Άνθρωπος-κλειδί για την ελληνόγλωσση εκπαίδευση στην διασπορά, ο καθηγητής της Παιδαγωγικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης, κ. Μιχάλης Δαμανάκης, βρέθηκε για μία ακόμη φορά στην Αυστραλία για μία σειρά διαλέξεων. Ο διευθυντής του Εργαστηρίου Διαπολιτισμικών και Μεταναστευτικών Μελετών παρουσίασε τον συλλογικό τόμο “Νέα Μετανάστευση από και προς την Ελλάδα”, στο Κέντρο Σύγχρονου Πολιτισμού της Κοινότητας, την περασμένη Παρασκευή, ενώ επέστρεψε την Δευτέρα, για μία διάλεξη με θέμα την ελληνόγλωσση εκπαίδευση, παρουσιάζοντας μερικά πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία.

Αναφερόμενος στη συλλογική μελέτη για την Νέα Μετανάστευση, έκανε λόγο για τον τρόπο με τον οποίο οι νέοι μετανάστες στην Αυστραλία λειτουργούν ως “τροφοδότες και ανανεωτές των παροικιακών οργανώσεων και δικτύων, μέσα από την ενσωμάτωσή τους στα οικογενειακά και φιλικά δίκτυα και την ένταξή τους στις δομές των παροικιών”, τονίζοντας ότι οι ογδόντα και πλέον χιλιάδες Ελληνοαυστραλοί παλιννοστούντες και νέοι μετανάστες “φαίνεται να αποτελούν μια κρίσιμη μάζα που δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστες τις παροικίες, δεδομένου μάλιστα ότι όλα αυτά τα άτομα καταλήγουν σε 3-4 μεγάλα αστικά κέντρα, με πρώτο τη Μελβούρνη. Αυτοί οι νεο-αφιχθέντες αποτελούν μέχρι και το 20-25% του εκάστοτε συνολικού πληθυσμού ελληνικής καταγωγή, ανάλογα με τον τόπο εγκατάστασής τους”.

Παρουσιάζοντας τα ευρήματα της μελέτης, ο κ. Δαμανάκης προέβη σε μία πρόβλεψη, υποθέτοντας ότι, μετά από μια μεταβατική περίοδο προσαρμογής των νεομεταναστών, “θα συντελεστεί μια συνάντηση, αλληλεπίδραση και συνεργασία μεταξύ της δεύτερης και τρίτης γενιάς των παλαιών μεταναστών, από τη μια, και των νέων μεταναστών, από την άλλη. Αυτή τη φορά, όμως, στο επίπεδο των ελίτ. Υποθέτουμε, πως παλιές και νέες ελίτ θα συναντηθούν, θα αλληλεπιδράσουν, θα αλληλοεμπλουτιστούν και θα αναζητήσουν άξονες κοινής δράσης στο διαμορφούμενο νέο παγκόσμιο περιβάλλον” τόνισε χαρακτηριστικά. Στη συζήτηση με το ακροατήριο που ακολούθησε της παρουσίασης, ο κ. Δαμανάκης απάντησε σε ερώτημα παρευρισκόμενου σχετικά με την υπερπληθώρα πτυχιούχων ανέργων από την Ελλάδα, οι οποίοι καταφεύγουν στη μετανάστευση προς αναζήτηση εργασίας, αποτελώντας τον κορμό του νέου μεταναστευτικού ρεύματος. Εξαίροντας τον “μορφωσιογόνο” χαρακτήρα της ελληνικής οικογένειας, ο κ. Δαμανάκης έκανε την αισιόδοξη πρόβλεψη, ότι στα επόμενα χρόνια, οι μορφωμένοι Έλληνες θα κάνουν ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία τους στα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα των χωρών υποδοχής, συμβάλλοντας στην καινοτομία και την προαγωγή των επιστημών. Στο περιθώριο των διαλέξεών του, ο κ. Μιχάλης Δαμανάκης, μίλησε με το “Νέο Κόσμο”, εκθέτοντας τις παρατηρήσεις και τον προβληματισμό του για το νέο μεταναστευτικό ρεύμα και τις προκλήσεις που δημιουργεί για την ελληνόγλωσση εκπαίδευση στη διασπορά.

