Τη Δευτέρα, 12 Οκτωβρίου, στον χώρο εκδηλώσεων του Ελληνικού Μουσείου στην οδό William στη Μελβούρνη, έγινε η παρουσίαση της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου Να με λέτε Αιμίλιο, του κ. Αιμίλιου Κύρου, Δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου Βικτωρίας (Supreme Court of Victoria).

Το βιβλίο στην αγγλική του έκδοση, με τίτλο Call Me Emilios, κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2012, και είχε αποσπάσει πολλές ευνοϊκές κριτικές από τα αυστραλιανά, και από τα ελληνοαυστραλιανά μέσα ενημέρωσης. Τη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα έκανε η νομικός, κ. Γεωργία Δημοπούλου, η οποία σημειωτέον είναι τρίτης γενιάς Ελληνοαυστραλή. 

Την εκδήλωση για τη βιβλιοπαρουσίαση είχαν διοργανώσει από κοινού το Ελληνικό Μουσείο και ο Ελληνο-Αυστραλιανός Πολιτιστικός Σύνδεσμος Μελβούρνης. Χρέη Τελετάρχη είχε εκτελέσει η κ. Καίτη Αλεξοπούλου, Πρόεδρος του ΕΑΠΣΜ.

Πριν από τις κύριες ομιλίες τους παρευρισκόμενους καλωσόρισε ο κ. Σπύρος Αλατσάς, Διευθυντής του Greek Media Group. 

Η κ. Καίτη Αλεξοπούλου, μετά το καλωσόρισμα και τα εισαγωγικά της σχόλια, κάλεσε στο βήμα τον Εξοχότατο Πρέσβη της Ελλάδας, κ. Χάρη Δαφαράνο, ο οποίος μίλησε για το όραμα του κ. Αιμίλιου Κύρου. Την παρουσίαση του βιβλίου έκανε η ερίτιμη κ. Εύα Δαφαράνου. Για τη μετάφραση του βιβλίου μίλησε η κ. Γεωργία Δημοπούλου. Η εκδήλωση έκλεισε με τον Διευθυντή του Ελληνικού Μουσείου, κ. Γιάννη Τατούλη, και τον συγγραφέα του βιβλίου, κ. Αιμίλιο Κύρου, ο οποίος ευχαρίστησε όλους τους παράγοντες που συνέβαλαν στην διοργάνωση της βιβλιοπαρουσίασης.

Ακολουθεί απόσπασμα από την ομιλία του Εξοχότατου Πρέσβη της Ελλάδας, κ. Χάρη Δαφαράνου.

Πριν τρία χρόνια στην αρχή της θητείας μας στην Αυστραλία, η Εύα κι εγώ είχαμε την τιμή να γνωρίσουμε μια ιδιαίτερα αντιπροσωπευτική προσωπικότητα της ελληνοαυστραλιανής ομογένειας, τον Δικαστή κύριο Αιμίλιο Κύρου.

Απόψε, λίγους μήνες πριν από το τέλος της θητείας αυτής, έχουμε την τιμή να προλογίσουμε την έκδοση στα ελληνικά του αυτοβιογραφικού έργου «Call Me Emilios» – «Να με λέτε Αιμίλιο». Η Εύα θα μιλήσει για την ψυχή του βιβλίου. Εγώ θα αρκεσθώ να μιλήσω για το Όραμα του Αιμίλιου.

Υπήρξαν πολλοί οι οποίοι ακολούθησαν τον δρόμο της μετανάστευσης, όμως είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι κατέγραψαν το οικογενειακό τους οδοιπορικό, συνεισφέροντας σε δύο ιδιαίτερα σημαντικές κατευθύνσεις:

Πρώτο, στο να τιμήσουν με την καταγραφή αυτή τη γενιά των γονέων τους η οποία απέρχεται σιγά-σιγά.

Δεύτερον, στο να περάσουν ορισμένα μηνύματα στις επόμενες γενιές, τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας, ούτως ώστε να μάθουν την αφήγηση αυτήν που συνέδεσε τρεις γενιές ανάμεσα σε δύο χώρες, την Ελλάδα και την Αυστραλία, και διατηρεί σήμερα την ελληνοπρέπεια και τον κοσμοπολιτισμό του Αυστραλιώτη Ελληνισμού σε εξαίρετο επίπεδο

{…} Ο Αιμίλιος όμως δεν έμεινε στη διάσταση αυτή μόνο. Με το όραμά του περνάει σειρά πολύ σημαντικών μηνυμάτων. Ένα μήνυμα κατ’ αρχήν για τη χώρα εγκατάστασης. Η Αυστραλία μας φιλοξένησε, μας έκανε πολίτες της, μας έδωσε ευκαιρίες μέσα σε ένα πνεύμα αξιοκρατίας και σεβασμού για τις ανθρώπινες αξίες.

