Ο Κώστας Ταχτσής είναι ένας από εκείνους τους λογοτέχνες της μεταπολεμικής περιόδου στην Ελλάδα, για τον οποίο ο καθένας έχει κάτι να πει, είτε θετικό είτε αρνητικό, ή να εκφράσει μια τρίτη» άποψη. Ο Ταχτσής άφησε ανεξίτηλα τη σφραγίδα του στα ελληνικά γράμματα, κυρίως με «Το Τρίτο Στεφάνι». Ένα βιβλίο που αποτελεί το αμάλγαμα των παιδικών και νεανικών του αναμνήσεων, ένα βιβλίο από τα αριστουργήματα της νεοελληνικής μεταπολεμικής λογοτεχνίας (για ορισμένους και της παγκόσμιας, αφού έχει μεταφραστεί στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου), «ένα ελληνικό έπος» όπως το χαρακτήρισε ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Όσο τρικυμιώδες είναι το έργο του αυτό άλλο τόσο τρικυμιώδης ήταν και η ίδια η καθημερινή του ζωή, την οποία και τελικά απώλεσε με τραγικό τρόπο. 

Ποιος ήταν και τι έκανε τελικά ο Κώστας Ταχτσής στην Αυστραλία ώστε ο περιβόητος «Φάκελος Ταχτσή» να εξακολουθεί να αποτελεί μυστήριο; Συνομιλήσαμε με τον κατ’ εξοχήν βιογράφο του Κώστα Ταχτσή, πανεπιστημιακό και συγγραφέα Δρα Γιάννη Βασιλακάκο, για τα τι και τα πώς της παραμονής και της δράσης του διάσημου Έλληνα λογοτέχνη στους Αντίποδες.

– Μπορούμε να δώσουμε μια εικόνα του τι είναι ο απόρρητος «Φάκελος Ταχτσή» και τι περιέχει; Επίσης, πώς κατέληξε στα χέρια σας;

– Ο απόρρητος «Φάκελος Ταχτσή» αποτελεί συνέχεια του γενικότερου πρότζεκτ και της έρευνάς μου για τον κορυφαίο και πολυσυζητημένο μεταπολεμικό μας μυθιστοριογράφο -ιδιαίτερα για τη ζωή του στην Αυστραλία – η οποία ξεκίνησε με την έκδοση της πρώτης επίσημης βιογραφίας μου γι’ αυτόν («Κώστας Ταχτσής: η αθέατη πλευρά της σελήνης», εκδ. Ηλέκτρα, Αθήνα 2009) και συνεχίστηκε με τη δημοσίευση της «Άγνωστης Αλληλογραφίας του Κώστα Ταχτσή» (εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2014). Ο «Φάκελος» αυτός κατέληξε στα χέρια μου επειδή ενδιαφέρθηκα προσωπικά γι’ αυτόν. Ήταν απόρρητος και κρατείτο στα National Archives of Australia (Εθνικά Αρχεία της Αυστραλίας) για 55 ολόκληρα χρόνια. Αποδεσμεύτηκε και μου παραχωρήθηκε στα τέλη του 2014, μετά από 4 χρόνια επίπονης κι επίμονης προσπάθειας. Νιώθω δικαιωμένος και ικανοποιημένος που ο αγώνας μου έπιασε τόπο. Με την ευκαιρία αυτή οφείλω να ευχαριστήσω όλους εκείνους στα Εθνικά Αρχεία της Αυστραλίας, οι οποίοι με βοήθησαν να βρω άκρη με την δαιδαλώδη αυστραλιανή γραφειοκρατία και να φτάσω αισίως στο τέλος.

– Γιατί άργησε τόσο πολύ ο αποχαρακτηρισμός του εν λόγω «Φακέλου»; 

– Η μεγάλη χρονοτριβή στην αποδέσμευση και παράδοση του «Φακέλου» οφείλεται στον αργό συντονισμό των διαφόρων αυστραλιανών υπηρεσιών (όπως του Υπουργείου Μετανάστευσης, της Αυστραλιανής Ομοσπονδιακής Αστυνομίας, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης κ.ά.) να εντοπίσουν, συγκεντρώσουν και ανταλλάξουν τα σχετικά έγγραφα. Επίσης, να ελέγξουν πόσο απόρρητα ήταν αυτά και ποια εξ αυτών έπρεπε να αποδεσμευθούν. Δεδομένης της παρέλευσης μισού αιώνα και πλέον, των γραφειοκρατικών διαδικασιών, των πολλών υπηρεσιών, αλλά και του ευαίσθητου περιεχομένου του «Φακέλου», δεν είναι καθόλου περίεργο που υπήρξε αυτή η καθυστέρηση.