Το βιβλίο κάνει λόγο για την Ελλάδα ως αφετηρία, αλλά και ως χώρο υποδοχής μεταναστών. Ποια είναι τα συμπεράσματά σας από αυτές τις διαφορετικές εκφάνσεις του κύματος μετανάστευσης;

“Να ξεχωρίσουμε τα πράγματα. Άλλο πράγμα είναι η μετανάστευση στην Αυστραλία, για παράδειγμα, και άλλο πράγμα στην Ελλάδα και την Νότια Ευρώπη. Η μετανάστευση στην Αυστραλία, όπως και στον Καναδά και την Αμερική, δεν είναι καινούριο φαινόμενο, είναι παμπάλαιο. Έχουν εμπειρία και γνώση και έχουν αναπτύξει τέτοιους μηχανισμούς, ώστε να είναι απόλυτα ελεγχόμενη η εισροή μεταναστών. Το διαπιστώνουμε και από τους Έλληνες μετανάστες που έρχονται εδώ, τι δυσκολίες συναντούν για να βρουν τρόπο να πάρουν άδεια παραμονής και εργασίας. Είναι ένα σύστημα ελεγχόμενο σε μεγάλο βαθμό, ενώ στην Ελλάδα, η μετανάστευση που ξεκίνησε το 1990 ήταν μη ελεγχόμενη, μη θεσμοθετημένη. Δεν υπήρξε κάποια διακρατική συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και των γειτονικών βαλκανικών χωρών. Οι Αλβανοί εισέρρευσαν κατά εκατοντάδες χιλιάδες στην Ελλάδα, ενώ οι Πολωνοί, οι Βούλγαροι και οι Ρουμάνοι κατά δεκάδες χιλιάδες, ενσωματώθηκαν, εντάχθηκαν στην ελληνική κοινωνία, τα παιδιά τους φοίτησαν στα σχολεία και στα πανεπιστήμια. Αυτά είναι δείγματα μιας επιτυχούς ένταξης. Τα πράγματα πήραν δραματικές εξελίξεις από το 2000 και μετά που άρχισε η μαζική παράνομη μετανάστευση από τις ασιατικές χώρες και την Αφρική. Αυτό δεν ελέγχεται, δεν μπορείς να το προγραμματίσεις, να δρομολογήσεις διαδικασίες. Είναι ένα γενικότερο πρόβλημα, το οποίο, αν δεν αντιμετωπιστεί με πιο δραστικό τρόπο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν ξέρω τι μέλλον θα έχουν οι χώρες υποδοχής, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία. Θα αντιμετωπίσουν μεγάλο πρόβλημα”.

Πώς μπορεί να ελεγχθεί η μετανάστευση στην Ευρώπη;

“Μάλλον δεν μπορεί να ελεγχθεί απόλυτα, όσο υπάρχουν περιφερειακοί πόλεμοι στις χώρες της Αφρικής της Ασίας. Είναι εκατοντάδες χιλιάδες οι άνθρωποι οι οποίοι χάνουν τα σπίτια τους, το βιος τους και εκπατρίζονται. Σ’ αυτήν την περίπτωση, η μετανάστευση είναι δευτερογενές πρόβλημα, το πρωτογενές είναι ο πόλεμος. Αν λυθεί αυτό, τότε θα αντιμετωπιστεί και το δευτερογενές. Αυτό που μπορεί να κάνει η Ευρώπη, είναι να ελέγξει σε έναν μικρό βαθμό. Χρειάζεται εργαζομένους, επομένως θα μπορούσε, μέσα από μία πολιτική νομιμοποιητικών διαδικασιών, να επιτρέψει στους ανθρώπους να μετακινούνται, παίρνοντας εργατικό δυναμικό για τις χώρες που έχουν ανάγκη, από την Ελλάδα ή όποια άλλη χώρα”.

