Στην τελευταία μας εικόνα
όταν φεύγουμε
αποχαιρετώντας τον κόσμο
έχουμε βλέφαρα κλειστά
θαρρείς και κουραστήκαμε να βλέπουμε
τις ασχήμιες του κόσμου.

Δεν αποκλείεται όμως και το αντίθετο
δηλαδή να μας μάγεψε κάποιο θέαμα
που η ψυχή το πήρε κι έφυγε
αφήνοντας κλειστά παντζούρια
να μην την ψάχνουμε πια ματαίως
στην ίδια γειτονιά

Sydney-Redfern, 19-11-11

Φίλες και φίλοι, το παραπάνω είναι ποίημα ενός μεγάλου και καταξιωμένου σύγχρονου ποιητή, του Στυλιανού Σ. Χαρκιανάκη. Επειδή το ποίημα μου άρεσε, ζήτησα την άδειά του, προ μηνών, για να το δημοσιεύσω και να ασχοληθώ με το θέμα. Η απάντησή του απλή:
«Από την στιγμή, Κώστα μου, που θα δημοσιευθεί ένα κείμενο, μια ποιητική συλλογή και θα κυκλοφορήσει, ανήκει πλέον στο κοινό. Έχει τους αποδέκτες, τους κριτικούς και το δρόμο που θα διανύσει».

 Σας παρακαλώ ξαναδιαβάστε το ποίημα. Εγώ θα ξεκινήσω, μόνος μου, από την πρώτη τη στροφή και θα καταλήξω, θα γαντζωθώ στη δεύτερη, για να εξομολογηθώ τις σκέψεις μου. Σιωπηρά, λίγα θα πω, για τις μικρές κραυγές των λίγων γνωστών μου, που ζήτησα τη σκέψη τη δική τους, να πούνε φωναχτά, πάνω στο θέμα.
Αλήθεια. Λένε πως οι ασχήμιες του κόσμου πολλές. Λένε πως σε τούτη τη ζωή ευτυχισμένες ώρες δεν θα βρεις. Μόνο στιγμές ευτυχίας θα συναντήσεις και τούτες, λίγες.
Από τότε που πρωτοδιάβασα το ποίημα, θα έχει περάσει χρόνος. Στις κηδείες, στα πρόσωπα των νεκρών που αποχαιρετώ, να διαβάσω προσπαθώ, αν τα κλειστά τους βλέφαρα σφάλισαν ζητώντας από την ψυχή τους να σκεπάσει την ασχήμια του κόσμου ή εκείνη, η κουρασμένη ψυχή τους, τους μήνυσε, κλείνοντας τους τα βλέφαρα, πως κουβαλάει μαζί της τα θέαμα που τους μάγεψε, τονίζοντάς τους εμφατικά: «Μη ψάχνετε στη γερασμένη γειτονιά της καταχνιάς για τη φλόγα που φώτισε για λίγο τη ζωή σας. Ολοζώντανη τη κουβαλώ μαζί μου».

Με απαλή φωνή που ακούγονταν δυνατά, κάποιος δικός μου άνθρωπος μου είπε: Ελπίζω πως θα τα καταφέρω. Θα το προσπαθήσω να κρατήσω την εικόνα την όμορφη, μιας όμορφης σχέσης. Θα την βγάλω από τη σκέψη. Θα της απαγορεύσω να πηγαινοέρχεται στο νου μου, θα την παρακαλέσω, θα την εκλιπαρήσω να φωλιάσει μόνιμα στην ψυχή μου. Ορκίζομαι πως όταν θα έλθει εκείνη η ώρα, της τελευταίας μου εικόνας, θα την παρακαλέσω την ψυχή να κουβαλήσει την εικόνα που με μάγεψε και με σημάδεψε κι ας μη νοιαστεί για τα παντζούρια. Να μη νοιαστεί. Έτσι αλλιώς η γειτονιά γκρεμίστηκε.

Σε μια κοπελιά, θλιμμένη από το πρόσφατο θάνατο της μανούλας της στην πατρίδα, ζήτησα μια γνώμη, μια άποψη για τα κλειστά τα βλέφαρα.
Αν κρίνω από τα μάτια της μανούλας μου που έδυσαν μπροστά μου, τις ομορφιές που έζησε, τις όποιες, κουβάλησε η ψυχής της. Απαλά τα βλέφαρά της έκλεισαν κι ένα αόρατο χαμόγελο για άλλους, μα ορατό για μένα, ζωγραφίστηκε στα χείλη της. Πιστεύω πως από τη μέρα και την ώρα που ένοιωσε πως θα φύγει, άρχισε να φορτώνει τη ψυχή της με τα θεάματα που την μάγεψαν. Δεν θα έκλεινε τα βλέφαρα για τις ασχήμιες του κόσμου. Τις ήξερε, τις είχε συνηθίσει και δεν τις άφηνε ν’ αγγίξουν τη ψυχή της.