Τι ακριβώς είναι το νέο βιβλίο του Βασίλη Κεραμά (πρώην διευθυντή της προσωπικής ασφάλειας του Ανδρέα Παπανδρέου) υπό τον σκωπτικό τίτλο «Πράσινος Φάκελος – Γαλάζιες Χάντρες» (εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2015) που κυκλοφόρησε μιάμιση βδομάδα πριν από τις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα; Στον υπότιτλο του εξωφύλλου χαρακτηρίζεται ως «Μια πολιτική μαρτυρική κατάθεση», με το ενδιαφέρον να εστιάζεται στη διφορούμενη λέξη «μαρτυρική» υπό τη διττή έννοια του όρου: δηλαδή της μαρτυρίας (προσωπικής, ιστορικής), αλλά και του μαρτυρίου (προσωπικού, κοινωνικού, εθνικού) όπου το προσωπικό στοιχείο διαπλέκεται και ταυτίζεται με το ευρύτερα συλλογικό. Στον «Πίνακα Περιεχομένων» απαριθμούνται 81 «καταθέσεις-μαρτυρίες». Ακολουθεί ένα «Παράρτημα» με άλλες 8 «καταθέσεις» οι οποίες συνοδεύονται από ένα «Φωτογραφικό Παράρτημα» από το προσωπικό αρχείο του συγγραφέα (όχι μόνο με φωτογραφίες συνοδευόμενες από σύντομες ή εκτενέστερες επεξηγηματικές λεζάντες, αλλά και από επιστολές, μπροσούρες και άλλο έντυπο αρχειακό υλικό που σχετίζεται άμεσα με τα περιεχόμενα του βιβλίου). Τέλος, το βιβλίο ολοκληρώνεται με 4 ακόμη κείμενα. Συνολικά δηλαδή αποτελείται από 93 αυτοτελή κείμενα.

Το δεύτερο βιβλίο του Κεραμά, ουσιαστικά, είναι προέκταση, συμπλήρωση και ολοκλήρωση του πρώτου του πονήματος («Το Απόρρητο Ημερολόγιο στο Καστρί» που κυκλοφόρησε πριν 25 χρόνια (1989) από τον ίδιο εκδοτικό οίκο (Παπαζήση), έγινε αμέσως μπεστ σέλερ και συζητήθηκε όσο ελάχιστα στην εποχή του, καθώς, ενδεχομένως, να συνέβαλε εν μέρει και στην πτώση της τότε κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου. 

Μολονότι το νέο βιβλίο του Κεραμά δεν είναι τύποις «ημερολόγιο» όπως το προηγούμενο, αφού οι εγγραφές των κειμένων του δεν έχουν ημερολογιακό χαρακτήρα (με συγκεκριμένες ημερομηνίες, κτλ), εντούτοις δεν παύουν να είναι και αυτά «μαρτυρίες-ντοκουμέντα», ή «χρονικά-ντοκουμέντα», όπως και τα κείμενα του πρώτου βιβλίου. Το ότι το νέο αυτό εγχείρημα αποτελεί συμπληρωματικό σκέλος του προηγούμενου, συνάγεται από την υπόσχεση για συνέχεια στην εξής δήλωση στον «Πρόλογο του Εκδότη» τού «Απόρρητου Ημερολογίου…»: «Στο βιβλίο αυτό δεν περιέχονται όλα τα στοιχεία που έχει στα χέρια του ο συγγραφέας. Τα στοιχεία αυτά – ορισμένα πολύ σημαντικά – θα δοθούν σε νέα έκδοση, όταν ο συγγραφέας ολοκληρώσει την επεξεργασία του» (σ. 11). Αλλά και ο ίδιος ο συγγραφέας, στο προλογικό σημείωμα του νέου του βιβλίου φροντίζει να μας υπενθυμίζει εξαρχής αυτόν τον κοινό «ομφάλιο λώρο» που δένει το πρώτο με το δεύτερο ως εξής: «Πέρασε μια εικοσιπενταετία, ένα τέταρτο του αιώνα από την κυκλοφορία του πρώτου μου βιβλίου «Το Απόρρητο Ημερολόγιο στο Καστρί», που έγινε μέσα σε μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, το Μάιο του 1989» (σ. 17). Και αλλού, όμως, στο νέο του βιβλίο κάνει συγκεκριμένες αναφορές στο «Ημερολόγιο…» (βλ. σσ. 200, 242, 246, 248). Έτσι, δεδομένου ότι τα εν λόγω δύο βιβλία αποτελούν συγκοινωνούντα μεταξύ τους δοχεία, θα ήταν ίσως δύσκολο να κατανοήσει κανείς πλήρως τις θέσεις, απόψεις και τη γενικότερη κοσμοαντίληψη του συγγραφέα αν, πρωτίστως, δεν είχε υπόψη και το προηγούμενο βιβλίο του, καθώς το πρόσφατο πόνημά του αποτελεί αναπόσπαστο συνδετικό κρίκο, μια γέφυρα αμφοτέρων. 

Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, ο Κεραμάς σπάει τη μακρόχρονη σιωπή του (που, όπως υπαινίσσεται, οφείλεται σε «πολλά απειλητικά τηλεφωνήματα από άγνωστους συμπολίτες μου» – μετά τη δημοσίευση του «Ημερολογίου…», σ. 246) επειδή – και πάλι – το επέβαλε η κρίσιμη συγκυρία που διέρχεται η χώρα (εύγλωττη άλλωστε είναι η ρήση από τον Εκκλησιαστή που χρησιμοποιείται ως προμετωπίδα στο προλογικό σημείωμα: «Καιρός του σιγάν και καιρός του λαλείν») με την παρακάτω εξήγηση: «Είναι καιρός, όχι να σιωπήσομε, αλλά να κάνομε πρωτίστως αυτοκριτική στον εαυτό μας και να ομιλήσομε με τους φίλους μας, για μια συναίρεση των απόψεων, για μια κοινή στάση αντίστασης απέναντι στους εγχώριους εξουσιαστές και στους ξένους δανειστές μας, απέναντι στους σταυρωτές του ελληνικού λαού και στους κατακτητές της πατρίδας μας» (σ. 18). Η κινητοποίηση του λαού (ή «κοινή στάση αντίστασης», όπως την αποκαλεί) είναι αναγκαία, διότι κατά τον συγγραφέα «Από τον Μάιο του 2010, χρονιά της πολιτικής και οικονομικής χρεοκοπίας της χώρας μας και της εκχώρησης της εθνικής κυριαρχίας στους «εταίρους δανειστές μας», οι περισσότεροι Έλληνες συνειδητοποίησαν την ανικανότητα των κυβερνώντων αφ’ ενός να διαχειριστούν την οικονομική κρίση που οι ίδιοι δημιούργησαν με τον υπερδανεισμό της χώρας μας και τη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος και αφ’ ετέρου την δυσδιάκριτη διαφορά ανάμεσα στην ανικανότητα και στην απιστία…» (σ. 18).

Πάγια θέση του συγγραφέα στο υπό εξέταση βιβλίο είναι ότι η σημερινή πολλαπλή, αδιέξοδη κι επώδυνη ελληνική κρίση δεν υπήρξε κεραυνός εν αιθρία. Τουναντίον, υπήρξε το αναπόφευκτο «αποτέλεσμα μιας μακρινής ανώμαλης διαδρομής, της κατ’ επίφαση Κοινοβουλευτικής μας δημοκρατίας, ενός Κομματικού κράτους, που λειτούργησε στο περιθώριο του καπιταλισμού και που δεν είχε σχέση με την δυτική δημοκρατία που γνώρισα κατά την δεκαετή παραμονή μου στην Αυστραλία» (σ. 19). Κυρίως μετά τη Μεταπολίτευση, αλλά και πριν. Από την εποχή της φαύλης διακυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου έως την εποχή διακυβέρνησης του υιού του Γιώργου Παπανδρέου, ο οποίος, με τους αδέξιους χειρισμούς του αναγκάστηκε τον Μάιο του 2010 να παραδώσει τη χώρα στα χέρια των ξένων δανειστών, υποθηκεύοντάς την. Πράγμα που καταδεικνύει όχι μόνο ότι τίποτα δεν άλλαξε από τότε (την εποχή κυκλοφορίας του «Απόρρητου Ημερολογίου…») έως σήμερα (εποχή γενικευμένης κρίσης και κυκλοφορίας του νέου βιβλίου «Πράσινος Φάκελος – Γαλάζιες Χάντρες»), αλλά, αντιθέτως, η κατάσταση, όπως ήταν επόμενο, επιδεινώθηκε φτάνοντας στο χείλος του γκρεμού (βλ. επιχειρηματολογία, σ. 19-20). 