Στην εισήγησή σας κάνατε μία ενδιαφέρουσα παρατήρηση για την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας: ότι ενώ είναι ελεύθερη η μετακίνηση επιχειρήσεων και κεφαλαίων, δεν συμβαίνει το ίδιο με την μετακίνηση ανθρώπων.

“Ναι, η παγκοσμιοποίηση άλλαξε τα δεδομένα της μετανάστευσης και της μετακίνησης πληθυσμών. Χρησιμοποιώ τον όρο ‘μετακίνηση πληθυσμών’ γιατί είναι ευρύτερος: αυτός που φεύγει σήμερα από την Συρία δεν μεταναστεύει, εξαναγκάζεται να φύγει, είναι θύμα πολέμου. Είναι μία ακραία περίπτωση, όπως κι εκείνοι που λιμοκτονούν στην Αφρική και ρισκάρουν την ζωή τους για να μπουν σε ένα σαπιοκάραβο. Από την άλλη, υπάρχουν και αυτοί που διακινούνται ελεύθερα, γιατί πρέπει να διακινούνται στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Τα στελέχη των μεγάλων εταιριών, για παράδειγμα, που την μία μέρα είναι στο χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ και την άλλη στο χρηματιστήριο του Σίδνεϊ, της Νέας Υόρκης και πάει λέγοντας. Μεταξύ αυτών των δύο άκρων, της ελίτ που μετακινείται ελεύθερα μαζί με τα κεφάλαια και τις υπηρεσίες και του πεινασμένου που μετακινείται κατ’ ανάγκη, ή του θύματος πολέμου, το χάσμα είναι τεράστιο. Εκεί μέσα υπάρχουν αφάνταστες κοινωνικές ανισότητες που αντανακλούν το χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου ή Δύσης και Ανατολής. Οι άνθρωποι μετακινούνται εκεί που υπάρχουν τα αγαθά, οι υπηρεσίες, η εργασία. Αυτό γινόταν πάντα, αυτό γίνεται και τώρα”.

Μπορεί η μετανάστευση να συμβάλει στη γεφύρωση του χάσματος και στην εξάλειψη της ανισότητας, μέσω της κοινωνικής κινητικότητας που προκύπτει από την ομαλή ένταξη των μεταναστών στις χώρες υποδοχής;

“Η κοινωνική κινητικότητα ήταν ένα πολύ συνηθισμένο φαινόμενο, που το συναντάμε στη μετανάστευση και το μελετούμε. Αν κοιτάξει κανείς στις ελληνικές παροικίες, οι οποίες στην ουσία δημιουργήθηκαν στη δεκαετία του ’50, είναι απίστευτη η εξέλιξή τους μέσα σε μισό αιώνα. Εδώ στην Αυστραλία, η παροικία δημιούργησε μία οικονομική ελίτ από την πρώτη γενιά, που ήταν απόφοιτοι δημοτικού και η οποία, μέσα από τη δεύτερη και τρίτη γενιά, δημιούργησε μία επίσης εντυπωσιακή επιστημονική και πνευματική ελίτ. Αυτό σημαίνει ότι υπήρξε τρομερή κινητικότητα, σε μία χώρα που έδωσε ευκαιρίες. Αυτό ισχύει και σήμερα στις ανεπτυγμένες χώρες που επιτρέπουν την εσωτερική κινητικότητα για τους πολίτες τους, δίνοντας και στους μετανάστες τη δυνατότητα να πολιτογραφηθούν σύντομα και να ενταχθούν στο σύστημα. Δεν μπορεί να πει κανείς ότι συμβαίνει το ίδιο σε χώρες που είναι λιγότερο ανεπτυγμένες, εντούτοις και στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι άξιο υπογραμμίσεως το γεγονός ότι αυτήν τη στιγμή, στα ελληνικά πανεπιστήμια υπάρχουν παιδιά μεταναστών που μπήκαν τη δεκαετία του ’90 στη χώρα, ιδιαίτερα Αλβανών, διότι αυτή είναι και η πλειοψηφία. Έχουμε 600 χιλιάδες Αλβανούς από τους 800 χιλιάδες που είναι νομιμοποιημένοι και γνωστοί. Είναι πάρα πολύ σημαντικός ο αριθμός των παιδιών των μεταναστών που σήμερα έχει καταφέρει να περάσει στο πανεπιστήμιο. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα τους έδωσε την ευκαιρία κι έχουν ήδη αρχίσει να διαμορφώνουν ένα μεσοαστικό στρώμα”.