– Είναι πλήρης ο «Φάκελος Ταχτσή»; 

– Όχι απολύτως. Αν και περιέχει δεκάδες επίσημα έγγραφα, δεν είναι ακέραιος. Δεν γνωρίζω ούτε μου αποκάλυψαν πόσα είναι τα έγγραφα που παρακρατήθηκαν. Από συζήτηση που είχα με υπεύθυνο των Αρχείων, κατάλαβα ότι δεν πρέπει να είναι πολλά. Προφανώς, τα περισσότερα έγγραφα του «Φακέλου» μού παραδόθηκαν.

– Γιατί κρίθηκε σκόπιμο να παρακρατηθούν ορισμένα έγγραφα; 

– Λόγω του ιδιαίτερα ευαίσθητου περιεχομένου τους. Η γενικόλογη απάντησή τους ήταν ότι φοβούνταν να μην εκτεθούν κάποιοι (που ενδεχομένως να ζουν ακόμα), με τους προγόνους των οποίων ο Ταχτσής είχε σχέσεις – αν και εφόσον τα ονόματά τους και άλλες πληροφορίες έρχονταν στη δημοσιότητα. Επειδή γνωρίζουμε, από την έρευνά μου, ότι ο Ταχτσής είχε έναν ευρύ κύκλο γνωριμιών -πιθανότατα και στενών προσωπικών σχέσεων με γνωστά και μεγάλα ονόματα του αυστραλιανού καλλιτεχνικού κόσμου και της διανόησης- εκτός απ’ αυτά που αναφέρω στη βιογραφία μου, εύλογο είναι να εκδηλώνονται τέτοιοι φόβοι για προφανείς λόγους. Δεν αποκλείεται όμως να υπάρχουν και άλλοι λόγοι. Θα πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι ο Ταχτσής δεν ήταν κομμουνιστής. Διαφορετικά, θα τού είχε απαγορευθεί η είσοδος στη χώρα. Όπως γνωρίζουμε, κατά τις δεκαετίες ’50 και ’60, όπως στις ΗΠΑ, έτσι και στην Αυστραλία, η ρετσινιά του «κομμουνιστή» ήταν αρκετά βαριά για να κλείσει σε κάποιον πολλές πόρτες και να τον φέρει σε αντιπαράθεση με τις αρχές. Τότε, το «κομμουνιστής» ισοδυναμούσε περίπου με το «κατάσκοπος». Ούτε και ποινικό μητρώο είχε αποκτήσει ακόμη ο Ταχτσής.

– Αφού ο Ταχτσής είχε «καθαρά» πολιτικά φρονήματα, γιατί απασχόλησε τόσο πολύ τις αυστραλιανές αρχές σε σημείο να τον «φακελώσουν», να τον φυλακίσουν, και τελικά να τον απελάσουν; 

– Λόγω του ανορθόδοξου βίου και της νυχτερινής ζωής του ως εκδιδόμενου τραβεστί, κάτι που τη δεκαετία του ’60 θεωρείτο σοβαρότατη παραβατικότητα. Μάλιστα, όπως λέει ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του, κατέβαινε «στον υπόκοσμο – τη φορά αυτή επαγγελματικά». Η αστυνομία τον είχε συλλάβει και προειδοποιήσει αρκετές φορές να συμμορφωθεί, αλλά εις μάτην. Αποτέλεσμα ήταν να συλληφθεί, να φυλακισθεί και να απελαθεί το 1962. Θεωρώ ότι ο Ταχτσής πρέπει να ήταν, αν όχι ο πρώτος, οπωσδήποτε από τους πρώτους παρενδυματικούς του Σίδνεϊ.

– Διαβάζοντας κανείς βιογραφίες, το ίντερνετ, και άλλες πηγές όσον αφορά τη σεξουαλικότητα του Κώστα Ταχτσή, συμπεραίνει ότι δεν ήταν μόνο ομοφυλόφιλος αλλά και αμφυφιλόφιλος, συνευρισκόταν δηλαδή και με τα δύο φύλα.

– Σωστό, όπως ήταν και τραβεστί. Ήταν και αυτό ένα ακόμα σοβαρό ενοχοποιητικό στοιχείο – το κυριότερο ίσως – για το οποίο οι αυστραλιανές αρχές τον στοχοποίησαν. Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι τη δεκαετία του ’60 αυτά τα πράγματα ήταν αδιανότητα. Δεν ήταν όπως τώρα που επικρατούν άλλες αντιλήψεις και η κοινωνία είναι πιο ανεκτική (ακόμη και στους γάμους μεταξύ ομοφυλοφίλων κ.λ.π.) Τον είχαν συλλάβει να κάνει πιάτσα σε κάποιες περιοχές του κέντρου του Σίδνεϊ, τού έκαναν τις σχετικές παρατηρήσεις πολλές φορές, αλλά ήταν το χούι του τέτοιο που δύσκολα μπορούσε να συμμορφωθεί και να αλλάξει τρόπο ζωής – αν και το προσπάθησε, είναι αλήθεια…

– Επιδιδόταν και στην Ελλάδα σε αυτές τις πρακτικές;

– Ναι. Στη βιογραφία μου για τον Ταχτσή αναφέρω ότι έκανε περίπου τα ίδια και στην Ελλάδα πριν μεταναστεύσει. Εννοώ ότι επιδιδόταν σε ομοφυλοφιλικές, αλλά όχι ακόμα σε παρενδυματικές δραστηριότητες, αφού το φαινόμενο αυτό, αν δεν ήταν ακόμα άγνωστο στην Ελλάδα, τουλάχιστον δεν γινόταν δημοσίως. Τέτοιου είδους συμπεριφορές δεν ήταν ανεκτές, απεναντίας ήταν υπό αυστηρό διωγμό. Φυσικά, μιλάμε για μια εποχή, λίγα χρόνια μετά τον Εμφύλιο, όπου υπήρχε μια κοινωνική περιρρέουσα ατμόσφαιρα, απαγορευτική για τέτοιου είδους συμπεριφορές. Αυτός άλλωστε ήταν και ένας απ’ τους λόγους που εκπατρίστηκε. Δηλαδή, εκτός του ότι ήταν άνεργος, με φοβερά οικονομικά προβλήματα, ως ομοφυλόφιλος ένιωθε αφόρητα καταπιεσμένος.

– Αποτυπώνεται ευθύς εξαρχής, τόσο στην καθημερινή του ζωή όσο και στο λογοτεχνικό του έργο, η ιδιαίτερη σεξουαλικότητά του;

– Ε, βέβαια. Διότι πριν αποφασίσει να φύγει για την Αυστραλία, είχε εκδώσει πέντε μικρές ποιητικές συλλογές («Ποιήματα» 1951, «Μικρά ποιήματα» 1952, «Περί ώραν δωδεκάτην» 1953, «Η συμφωνία του Μπραζίλιαν» 1954, «Καφενείον το Βυζάντιον και άλλα ποιήματα» 1956) όλες ιδιωτικές εκδόσεις, που είχε μοιράσει εδώ κι εκεί – κύριο θέμα των οποίων ήταν η καταπιεσμένη ομοφυλοφιλική σεξουαλικότητα και οι παρεμφερείς σχέσεις. Οι συλλογές αυτές δεν είχαν απήχηση, ενώ τού δημιούργησαν και προβλήματα καθώς -σκοπίμως εκ μέρους του- δημοσιοποιούσαν την ομοφυλοφιλία του. Αποτέλεσμα ήταν να τον αποφεύγουν αρκετοί επώνυμοι δημιουργοί, αν και τον γνώριζαν καλά και τον συναναστρέφονταν στα καλλιτεχνικά στέκια «Μπραζίλιαν» και «Βυζάντιον». Βέβαια με κάποιους είχε δυνατές φιλίες και τον αγαπούσαν (όπως π.χ. ο ζωγράφος Αλέκος Φασιανός, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Νάνος Βαλαωρίτης), αλλά και άλλοι εκτιμούσαν το έργο του. Γενικά όμως το κλίμα δεν ήταν καθόλου καλό – φταίει κι αυτός φυσικά που είχε εριστικό χαρακτήρα και τσακωνόταν με όλους. Γι’ αυτό και αποφάσισε να αναζητήσει την τύχη του σε μια άλλη χώρα, παρθένα, όπως η Αυστραλία. Είχε και κάποιους φίλους εδώ (ξένους και Έλληνες), οι οποίοι τον στήριξαν (οικονομικά και ηθικά) και τον ενθάρρυναν να συνεχίσει το γράψιμο. Ήθελε να μείνει μόνιμα στην Αυστραλία, αλλά παρ’ ότι είχε εργαστεί σε καλές δουλειές, όπως στους σιδηροδρόμους ή στην Τράπεζα Commonwealth, ο χαρακτήρας και ο τρόπος ζωής του δεν τού επέτρεψαν να το πετύχει. Ήταν ο τύπος του ανθρώπου που δεν στέριωνε και δεν ήταν ευχαριστημένος πουθενά. Ήταν αυτό το στυλ του μποέμ συγγραφέα, που ήθελε να ψάχνει, να δοκιμάζει, να εξερευνεί, να παίζει με τη φωτιά. Κυρίως όμως να γράφει. Αλλά και αυτό όχι πάντα, σε τακτική βάση, αλλά όποτε είχε κέφι. Είχε τους δικούς του περίεργους ρυθμούς. 

– Αληθεύει ότι το αριστουργηματικό του «Τρίτο Στεφάνι» το έγραψε και το τελείωσε στην Αυστραλία;

-Το πιθανότερο είναι αυτό, κατά την εκτίμησή μου, και τους λόγους τους αναλύω στη βιογραφία μου γι’ αυτόν. Δυστυχώς, η γυναίκα που το δακτυλογράφησε, που ήταν και η στενότερη φίλη του Ταχτσή, η Φανή Αντωνιάδη, πέθανε λίγο πριν αρχίσω την έρευνά μου στην Αθήνα, με αποτέλεσμα να χάσουμε πολλά και πολυτιμότατα στοιχεία γι’ αυτόν και το έργο του. Γνώρισα βέβαια την κόρη της στην Ελλάδα, η οποία μου κατέθεσε όσα στοιχεία γνώριζε. Ήταν όμως πολύ μικρή (τότε που η μητέρα της δακτυλογραφούσε το «Τρίτο Στεφάνι» στο Σίδνεϊ) και δεν θυμόταν πολλά πράγματα. Μου μίλησε όμως για το πόσο αξιαγάπητος άνθρωπος, αλλά και ωραίος και χαρισματικός άνδρας ήταν ο Ταχτσής, πόσο τους αγαπούσε όλους, και πόσο άριστες σχέσεις είχε με τους Αυστραλούς του στενού, φιλικού του περιβάλλοντος. Θα πρέπει επίσης να προσθέσω ότι ο ίδιος γνώριζε τέλεια την αγγλική γλώσσα. Καλύτερα ίσως και από τους Αυστραλούς, κι αυτό το διαπιστώνει κανείς διαβάζοντας τις επιστολές του προς τον Αυστραλό φίλο του ζωγράφο Καρλ Πλάτε. Να προσθέσω, ακόμα, πως όταν ήμουν φοιτητής στο πανεπιστήμιο, διδασκόμασταν το «Τρίτο Στεφάνι», καθώς συμπεριλαμβανόταν στη διδακτική ύλη. Από τότε μου πρωτομπήκε η ιδέα να ασχοληθώ κάποτε με τον Ταχτσή – ιδιαίτερα με την άγνωστη ζωή του στην Αυστραλία. Συγκεκριμένα, όταν διάβασα το καταπληκτικό του διήγημα «Λίγες πέννες για το Στρατό Σωτηρίας»…

– Μπορούμε να πούμε ότι ο Ταχτσής, ερχόμενος στην Αυστραλία και συναναστρεφόμενος με τον λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κόσμο -που κατά βάση ήταν προοδευτικός σε σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία-, τελικά συνάντησε τα ίδια πουριτανικά ήθη, την ίδια αποπνικτική ατμόσφαιρα όπως και στην Ελλάδα;

– Όχι όσον αφορά την αυστραλιανή κοινωνία. Αυτό ισχύει μόνο για την ελληνική παροικία, με την οποία, προφανώς, δεν είχε σχέσεις. Για να ξεκαθαρίσω όμως καλύτερα τα πράγματα: Την πρώτη περίοδο (ήρθε το 1957 και έφυγε το 1960) της παραμονής του εδώ, δεν συνέβη κάτι σημαντικό. Όπως επισημαίνω στα δύο βιβλία μου, ο Ταχτσής «δεν πρέπει να είχε ιδιαίτερα σοβαρά προβλήματα με τον Νόμο κατά την πρώτη περίοδο της παραμονής του στην Αυστραλία». Αν και για εκείνη την περίοδο ο ίδιος δεν δίνει και πολλά στοιχεία, εντούτοις λέει ότι προσπάθησε να αλλάξει τρόπο ζωής, αναζητώντας τη βοήθεια ψυχολόγου στο Σίδνεϊ, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Η όλη ιστορία μαζί του «στράβωσε» κατά τη δεύτερη περίοδο του ερχομού του στην Αυστραλία (1960-1962). Του άρεσε ο τρόπος ζωής στην Αυστραλία, δεν αντιμετώπιζε κάποιο σοβαρό πρόβλημα. Το πρόβλημα ήταν στο ότι, επειδή από ένα σημείο και πέρα δεν είχε ακριβώς ξεκαθαρίσει τι ήθελε από τη ζωή του, ένιωθε ανία στο να βρίσκεται συνεχώς στην ίδια εργασία, γι’ αυτό άλλαζε συχνά δουλειές. Συν τοις άλλοις, ήταν σπάταλος χαρακτήρας, ξόδευε περισσότερα από όσα κέρδιζε. Του άρεσε πάντα να ζει στο στυλ των παλαιών μποέμ. Τα προβλήματα με τις αυστραλιανές αρχές δημιουργήθηκαν κατά τη δεύτερη περίοδο παραμονής του στην Αυστραλία (1960-1962), που όπως είδαμε, οδήγησαν τελικά και στην απέλασή του. Αν και οι απόψεις του για την Αυστραλία διαφοροποιήθηκαν κάπως μετά τη σύλληψη και απέλασή του, σε ολόκληρη τη μετέπειτα αλληλογραφία του με τον στενό του φίλο ζωγράφο Καρλ Πλάτε, εξακολούθησε να εκθειάζει τον αυστραλιανό τρόπο ζωής. Υποθέτω ότι στη διάρκεια αυτής της δεύτερης περιόδου ήταν που άρχισαν να τον φακελώνουν. Αυτό όμως το λέω με επιφύλαξη, αφού δεν έχω ακόμη ασχοληθεί συστηματικά με τη φιλολογική αξιοποίηση του «Φακέλου».

– Οι λόγοι που απελάθηκε, λοιπόν, είχαν σχέση με τον ανορθόδοξο και παραβατικό τρόπο ζωής του…; 

– Σωστά. Όπως προείπαμε, προφανώς, δεν είχαν σχέση με πολιτικά ή άλλα ζητήματα. Ο Ταχτσής δεν ήταν κομμουνιστής, δεν ανήκε σε κανένα πολιτικό κόμμα ή άλλη οργάνωση. Ήταν, όμως, γενικά προοδευτικός. Έριξα μια βιαστική ματιά στον «Φάκελό» του και είδα ότι οι λόγοι για τους οποίους απελάθηκε είχαν ως κύρια αιτία τη σεξουαλική του παραβατικότητα και τίποτε άλλο.

– Τι άνθρωπος ήταν ο Ταχτσής στις καθημερινές του σχέσεις;

– Πάντα πίστευα, και συνεχίζω να πιστεύω (έχοντας μιλήσει με πολύ κόσμο που τον γνώριζε καλά, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αυστραλία, κι έχοντας ερευνήσει εις βάθος τη ζωή του) ότι Ταχτσής, ασχέτως της προσωπικής του ζωής, κατά βάση υπήρξε ένα καθ’ όλα ηθικότατο άτομο. Αν συνέβαινε το αντίθετο, σας διαβεβαιώ ότι δεν θα είχα κανένα απολύτως λόγο και ενδιαφέρον να ασχοληθώ με ένα «κάθαρμα», ξοδεύοντας πολύτιμο χρόνο από τη ζωή μου. Για ποιο λόγο να τον «αγιοποιήσω», όπως έγραψαν κάποιοι στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα οι ίδιοι κριτικοί πρόβαλαν το βιβλίο μου σε πρωτοσέλιδα μεγάλων εφημερίδων ως ένα από τα «καλύτερα της χρονιάς» κάνοντάς το μπεστ σέλερ; Για μένα υπήρξε μεγάλος συγγραφέας αλλά, παράλληλα, και ηθικός χαρακτήρας. Με πάμπολλες ιδιορρυθμίες, εκκεντρικότητες, ιδιοτροπίες και αδυναμίες, φυσικά. Ωστόσο, είχε αγαθές σχέσεις με αρκετούς ομοτέχνους του, βοηθούσε τους φτωχούς και αδύναμους συγγραφείς (άνδρες και γυναίκες), συμπαραστεκόταν όπου μπορούσε, δεν εκμεταλλευόταν κανέναν (οικονομικά και σεξουαλικά, όπως έκαναν άλλοι διάσημοι δημιουργοί). Ήταν ανθρωπιστής και είχε αυστηρές αρχές και τις τηρούσε. Η μεγαλύτερη «αμαρτία» του ήταν ότι ντυνόταν γυναίκα κι εκδιδόταν επί χρήμασι -κυρίως επειδή είχε μεγάλη οικονομική ανάγκη- όπως μου επιβεβαίωσαν οι συγγενείς του. Αυτοκολακευόταν, με το να πιστεύει ότι ήταν τέλειος άνδρας και, παράλληλα, ότι μπορούσε να «μεταμορφώνεται» σε τέλεια… γυναίκα, χωρίς να γίνεται αντιληπτό από τους άλλους!… Μάλιστα, πολλές φορές, όταν τον έπιανε η αστυνομία τα χαράματα στην Αθήνα να κάνει πιάτσα, τηλεφωνούσε την στενή του φίλη, τότε υπουργό Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη, που τον υπεραγαπούσε, ζητώντας της να μεσολαβήσει για να τον αφήσουν ελεύθερο. Τον άφηναν, φυσικά, αλλά το επόμενο βράδυ έκανε πάλι τα ίδια. Και αυτή η καημένη του έλεγε εξουθενωμένη: «Μα, βρε Κωστάκη, αγόρι μου, δεν θα μ’ αφήσεις επιτέλους ένα βράδυ να κοιμηθώ με την ησυχία μου;…»

– Ποια ήταν η σχέση του με την ελληνική παροικία;

– Φαίνεται ότι η σχέση του με την οργανωμένη ομογένεια του Σίδνεϊ ήταν ανύπαρκτη. Ο ίδιος στα γραπτά του δεν αναφέρει λέξη για τους Έλληνες και τις κοινότητές τους – ούτε και κανείς άλλος. Κοιτάξτε: Ο Ταχτσής έφυγε από την Ελλάδα, όπως λέει ο ίδιος, μόνο και μόνο για να απαλλαγεί από τους Έλληνες. Θα ήταν, λοιπόν, παράλογο να θέλει ν’ ανοίξει παρτίδες με… Έλληνες, και μάλιστα στην άλλη άκρη του κόσμου! Ιδιαίτερα όταν, όπως λέει ο ίδιος, οι περισσότεροι από αυτούς ήταν καθυστερημένοι, οπισθοδρομικοί, αγράμματοι και δεν ήξεραν γρι αγγλικά. Ήταν και η «ρετσινιά» που φοβόταν να μην τους κολλήσει, αν έκανε παρέα μαζί τους. Γι’ αυτό και συναναστρεφόταν με μορφωμένους και καλλιεργημένους Αυστραλούς, από τον καλλιτεχνικό και πανεπιστημιακό χώρο. Αυτό επιβεβαιώνει και η γηραιά σύζυγος του Αυστραλού ζωγράφου Καρλ Πλάτε, η οποία μάλιστα, όπως μού εκμυστηρεύθηκε παλαιότερα, ήταν κρυφά ερωτευμένη μαζί του! Ο Ταχτσής επισκεπτόταν συχνά το σπίτι του νομπελίστα, φιλέλληνα συγγραφέα Πάτρικ Γουάιτ στο Σίδνεϊ, και τον σύντροφό του Μανόλη Λάσκαρη. Ο ίδιος ο Γουάιτ όμως, δεν τον συμπαθούσε καθόλου, εξαιτίας του επηρμένου χαρακτήρα και της ανορθόδοξης ζωής του και τον απέφευγε με το να κλείνεται στο δωμάτιό του. Τον ανεχόταν όμως ο Λάσκαρης. Δεν υπήρξε καθόλου εύκολο άτομο ο Ταχτσής. Ήταν εριστικός, δημιουργούσε καταστάσεις, και τσακωνόταν εύκολα με πολλούς. Παρ’ όλα αυτά, ήταν αξιαγάπητο άτομο, ιδίως στο γυναικείο φύλο, ίσως επειδή ήταν ιδιοφυής, αρρενωπός, όμορφος, καλλιεργημένος και λάτρευε τα παιδιά. Γι’ αυτό και τον είχαν αγαπήσει πολλές γυναίκες, επώνυμες και ανώνυμες. Μερικές μάλιστα τού είχαν ζητήσει να τις παντρευτεί. Άλλες να τους… κάνει παιδιά εκτός γάμου, χωρίς να αναλάβει την παραμικρή οικονομική ή άλλη ευθύνη! Ποτέ βέβαια δεν δέχτηκε…

– Επανερχόμενοι στα του «Φακέλου», ελπίζετε ότι θα σας παραχωρηθούν και τα υπόλοιπα έγγραφά του;

– Αισιοδοξώ πως ναι. Μου είπαν ότι αρκεί να έχω… υπομονή και να επιμείνω λίγο ακόμα. Άλλωστε, βάσει του Νόμου (Freedom of Information Act) δεν μπορούν να μην απελευθερώσουν και τα υπόλοιπα έγγραφα, αφού εκτός από εμένα (τον επίσημο βιογράφο του Ταχτσή), ενδιαφέρονται να τα δουν και οι επιζώντες συγγενείς και κληρονόμοι του – η αδελφή και η ανιψιά του. Γι’ αυτό φρονώ ότι είναι ζήτημα χρόνου να μου παραχωρήσουν και τον υπόλοιπο «Φάκελο».

– Θεωρείτε ότι είναι χρήσιμος σήμερα ο «Φάκελος Ταχτσή»; 

– Θεωρώ ότι είναι εξαιρετικά χρήσιμος. Διότι είναι μια σπάνια, και γι’ αυτό πολύτιμη πηγή άγνωστων πληροφοριών για τη ζωή του μεγάλου μεταπολεμικού μας συγγραφέα στην Αυστραλία, για την οποία γνωρίζουμε σχετικά λίγα πράγματα – και αυτά χάρη στη δική μου πρωτογενή έρευνα. Ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του («Το φοβερό βήμα») δίνει πολύ λίγα στοιχεία, και αυτά επιλεκτικά. Έτσι, τα όσα γνωρίζουμε έως τώρα προέρχονται από τις δικές του πληροφορίες και κάποιες μαρτυρίες Ελλήνων και ξένων φίλων του στην Αυστραλία. Αλλά ακόμα και αυτές οι πληροφορίες είναι λειψές, κάποτε ασαφείς και αντιφατικές. Τα στοιχεία, οι καταθέσεις, οι μαρτυρίες και ό,τι άλλο περιέχεται στον «Φάκελο» έρχονται να φωτίσουν άγνωστες πτυχές της ζωής και της προσωπικότητάς του, αλλά και να ανατρέψουν διάφορα δεδομένα, εικασίες, υποθέσεις και μύθους. Θα αναφέρω μόνο ένα μικρό παράδειγμα: Στην προκαταρκτική έρευνα της βιογραφίας μου (για τον Ταχτσή), οι οικείοι του συγγραφέα μου δήλωσαν ότι ο τελευταίος ήταν έτοιμος να παντρευτεί μια πλούσια Εβραία του Σίδνεϊ, αλλά τελικά τα χάλασαν την τελευταία στιγμή για οικονομικούς και άλλους λόγους. Ωστόσο, ένα από τα έγγραφα του «Φακέλου» διαψεύδει απολύτως αυτή την πληροφορία. Σε κατάθεσή της στην αστυνομία, η εν λόγω κυρία -και δήθεν υποψήφια… σύζυγος του Ταχτσή- ισχυρίζεται ότι είχε μεν γνωριμία με τον Έλληνα συγγραφέα για ένα σύντομο διάστημα, αλλά δεν είχαν προχωρημένη σχέση. Όταν η ίδια πληροφορήθηκε το ποιον του ανθρώπου, διέκοψε αμέσως τη σχέση της μαζί του. Δηλώνει δε κατηγορηματικά ότι ουδέποτε σκέφτηκε να τον παντρευτεί…