Τα πρώτα 81 κείμενα – τα οποία αποτελούν το κύριο σώμα του βιβλίου – θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως χαλαρές ημερολογιακές καταγραφές/χρονικά ή απομνημονευματικές εγγραφές/σημειώσεις από την εξάχρονη ζωή και υπηρεσία του συγγραφέα δίπλα σ’ έναν πανίσχυρο και δημοφιλή ηγέτη (τον «Μεγάλο Αρχηγό», όπως τον χαρακτηρίζει, σ. 20) της μεταπολεμικής Ελλάδας και την «αυλή» της δυναστείας Παπανδρέου και όσα εκεί «είδε και έζησε έξι χρόνια κοντά στον Ανδρέα Παπανδρέου, σαν προϊστάμενος της προσωπικής του ασφάλειας», όπως σημειώνει στο «Απόρρητο Ημερολόγιο…» (σ. 13). Τα περισσότερα από τα εν λόγω 81 κείμενα (τα οποία ο συγγραφέας χαρακτηρίζει ως «πετράδια πολιτικής πληροφόρησης») είναι εν πολλοίς ψήγματα ανεκδοτολογικών ιστοριών (εξού και ο σκωπτικός τίτλος του τόμου) και, ενίοτε, σπαράγματα ευτράπελων αναφορών (σ. 253), σκαμπρόζικων ερωτικών περιστατικών (π.χ. σ. 29-30, 139), σκανδαλοθηρικών καταστάσεων (για το πώς π.χ. ο Α. Παπανδρέου απείλησε να σκοτώσει με το περίστροφο την οικογένειά του όταν τον πίεζαν να τους μιλήσει για μια εξωσυζυγική του σχέση, σ. 40, ή πώς η επιταγή από έρανο που έγινε στη Μελβούρνη για το ΠΑΣΟΚ το 1977, αντί να πάει στο Κόμμα κατέληξε να… καλύψει τις ανάγκες του Αντρίκου -μικρότερου γιου των Παπανδρέου- που σπούδαζε τότε στο Λονδίνο και «είχε ξεμείνει από χρήματα, σ. 45), καθώς και γεγονότων από πρόσωπα της Εξουσίας (σ. 31, 184, 209 κ.ά) αλλά με ευρύτερες πολιτικές προεκτάσεις (που κάποια είχαν, και άλλα θα μπορούσαν να έχουν) για τους ίδιους αλλά και για τη χώρα. Τα κείμενα αυτά ουσιαστικά αποδομούν και απομυθοποιούν το… «μεγαλείο» των δήθεν πανίσχυρων προσωπικοτήτων της πολιτικής εξουσίας που συνήθως εγγράφεται στο θυμικό της ανώνυμης μάζας που ακούει στο όνομα «λαός». Η απομυθοποίηση συντελείται με την αφαίρεση του «φωτοστέφανου» από το θρύλο που τους περιβάλλει, καθώς τους ξεγυμνώνει από και τους προσγειώνει στις αληθινές τους διαστάσεις, αντικατοπτρίζοντας τις (παθογένειες της ανθρώπινης φύσης, τις ανθρώπινες συνήθειες και αδυναμίες, τις ανασφάλειες, καχυποψίες και φοβίες, τις κυκλοθυμίες, τα πάθη και τα λάθη). Πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα να αυτογκρεμίζονται παραχρήμα από το σαθρό βάθρο τους (για ένα καλό παράδειγμα βλ. σ. 244).

Ωστόσο, αν και ο συγγραφέας εστιάζεται στο να «φωτογραφίζει» τα ήθη, τις νοοτροπίες, τις συμπεριφορές και πρακτικές των αρχομανών εκπροσώπων της εξουσίας και των ιδιοτελών κινήτρων και σκοπών των ιδίων και της διεφθαρμένης νομενκλατούρας τους (π.χ. σ. 188), με τις μηχανορραφίες της «αυαλής» (σ. 165) κτλ., δεν περιορίζεται μόνο στο να επιβεβαιώσει τη γνωστή ρήση και – στην προκειμένη περίπτωση – το επιμύθιο «ο βασιλεύς είναι γυμνός». Παράλληλα, επεκτείνεται στο να (κατα)δείξει πόσο εύκολα οι πρακτικές της φαύλης άρχουσας τάξης μπορούν να πάρουν επιδημικές διαστάσεις, μολύνοντας επικίνδυνα τον υπόλοιπο κοινωνικό ιστό, τους απλούς πολίτες (σ. 147, 266), με τις διευκολύνσεις του πελατειακού κράτους (του μέσου, του ρουσφετιού, της διαπλοκής, κτλ) που τόσο ταλαιπώρησε και κόστισε στη χώρα. Εξού και η κάθε «αυθεντική ιστορία» του βιβλίου θα έλεγα ότι αποτελεί κι ένα είδος αυτοτελούς ηθικού διδάγματος. 

