Την περασμένη εβδομάδα αναφέρθηκα στον ανιστόρητο, και εντελώς απαράδεκτο τρόπο, με τον οποίο γίνεται αναφορά στην καταστροφή της Σμύρνης στο βιβλίο «Ιστορία ΣΤ΄ Δημοτικού – Στα νεότερα και σύγχρονα χρόνια», ΟΕΔΒ, Αθήνα 2006, κύρια συγγραφέας του οποίου φέρεται να ήταν η Μαρία Ρεπούση.

Πιο πρόσφατα, συγκεκριμένα στα τέλη του Μαΐου 2013, όταν στην Βουλή της Ελλάδας γινόταν συζήτηση για το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, η Μαρία Ρεπούση ζήτησε να αποσυρθεί διάταξη που αναγνωρίζει τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας. Συγκεκριμένα, η κ. Ρεπούση ζήτησε να μην συμπεριληφθεί στο αντιρατσιστικό νομοθέτημα ποινικοποίηση της άρνησης της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας. Σημειώνω πως στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης η άρνηση του Ολοκαυτώματος των Εβραίων από το ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας επισύρει ποινική δίωξη. Κάτι παρόμοιο προβλέπει και το νομοσχέδιο της Ελληνικής Βουλής για εκείνους που αμφισβητούν τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας.

Το 1994 η Βουλή αναγνώρισε τον βίαιο θάνατο 353.000 Ελλήνων του Πόντου από την Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, 1914-1918, όταν ήταν σύμμαχος της Γερμανίας, και από το καθεστώς του Κεμάλ κατά τη διάρκεια του 1919-1922.

Το 1998 η Βουλή, παράλληλα με τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, αναγνώρισε και τη γενοκτονία των Ελλήνων της υπόλοιπης Μικράς Ασίας κατά την ίδια περίοδο.
Αυτές οι αναγνωρίσεις της Βουλής των Ελλήνων αποτελούν «ψιλά γράμματα» για την Μαρία Ρεπούση, παρά το γεγονός ότι από το 2012 είναι και η ίδια μέλος της Βουλής.
Στα δημοκρατικά καθεστώτα τα μέλη των Κοινοβουλίων σέβονται τις αποφάσεις που λαμβάνονται, έστω και αν κάποια από τα μέλη έχουν διαφορετικές απόψεις από την πλειοψηφία.

Η Μαρία Ρεπούση φαίνεται να έχει διαφορετικές απόψεις για τις δημοκρατικές διαδικασίες, και ας είναι μέλος ενός κόμματος που ονομάζεται Δημοκρατική Αριστερά.

Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΡΕΠΟΥΣΗ

Κατά τη διάρκεια της συζήτησης του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου η Μαρία Ρεπούση έστειλε επιστολή σχετική με το νομοσχέδιο, σε συναδέλφους της ιστορικούς, όπως η ίδια δηλώνει. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το περιεχόμενο της επιστολής, όπως δημοσιοποιήθηκε από τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, γιατί γίνονται αντιληπτές οι αντεθνικές πεποιθήσεις της. Μεταφέρω την επιστολή όπως δόθηκε αυτούσια στην ιστοσελίδα www. protothema.gr 28 Μαΐου 2013.

Η επιστολή έχει ως εξής:
«Έρχεται προς ψήφιση στη Βουλή ο νέος αντιρατσιστικός νόμος που είναι θετικός αλλά περιέχει γνωστή προβληματική διάταξη που ποινικοποιεί την άρνηση των γενοκτονιών και εγκλημάτων πολέμου.
Στη χώρα μας η υπόθεση αυτή ενδέχεται να έχει πολύ σοβαρότερες συνέπειες, αν αυτή η διάταξη χρησιμοποιηθεί όχι για την άρνηση των εγκλημάτων του ναζισμού, αλλά για εθνικιστικούς λόγους. Σε κάθε περίπτωση πρέπει νομίζω να υπάρξει αντίδραση, πολύ περισσότερο αν κυριαρχήσει η εκδοχή που θέλει η ΝΔ που σύμφωνα με πληροφορίες που έχω αυτή τη στιγμή ενσωματώνει ως γενοκτονία ό,τι η Ελληνική Βουλή έχει ψηφίσει ως γενοκτονία, δηλαδή και γενοκτονία Ποντίων και Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Νομίζω ότι επειδή ο νόμος γενικά είναι προοδευτικός, δεν υπάρχει στον πολιτικό κόσμο η συνειδητοποίηση των επιπτώσεων της συγκεκριμένης διάταξης.
Ας κάνει ο καθένας μας ό,τι μπορεί με συναδέλφους, πολιτικά κόμματα και δημοσιογράφους.
Είμαι στη διάθεσή σας για ότι σκεφθείτε»,
Φιλικά,
Μαρία Ρεπούση

Η ακόλουθη πρόταση από την παραπάνω επιστολή δείχνει πέραν κάθε αμφιβολίας πως η Ρεπούση δεν αναγνωρίζει τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και της υπόλοιπης Μικράς Ασίας:
«Σε κάθε περίπτωση πρέπει νομίζω να υπάρξει αντίδραση, πολύ περισσότερο αν κυριαρχήσει η εκδοχή που θέλει η ΝΔ που σύμφωνα με πληροφορίες που έχω αυτή τη στιγμή ενσωματώνει ως γενοκτονία ό,τι η Ελληνική Βουλή έχει ψηφίσει ως γενοκτονία, δηλαδή και γενοκτονία Ποντίων και Ελλήνων της Μικράς Ασίας».

ΚΑΜΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΑΡΙΘΜΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ

Ένα άλλο ατόπημα της Μ. Ρεπούση είναι ότι στο προαναφερθέν βιβλίο της ιστορίας δεν γίνεται καμιά μνεία του αριθμού της ελληνικής μειονότητας στην Μικρά Ασία –συμπεριλαμβανομένου και του Πόντου– , και στην Ανατολική Θράκη κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα (γύρω στο 1910).

Σε αντίθεση, το βιβλίο «Στα νεότερα χρόνια – Ιστορία ΣΤ΄ Δημοτικού, 1995», το οποίο είχε αντικατασταθεί από το βιβλίο της Ρεπούση, σε ένα Κεφάλαιο με τίτλο «Ο Ελληνισμός της Θράκης και της Μικράς Ασίας» (συμπεριλαμβανομένου και του Πόντου), δίνει την διαχρονική παρουσία των Ελλήνων στην Μικρά Ασία, στον Πόντο και στην Ανατολική Θράκη, που πάει πίσω τρεις χιλιάδες χρόνια1, ενώ οι Τούρκοι πρωτοεμφανίστηκαν στην Μικρά Ασία πριν από χίλια χρόνια.

Επιπλέον, σε δύο πίνακες με στοιχεία της τουρκικής στατιστικής υπηρεσίας, το προηγούμενο βιβλίο δείχνει πως κατά την πρώτη δεκαετία του 1900 ο αριθμός των Ελλήνων της Τουρκίας ανερχόταν σε 2.350.000 σε σύγκριση με τα 7.750.000 των μουσουλμάνων, μεγάλο ποσοστό των οποίων δεν ήταν Τούρκοι, αλλά μουσουλμάνοι άλλων εθνοτήτων.

Η ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Στο Κεφάλαιο 5 «Οι πολιτικές ρυθμίσεις: τα σύνορα και η ανταλλαγή πληθυσμών», το βιβλίο της ιστορίας που επιμελήθηκε η Μ. Ρεπούση δίνει τα ακόλουθα στοιχεία για την ανταλλαγή πληθυσμών:
«Με την ήττα των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων στη Μικρά Ασία, το 1922, και τη Μικρασιατική Καταστροφή, επανέρχονται σε συζήτηση τα σύνορα της Ελλάδας και της Τουρκίας. Επίσης τίθεται σε συζήτηση το θέμα των μουσουλμανικών πληθυσμών που ζουν στην Ελλάδα καθώς και των ορθόδοξων πληθυσμών που ζουν στην Τουρκία. Τα ζητήματα αυτά ρυθμίζονται τελικά με τη Συνθήκη της Λωζάνης, η οποία υπογράφεται το 1923.

Με τη Συνθήκη της Λωζάνης αποφασίζεται η ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Έτσι, μετακινούνται στην Ελλάδα περίπου 1.200.000 Έλληνες ορθόδοξοι που κατοικούν στη Μικρά Ασία και, αντίστοιχα, 500.000 μουσουλμάνοι που κατοικούν στην Ελλάδα μετακινούνται στην Τουρκία. Εξαιρούνται από την ανταλλαγή μόνο οι χριστιανοί που ζουν στην Κωνσταντινούπολη, στην Ίμβρο, στην Τένεδο καθώς και οι μουσουλμάνοι της δυτικής Θράκης».
Πιο πάνω είδαμε πως, σύμφωνα με προηγούμενο βιβλίο Ιστορίας για την ΣΤ΄ Δημοτικού, οι Έλληνες της Τουρκίας ανέρχονταν στα 2.350.000 το 1910, δηλαδή τέσσερα χρόνια πριν από την έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Με την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 ο αριθμός των Ελλήνων, που σύμφωνα με το βιβλίο της Ρεπούση πήγε στην Ελλάδα, ήταν 1.200.000. Όταν στο 1.200.000 προσθέσουμε τις 365.000 Ελλήνων που έμειναν στην Κωνσταντινούπολη, στην Ίμβρο και στην Τένεδο, έχουμε ένα σύνολο 1.565.000 Ελλήνων που πριν από την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923 ζούσαν στην Τουρκία. Όπως όμως είδαμε πιο πάνω, ο αριθμός τους στις αρχές του 1900 ήταν 2.350.000. Το ερώτημα, στο οποίο η Ρεπούση δεν δίνει απάντηση, είναι τι απέγιναν οι 785.000 Έλληνες, που είναι η διαφορά μεταξύ του συνόλου των 2.350.000 Ελλήνων το 1910 και του 1.565.000 το 1923.

Με άλλα λόγια, σε 13 χρόνια (1910 – 1923) έχουμε μια απώλεια 758.000 Ελλήνων που ζούσαν στην Τουρκία. Αυτή είναι η έκταση της γενοκτονίας, όπως απορρέει από τα στατιστικά στοιχεία της ίδιας της Τουρκίας, την οποία η Μαρία Ρεπούση όχι μόνο δεν έχει αναγνωρίσει, αλλά και παροτρύνει τώρα και άλλους να αμφισβητήσουν. Και ας έχει αναγνωρισθεί από τη Βουλή των Ελλήνων, της οποίας Βουλής η Ρεπούση τυγχάνει να είναι μέλος.

Αυτές είναι οι δημοκρατικές πεποιθήσεις, και οι αντιλήψεις για τα εθνικά μας θέματα, της Μαρίας Ρεπούση. Και όμως, μέχρι το 2012 ήταν Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ιστορίας και Ιστορικής Εκπαίδευσης στην Παιδαγωγική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης…