσταϊλ, όταν οι σχεδιαστές μόδας όπως ο Μιχάλης Ασλάνης, που έφυγε ξαφνικά χθες από τη ζωή στα 62 του χρόνια, όριζαν το εγχώριο σταρ σύστεμ. Το περιστατικό διηγείται ο Χρήστος Χάνος, ιδιοκτήτης εταιρείας κατασκευής και εμπορίας ομπρελών που από το 1996 είχε αναπτύξει συνεργασία με τον Έλληνα σχεδιαστή. Στιβαρό όνομα στην αγορά, ο Ασλάνης ήταν από τους πρώτους που παραχώρησαν το σήμα τους σε άλλα προϊόντα, με τη μέθοδο του licensing.
Ήταν μάλλον ενστικτώδης κίνηση, διότι εάν κάτι έλειπε από τον χαρισματικό δημιουργό ήταν το επιχειρηματικό πνεύμα. «Ήταν πάντα εξαιρετικός συνεργάτης, αλλά πολύ ευαίσθητος για τον επιχειρηματικό κόσμο», λέει ο κ. Χάνος. «Το άγχος του στην αρχή της δικής μας συνεργασίας ήταν μην τυχόν κάτι δεν πάει καλά και μπω εγώ “μέσα”. Εξαιρετικά γενναιόδωρος με όλους, άνθρωπος με ήθος -αυτή ήταν όμως και η αδυναμία του που κάποιοι εκμεταλλεύθηκαν».

Ήταν πριν από λίγους μήνες που ο σχεδιαστής μίλησε για πρώτη φορά για τα έντονα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε. Είχε αναφερθεί σε δύο γυναίκες, στενές συνεργάτιδές του, οι οποίες είχαν την οικονομική διαχείριση της εταιρείας και επί χρόνια του αφαιρούσαν χρήματα, αφήνοντας ατακτοποίητες διάφορες φορολογικές εκκρεμότητες. «Τα πράγματα είχαν φτάσει σε οριακό σημείο από πέρυσι τα Χριστούγεννα. Γνώριζα φυσικά τόσο τη Βικτώρια (σ.σ. τη γυναίκα με καταγωγή από την Αλβανία την οποία είχε βοηθήσει να σπουδάσει και τελικά προσέλαβε στην επιχείρησή του) όσο και την Αγγέλικα (σ.σ. επί χρόνια συνεργάτιδά του από την Πάτρα). Τους είχε τυφλή εμπιστοσύνη. Και εγώ και άλλοι του είχαμε πει να είναι πιο προσεκτικός στις επιλογές του.

Ήταν από τους ανθρώπους που θα μπορούσε κάποιος να εκμεταλλευτεί, εάν καταλάβαινε ότι νοιάζεται γι’ αυτόν. Πριν από λίγους μήνες, η Βικτώρια επικοινώνησε μαζί μου ζητώντας προκαταβολές από τα επόμενα συμβόλαια. Προσπάθησα να μιλήσω με τον Μιχάλη, αλλά η ίδια μου έκοβε την επικοινωνία». Ακόμα και τότε, η αίσθηση που έδινε ο Ασλάνης ήταν ότι θα το πάλευε. Ότι μαζί με έναν καλό λογιστή που είχε βρει, θα έβαζε τα πράγματα σε τάξη. Για τις 18 Οκτωβρίου μάλιστα είχε προγραμματιστεί εκδήλωση για τα 40 χρόνια παρουσίας του στον χώρο της μόδας.

Όλα δείχνουν ωστόσο ότι το πρόβλημα δεν έπαιρνε επιδιόρθωση. Λίγο μετά τις 2 το μεσημέριο Μιχάλης Ασλάνης βρέθηκε νεκρός στο πάτωμα του υπνοδωματίου του στο σπίτι του στο Κολωνάκι. Γύρω του σκορπισμένα άδεια κουτιά από χάπια και ιδιόχειρα σημειώματα.

Έφυγε μόνος, όπως μόνος μετεωριζόταν όλα αυτά τα χρόνια στο κοσμικό στερέωμα. «Τον προσέγγιζαν άνθρωποι μόνο για να πάρουν κάτι απ’ αυτόν», λένε οι φίλοι του. Τίποτα από όλα αυτά δεν περιλαμβάνονταν στο παιδικό του όνειρο να γίνει μόδιστρος. Τότε που μαθητής ακόμα στη Χαλκίδα έκανε σκασιαρχείο για να παρακολουθήσει επίδειξη του Γιάννη Τσεκλένη στην Αθήνα. Είχε καταφέρει να τρυπώσει, αγοράζοντας ένα μεγάλο μπουκέτο λουλούδια που δήθεν προορίζονταν για τον σχεδιαστή, όπως είπε στην Έλις Κις σε συνέντευξη για την αγγλική έκδοση της «Καθημερινής» το 1999. Η εξέλιξή του ήταν εντυπωσιακή, αλλά πάντα υπήρχε ένα «αλλά». «Έγινα επιχειρηματίας εν μια νυκτί και δεν ήμουν προετοιμασμένος γι’ αυτό. Ο κόσμος θεωρεί ότι είναι ένας κόσμος γεμάτος γκλάμουρ, αλλά δεν είναι έτσι» είχε πει τότε.
Λίγους μήνες αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1999, ο Ασλάνης θα δεχόταν ένα άνευ προηγουμένου χτύπημα. Ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος θα διάβαζε στην εκπομπή του αποσπάσματα από το προσωπικό του ημερολόγιο. «Ήταν πολύ ευαίσθητος» θυμάται ο Χάνος. «Αν κάποιος τον κακολογούσε, το έφερε βαρέως. Η γνώμη του κόσμου τον απασχολούσε».

Τα τελευταία χρόνια είχε αποσυρθεί από τα φώτα. Η οικονομική κρίση τον είχε συντρίψει συναισθηματικά. «Βλέποντας ανθρώπους να σκαλίζουν τα σκουπίδια, δεν μου πάει να εκφράζω άλλο την εποχή του λάιφσταϊλ. Κάνω τον χαζοχαρούμενο 40 χρόνια, αρκετά πια», είχε πει σε τηλεοπτική εκπομπή. «Τώρα όλα αυτά έχουν τελειώσει. Η μοναξιά μού χτυπάει την πόρτα».