Δεν γνωρίζουμε τα κριτήρια με τα οποία αυτές οι 81 «αυθεντικές ιστορίες» του πρώτου μέρους επιλέχθησαν να καταχωρηθούν στον παρόντα τόμο, αφού πρόκειται όχι μόνο για συνειδητές αλλά και ασυνείδητες ψυχοπνευματικές διεργασίες του συγγραφέα. Δηλαδή του τι αυτός θεωρεί κατάλληλο να ειπωθεί (αποκαλυφθεί) και τι όχι, δεδομένου ότι, όπως εξηγεί, «Αποσιώπησα μερικά πράγματα, που είτε δεν μπορούσαν να αντικρίσουν το φως της δημοσιότητας, είτε ο αναγνώστης θα τα θεωρούσε απίστευτα και υπερβολικά…» (σ. 19). Γεγονός πάντως είναι ότι τα συμπεριλαμβανόμενα κείμενα του τόμου δεν είναι όλα του ίδιου ενδιαφέροντος, βάρους και σημασίας. Εκτός του ότι είναι άνισα κατανεμημένα (μικρότερα και εκτενέστερα) και διαφέρουν αισθητά μεταξύ τους σε σπουδαιότητα, ακόμη και σε γούστο – πράγμα φυσικό άλλωστε – ορισμένα εξ αυτών (ευτυχώς ελάχιστα) ίσως και να προβληματίζουν για τη συμπερίληψή τους. (Ενδεικτικά αναφέρομαι σε κείμενα, όπως λ.χ. τα εξής: «Η πρόταση δικαστικού, ως αρχηγού της Ενοποιημένης Αστυνομίας », σ. 155, «Υπάρχουν και κομμουνισταί ανάμεσά μας…», σ. 254, «Επιστροφή από το Αλγέρι», σ. 255, «Μαθήματα μουσικής», σ. 259, «Ο χρόνος είναι φίλος και εχθρός», σ. 263). Διότι, ενδεχομένως να παρουσιάζουν κάποιο ιδιαίτερο προσωπικό ενδιαφέρον για τον συγγραφέα, όπως είναι π.χ. κάποιες απλές αναμνήσεις (βλ. «Επίσκεψη στο σπίτι της Ειρήνης Παππά», σ. 271 – ίσως όμως να μην αφορούν αναγκαστικά και τον αναγνώστη) το οποίο (ενδιαφέρον) παραμένει άγνωστο στον αναγνώστη ο οποίος αδυνατεί, ενίοτε, να αποκρυπτογραφήσει τον απώτερο σκοπό τους. Σ’ αυτή την απορία/αμηχανία μπορεί να συμβάλλει, εν μέρει, και η κάπως απρογραμμάτιστη κατάταξη του υλικού, εν αντιθέσει με το πρώτο βιβλίο, όπου ο συγγραφέας διευκρίνιζε: «Οι σημειώσεις του ημερολογίου μου ακολουθούν μια χρονολογική σειρά. Προσπάθησα να τις εντάξω σε θεματολογικές ενότητες προκειμένου να διευκολυνθεί ο αναγνώστης» (σ. 14). Δυστυχώς αυτή η ορθή και χρήσιμη τακτική – για άγνωστους λόγους – δεν υιοθετείται στο νέο βιβλίο, πράγμα που δυσχεραίνει κάπως τη γενικότερη αναγνωστική διαδικασία. 