Σε επίπεδο γλώσσας πώς αντικατοπτρίζεται αυτή η οικονομική και κοινωνική κινητικότητα;

“Η εμπειρία δείχνει ότι η επιτυχής ένταξη των μεταναστών στο κυρίως σύστημα της χώρας υποδοχής, έχει ένα κόστος σε βάρος της γλώσσας. Είναι συνήθως η δεύτερη γενιά, η οποία ανέρχεται κοινωνικά και επαγγελματικά, θυσιάζοντας την ελληνική γλώσσα. Αυτό το παρατηρήσαμε ειδικά στην Αμερική, όπου η δεύτερη γενιά έχασε σε μεγάλο βαθμό τη γλώσσα, γιατί η αγωνία της πρώτης γενιάς ήταν να εντάξει τα παιδιά της επιτυχώς στο σύστημα. Παρατηρείται όμως το φαινόμενο η δεύτερη γενιά που έχει χάσει τη γλώσσα, να έρχεται πλέον από ένα στάτους σιγουριάς και να στέλνει τα παιδιά της, την τρίτη γενιά πλέον, για να μάθουν Ελληνικά. Με αυτήν την έννοια, είναι πολύ σύνθετο το θέμα της γλώσσας και μπαίνει το ερώτημα γιατί δεν δίνουν οι χώρες υποδοχής τη δυνατότητα και την υποδομή στα παιδιά να διατηρήσουν και να καλλιεργήσουν τη γλώσσα προέλευσης”.

Στο επίπεδο της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης, ποιες είναι οι επιπτώσεις της μετανάστευσης;

“Εκεί έχουν ήδη φανεί οι πρώτες επιδράσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό που συμβαίνει στην Ευρώπη, όπου το ελληνικό κράτος εποπτεύει, οργανώνει και χρηματοδοτεί αμιγώς ελληνικά σχολεία στο Λονδίνο, τις Βρυξέλλες και διάφορες γερμανικές πόλεις. Αυτά τα σχολεία έτειναν να κλείσουν, λόγω έλλειψης μαθητών. Με τη νέα μετανάστευση, υπερδιπλασιάστηκε ο αριθμός των μαθητών, με αποτέλεσμα σήμερα το 50-60% του μαθητικού πληθυσμού να προέρχεται από οικογένειες νέων μεταναστών. Αλλά κι εδώ, στην Αυστραλία, διαπιστώνει κανείς το ίδιο. Μέσα σε ένα χρόνο υπερδιπλασιάστηκαν τα παιδιά που φοιτούν στα σχολεία της Κοινότητας. Από αυτά, αν εξαιρέσει κανείς τα παιδιά του VCE που είναι πολλά χρόνια εδώ, τα υπόλοιπα είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία παιδιά νέων μεταναστών”.

Αυτή η εξέλιξη, πώς επηρεάζει το περιεχόμενο της εκπαίδευσης;