Και εδώ είναι που ο Αιμίλιος υψώνει τον πήχη για όλους μας. Οφείλουμε ευγνωμοσύνη στη χώρα αυτή για τις ευκαιρίες τις οποίες μας έδωσε. Θα πρέπει όμως και εμείς να είμεθα σε επαγρύπνηση, ούτως ώστε η χώρα αυτή να παραμείνει αξιοκρατική και δίκαιη, όντας πολυπολιτισμική εξ ορισμού. Και πρέπει επίσης να στοχασθούμε πώς οι μελλοντικές γενιές Αυστραλών ελληνικής καταγωγής θα συνεχίσουν να αισθάνονται αυτήν την Ελληνικότητα.

{…} Το όραμα του Αιμίλιου ξεπερνά όμως τα όρια της προγονικής γενιάς που μας έφερε στους Αντίποδες, και θέτει ευθέως έναν τελευταίο, ίσως και τον πλέον σημαντικό για το σήμερα και το αύριο του Ελληνισμού στο εξωτερικό προβληματισμό. Πώς, δηλαδή, μπορούμε να υποβοηθήσουμε τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας ώστε να μπορέσουν να συνειδητοποιήσουν και να εκτιμήσουν την προγονική συνεισφορά και την ελληνική κληρονομιά ως κουλτούρα προέλευσης και ως μέρος της ταυτότητάς τους, αρμονικά μαζί με την αυστραλιανή διάσταση.

Εκεί πλέον παίζει ρόλο κυριαρχικό και πρωτεύοντα η ίδια η οικογένεια. Αυτή μπορεί να διατηρήσει πολλά. Μετά έρχονται η Εκκλησία, οι φίλοι, οι οργανώσεις του Ελληνισμού, η διατήρηση της επαφής με την Ελλάδα μέσα από ταξίδια είτε μέσω επικοινωνίας και ενημέρωσης, και βεβαίως η μελέτη και η εντρύφηση στην πλούσια κλασσική και νεότερη ελληνική γραμματολογία και ιστορία. Όλοι αυτοί οι παράγοντες μπορούν να συνεισφέρουν συμπληρωματικά εξ ίσου σημαντικά στο να διαμορφωθεί μια υγιής νεοελληνική προσωπικότητα με σύγχρονο και εξωστρεφές προφίλ.

Όλα αυτά είναι στο χέρι μας. Όπως έχει πει σε κάποιο σημείο ο Αιμίλιος: «Είμαστε θεματοφύλακες της Ελληνικής Κουλτούρας. Σεβόμαστε το παρελθόν, αλλά πρέπει ταυτόχρονα να βλέπουμε και μπροστά, φροντίζοντας ώστε οι μελλοντικές γενιές Ελληνοαυστραλών να συνεχίζουν να εορτάζουν και να είναι υπερήφανοι για την ελληνικότητά τους».

Στην παρουσίαση βιβλίου του κ. Αιμίλιου Κύρου, η κ. Εύα Δαφαράνου μίλησε στην αγγλική γλώσσα. Τα αποσπάσματα από την ομιλία της που ακολουθούν είναι σε δική μου απόδοση στην ελληνική γλώσσα, εκτός από την αναφορά της σε μέρος της ομιλίας του Γιώργου Σεφέρη όταν του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας στην Στοκχόλμη της Σουηδίας το 1963, την οποία παραθέτω στην αρχική της μορφή.

Η κ. Δαφαράνου αναφέρθηκε στο ακόλουθο απόσπασμα από την ομιλία του Γ. Σεφέρη στο οποίο γίνεται λόγος για την Ελλάδα και την ελληνική γλώσσα:

«Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά& κανόνας της είναι η δικαιοσύνη».

Η κ. Δαφαράνου παρατήρησε πως ενώ ο κ. Κύρου έγραψε το βιβλίο του στην αγγλική γλώσσα, η σκέψη του έχει τη διαύγεια και τη ζεστασιά της Μεσογείου, και την έκφρασή του την διαχέει μια Ολύμπια γαλήνη.

Αναφερόμενη στο πρώτο μέρος του βιβλίου, στο οποίο ο συγγραφέας περιγράφει τις παιδικές του αναμνήσεις από τη ζωή στο χωριό του Σφηκιά, στα Πιέρια όρη, νότια της Βέροιας, κατά τη δεκαετία του 1960, η κ. Δαφαράνου εξέφρασε την άποψη πως οι χωρικοί, παρά τη φτώχεια τους, αντλούσαν τη δύναμή τους, φυσική και ηθική, από το φυσικό τους περιβάλλον.

Εντύπωση έκαναν στην κ. Δαφαράνου τα ακόλουθα σχόλια του Αιμίλιου για το πώς αισθανόταν ως μικρό παιδί στο χωριό του: «Παρά τις δυσχέρειες της ζωής στη Σφηκιά, δεν θυμάμαι να ήμουν δυστυχισμένος. Ήταν η μόνη ζωή που ήξερα. Το να μην έχουμε ηλεκτρισμό, γκάζι, νερό βρύσης ή τουαλέτα στο σπίτι μας δεν ήταν μεγάλο θέμα για μένα γιατί ως παιδί, δεν είχα καμιά ιδέα για το πώς θα ήταν η ζωή με αυτές τις ανέσεις».

Η κ. Δαφαράνου κλείνει την αναφορά της στο πρώτο μέρος του βιβλίου με την έκθεση του υπαλλήλου του Αυστραλιανού Προξενείου στη Θεσσαλονίκη, μετά τη συνέντευξη με τους γονείς του Αιμίλιου, αναφορικά με την αίτησή τους για μετανάστευση στην Αυστραλία.

Η έκθεση, μετά την αναφορά στους γονείς του Αιμίλιου, κλείνει ως ακολούθως: «Τα δύο αγόρια (ο Αιμίλιος και ο Θόδωρος) φαίνονται φυσιολογικοί νεαροί και αισθάνομαι ότι η Αυστραλία θα επωφεληθεί από τα παιδιά περισσότερο από τους γονείς», Θεσσαλονίκη, 13 Δεκεμβρίου 1967.

Το σχόλιο της κ. Δαφαράνου ήταν: «Πόσο προφητικό, Αιμίλιε!».

Στη συνέχεια η κ. Δαφαράνου προχώρησε στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, που αρχίζει με την άφιξη της οικογένειας του κ. Κύρου στη Μελβούρνη στις 5 Απριλίου 1968.

Γίνεται λόγος για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε η οικογένεια με την πρώτη εγκατάστασή της στο προάστιο της Μελβούρνης Broadmeadows, τις δυσκολίες εξεύρεσης εργασίας των γονιών του Αιμίλιου, και τα ρατσιστικά σχόλια που άκουγε ο νεαρός Αιμίλιος από τους συμμαθητές του στα πρώτα χρόνια στο δημοτικό σχολείο. Ως ένα πρώτο μέτρο άμυνας ο Αιμίλιος δήλωσε πως το όνομά του ήταν John, ελπίζοντας πως με το όνομα αυτό, και το γεγονός ότι ήταν ξανθός, θα εκλαμβανόταν ως νεαρός αγγλοσαξονικής καταγωγής.

Όμως με την πάροδο του χρόνου, και με την εξοικείωση με την αγγλική γλώσσα, ο νεαρός Αιμίλιος άρχισε να συμβιβάζεται με την ελληνική του καταγωγή. Η κ. Δαφαράνου παρατηρεί πως σημαδιακό ήταν το έτος 1975, όταν ως αποτέλεσμα της πολυπολιτισμικής πολιτικής που εισήγαγε ο Πρωθυπουργός Gough Whitlam και συνέχισε ο Malcolm Fraser, έγινε μια αισθητή αλλαγή στις αντιλήψεις των Αυστραλών πολιτών για τους μετανάστες. 

Ήταν τότε που ο Αιμίλιος αισθάνθηκε αυτοπεποίθηση, και ζήτησε από τους συμμαθητές και τους δασκάλους του να τον φωνάζουν με το πραγματικό του όνομα Αιμίλιο.

Η κ. Δαφαράνου ανέφερε χαρακτηριστικά πως ο Αιμίλιος δεν αισθάνθηκε μόνο αυτοπεποίθηση, αλλά συνειδητοποίησε και το γεγονός ότι οι γονείς του είχαν αποφασίσει να μεταναστεύσουν στην Αυστραλία με στόχο να δώσουν στα παιδιά τους την ευκαιρία για ένα καλύτερο μέλλον. 

Έκτοτε ο Αιμίλιος αρίστευε στις μεγάλες τάξεις της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και στις πανεπιστημιακές του σπουδές, σε βαθμό να περατώσει τις πανεπιστημιακές του σπουδές ως αριστούχος απόφοιτος, με αποτέλεσμα να του απονεμηθεί το Βραβείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Βικτώριας το 1982.

Προς το τέλος της ομιλίας της η κ. Δαφαράνου παρατήρησε πως την αυτοβιογραφία του κ. Αιμίλιου Κύρου την χαρακτηρίζει μια ιδιαίτερη ταπεινοφροσύνη, που κάνει τους αναγνώστες του βιβλίου να προβούν σε μια προσωπική ενδοσκόπηση, για την καλύτερη αυτογνωσία τους.