Με το νέο του βιβλίο, αν και για διαφορετικούς αυτή τη φορά λόγους, ο Βασίλης Κεραμάς ολοκληρώνει ένα κεφάλαιο που είχε αρχίσει πριν μια 25ετία, κλείνοντας οριστικά ένα (παρεμβατικό) κύκλο, έναν παλαιότερο «λογαριασμό» (με «Το Απόρρητο Ημερολόγιο…») που παρέμενε ανοιχτός. Ωστόσο, δεν πρόκειται καθόλου για ρεβανσιστική πράξη, αφού ο συγγραφέας είχε προ πολλού δικαιωθεί τόσο νομικά (από τα δικαστήρια) όσο – κυρίως – ηθικά, όπως διευκρινίζει στον πρόλογο του νέου του βιβλίου («Μπορούν οι κρατούντες να νομίζουν ότι κρατούν το σύμπαν στα χέρια των, αλλά όσο υπάρχουν στον κόσμο αδέκαστοι άνθρωποι θα υπάρχουν και αδέκαστοι δικαστές», σ. 18). Έστω κι αν το νέο του βιβλίο τον δικαιώνει διπλά και διαχρονικά, σίγουρα δεν γράφτηκε γι’ αυτό τον λόγο (την προσωπική του δικαίωση). Η νεότερη συγγραφική κατάθεση έγινε, πρωτίστως, για να επαναβεβαιώσει το αυτονόητο: Ότι οι χρόνιες παθογένειες των κρατούντων και του σάπιου πολιτικού συστήματος, νομοτελειακά, αναπόφευκτα και μοιραία οδηγούν σε ολέθριες συνέπειες για όλους (εξουσιαστές κι εξουσιαζομένους). Και, βέβαια, να αφυπνίσει συνειδήσεις. 

Εν ολίγοις, πρόκειται για το πικρό κύκνειο άσμα ενός γνήσιου (πρώην απόδημου, με ενδιαφέρουσα ακτιβιστική δράση και βιώματα στη Μελβούρνη)) Έλληνα, ενός αληθινού αγωνιστή της Δημοκρατίας, ενός φλογερού πατριώτη, ενός απλού πλην τίμιου κι ευσυνείδητου πολίτη, ο οποίος εκπέμπει απεγνωσμένη κραυγή αγωνίας, ένα σήμα κινδύνου SOS για την πατρίδα του και τον Ελληνισμό που δεινοπαθεί, εξευτελίζεται και απειλείται με διπλό αφανισμό: Πρώτον, από την απώλεια των εθνικών κυριαρχικών του δικαιωμάτων και, δεύτερον, από τη βιολογική εξόντωση των Ελλήνων. 

Ο συγγραφέας όμως δεν περιορίζεται ούτε κι επαναπαύεται μόνο στη διαμαρτυρία του καταγγελτικού λόγου, αλλά προβαίνει και σε κάποιες προτάσεις διεξόδου από την κρίση, με επιχειρήματα, όπως λ.χ. για την αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ευρώ και την επιστροφή στη δραχμή (σ. 321), τον έλεγχο της απειλητικής για την Ελλάδα λαθρομετανάστευσης και την αποτροπή του αφελληνισμού (σ. 230, 281), κτλ. Το σημαντικότερο: Επιχειρεί να εξυψώσει το πεσμένο ηθικό του πολλαπλώς χειμαζομένου Έλληνα πολίτη, κεντρίζοντας το εθνικό και πατριωτικό του φιλότιμο και προτρέποντάς τον σε αντίσταση, δράση και αγώνα, προσφεύγοντας σε μια διαχρονική όσο και συναισθηματική επιχειρηματολογία (σ. 20-21).

Τέλος, ο συγγραφέας τού υπό εξέταση βιβλίου δεν είναι επαγγελματίας γραφιάς (συγγραφέας-λογοτέχνης) ή δημοσιολόγος, αλλά συνταξιούχος Αστυνόμος. Ωστόσο, θεωρεί καθήκον του να παρέμβει για δεύτερη φορά δημόσια – εκφράζοντας τις απόψεις, ανησυχίες και τους προβληματισμούς του – ως απλός Έλληνας πολίτης. Γι’ αυτό και συγκινητική σ’ αυτό το πόνημα δεν είναι μόνο η πίκρα που αποπνέουν τα κείμενά του για την κατάντια της χώρας μας, αλλά και η ταπεινοφροσύνη που αντανακλάται στη δήλωσή του: «Για τις προσωπικές αυτές μου απόψεις, από τους φίλιους και αναγνώστες του βιβλίου ζητώ να κριθώ με επιείκεια, καθόσον δεν διεκδικώ το αλάθητον. «Μόνον ο Θεός έχει το αλάθητον»». (σ. 19). Και μόνο απ’ αυτή την άποψη θα άξιζε να διαβαστεί και να συζητηθεί το βιβλίο αυτό.

*Ο Γιάννης Βασιλακάκος είναι νεοελληνιστής (διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Μελβούρνης) και συγγραφέας. Αρθρογραφεί σε αθηναϊκές εφημερίδες και είναι βιβλιοκριτικός σε λογοτεχνικά περιοδικά. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του είναι: «Η άγνωστη αλληλογραφία του Κώστα Ταχτσή και η σχέση του με αυστραλιανούς καλλιτεχνικούς 

i Έτσι, ελλείψει ενός ευδιάκριτου και σαφούς πλαισίου ταξινόμησης, ορισμένα εκ των κειμένων, όπως λ.χ. τα τέσσερα τελευταία του πρώτου μέρους («Ένας συγγενής μου εθελοντής στην Κορέα», «Η συνθήκη ΙΙ του Δουβλίνου», «Το άρθρο 120, παρ. 4 του Συντάγματος» και «Ένα σχόλιο καλής θελήσεως») λογικά θα έπρεπε να είχαν ενταχθεί στα κείμενα του «Παραρτήματος» αφού πρόκειται για παρεμβατικά κείμενα, ή κείμενα γνώμης του συγγραφέα (ό,τι ο ίδιος αποκαλεί «προσωπικές μου απόψεις») σχετικά με τη σημερινή ελληνική κρίση. Παρόμοιο κομφούζιο παρατηρείται και στα τρία τελευταία μέρη του βιβλίου, δηλαδή στο «Παράρτημα», το «Φωτογραφικό Παράρτημα» και τα τέσσερα τελευταία κείμενα. Υποτίθεται ότι κάτω απ’ το «Παράρτημα» εντάσσονται κείμενα που σχετίζονται με τη σημερινή κρίση, ενώ τα τελευταία τέσσερα είναι καθαρώς ιστορικής υφής αλλά, ταυτόχρονα, και παιδευτικού χαρακτήρα (εξού και ο χαρακτηριστικός τίτλος του πρώτου κειμένου: «Τρία ιστορικά και πολιτικά γεγονότα από τον Εθνικό Διχασμό προς διδαχή των Ελληνοπαίδων»). Χρήσιμο θα ήταν αν διευκρινιζόταν η θεματολογία των ενοτήτων – είτε στο προλογικό σημείωμα του συγγραφέα, είτε στην αρχή κάθε παραρτήματος/ενότητας – έτσι ώστε να μην μπερδεύεται ή σπαζοκεφαλιάζει ο αναγνώστης για το πού θα έπρεπε να ανήκει το κάθε κείμενο. Για παράδειγμα, στην περίπτωση του άρθρου «Η Δραχμή», ευλόγως αναρωτιόμαστε γιατί να μην ανήκει στο τελευταίο μέρος, αφού πρόκειται για ιστορική αναφορά. Τέλος, το «Φωτογραφικό Παράρτημα» λογικά έπρεπε να είχε μπει είτε στη μέση είτε στο τέλος του βιβλίου.

ii Ο συγγραφέας ισχυρίζεται: « κατέστησαν την Ελλάδα έκτοτε προτεκτοράτο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Γερμανίας ειδικά, ένα καθεστώς για τους Έλληνες εξωτερικής και εσωτερικής κατοχής, που κύριος οίδεν πότε, της δουλείας τα δεσμά, οι Έλληνες θα αποτινάξουν…», σ. 20).

iii Ο συγγραφέας εξομολογείται: «Με πίκρα και οξύτητα καταθέτω στο βιβλίο αυτό και τις προσωπικές μου απόψεις, για την παράδοση της πατρίδας «στους ξένους δανειστές», καθώς και για τον κοινωνικό και εθνικό εξευτελισμό των Ελλήνων, με τη συστηματική κλοπή των συντάξεων και τον ευτελισμό των μισθών, με στόχο την φυσική εξόντωση των Ελλήνων» (σ. 19).

(Σημ.: Ευχαριστώ θερμά τις εκδόσεις Παπαζήση για την ευγενική αποστολή του βιβλίου του Βασίλη Κεραμά).