“Αυτό το οποίο αναμένεται, αλλά μένει να το δει κανείς, είναι ότι τα καινούρια παιδιά που έρχονται από την Ελλάδα, ως φυσικοί ομιλητές της ελληνικής γλώσσας, θα μεταφέρουν στα παιδιά που έχουν γεννηθεί στα παιδιά εδώ και ένα άλλο λεξιλόγιο. Να σας φέρω ένα άλλο παράδειγμα: επισκέφθηκα ένα γυμνάσιο – λύκειο στη Γερμανία και ρώτησα τι φέρνουν τα παιδιά από την Ελλάδα στα παιδιά που φοιτούν ήδη για χρόνια σ’ αυτό το σχολείο και ξέρουν καλά Ελληνικά. Η απάντηση του φιλολόγου και του διευθυντή είναι ότι φέρνουν τη ‘φρεσκάδα’. Μία φιλόλογος είπε χαρακτηριστικά ότι φέρνουν την ‘ελληνική μαγκιά’ στη γλώσσα, την αργκό. Αυτό είναι κάτι καινούριο και μάς δίνει τη δυνατότητα να κάνουμε χρήση ιδιωματισμών, της αργκό της νεολαίας, με την προσδοκία ότι θα γίνει κατανοητή από τα παιδιά, μέσα από την επαφή, οπότε θα μπορεί και η εκπαίδευση να πάει ένα βήμα πιο πέρα. Η ανανέωση της γλώσσας έχει επιπτώσεις και στον τρόπο διδασκαλίας. Ξεφεύγει από το πλαίσιο της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας και έρχεται πιο κοντά στην ελληνική ως δεύτερη γλώσσα”.

Ποια είναι η γνώμη σας για τα ελληνικά σχολεία στην Αυστραλία;

“Από ό,τι μπορώ να κρίνω, είναι πολύ καλά οργανωμένα. Όπου πηγαίνω, αυτό που λέω είναι: ‘οργανώστε χώρους χρήσης της γλώσσας κι έξω από την τάξη – στο κυλικείο, στην αυλή, στο μάθημα της γυμναστικής, ώστε να έχει το παιδί την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα κι έξω από την ώρα της διδασκαλίας. Όσο περισσότερες ευκαιρίες δώσεις στο παιδί να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα, τόσο καλύτερος χρήστης θα γίνει. Αξίζει τον κόπο να επενδύσει κανείς σ’ αυτό”.

Ως επιστήμονας, πώς αναπτύξατε το ενδιαφέρον σας για τα ζητήματα της ομογένειας; Τι ήταν αυτό που κέντρισε το ενδιαφέρον σας για τη μελέτη της διασποράς;

“Οι λόγοι ήταν σε μεγάλο βαθμό συναφείς με την προσωπική μου εμπειρία. Τελειώνοντας την παιδαγωγική ακαδημία στην Ελλάδα, το 1969, έφυγα για την Γερμανία. Ούτως ή άλλως, τότε δεν υπήρχαν δυνατότητες διορισμού στην Ελλάδα, ενώ ήθελα, ως νέος άνθρωπος να είμαι μακριά από τη χούντα. Στη Γερμανία βρέθηκα εκ των πραγμάτων μέσα στους μετανάστες, μάλιστα δούλεψα και σε εργοστάσιο μερικούς μήνες, μέχρι να βρω θέση δασκάλου στα ελληνικά σχολεία. Εκεί δημιουργήθηκε το ενδιαφέρον μου, που κορυφώθηκε μέσα από τις σπουδές, τόσο στο Πανεπιστήμιο της Γερμανίας, όσο και στην Ελλάδα, όπου προέκυψε αυτό το μεγάλο έργο που λέμε ‘παιδεία ομογενών’, το οποίο έδωσε μία πνοή στην ελληνική γλώσσα στη διασπορά”.

Σε προσωπικό επίπεδο, τι έχετε αποκομίσει μέσα από αυτήν τη διαδρομή;

“Το να ταξιδεύεις ανά τον κόσμο και να συναντάς πολλούς διαφορετικούς Έλληνες και πολλές ελληνικές ταυτότητες -γιατί δεν υπάρχει μία ταυτότητα, είναι πάρα πολλές-, αυτό από μόνο του σε κάνει πλούσιο, ειδικά σε συνδυασμό με τις χώρες τις ίδιες που γνωρίζεις. Είναι απίστευτο το ταξίδι αυτό. Νιώθω πολύ τυχερός που είχα αυτήν την πορεία κι ελπίζω κάποια στιγμή, στα γεράματά μου, να γράψω ένα βιβλίο με αυτές τις εμπειρίες”.