Την Κυριακή, 18 Οκτωβρίου, στην κατάμεστη από ομογενείς αίθουσα εκδηλώσεων του κτηρίου του Παναρκαδικού Συλλόγου Μελβούρνης και Βικτωρίας «Ο Κολοκοτρώνης», έγινε η παρουσίαση ενός πρόσφατου βιβλίου του Δρα Χρήστου Φίφη, με τίτλο «ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΑΘ’ ΗΜΑΣ ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ – Όψεις της Ιστορίας της Ελληνοαυστραλιανής Παροικίας». 

Την εκδήλωση διοργάνωσαν ο Ελληνο-Αυστραλιανός Πολιτιστικός Σύνδεσμος Μελβούρνης και ο Σύνδεσμος Ελλήνων Λογοτεχνών και Συγγραφέων Αυστραλίας και συντόνισε η κ. Ντίνα Γερολύμου. Την παρουσίαση του βιβλίου έκανε ο γράφων. 

Δεδομένου ότι το βιβλίο αυτό μας ενδιαφέρει όλους, ως μέλη της ομογένειας της Αυστραλίας, θα δώσω, όσο ο χώρος της στήλης αυτής μου επιτρέπει, μια γενική εικόνα των περιεχομένων του.

Στο βιβλίο του αυτό, ο Δρ Χρήστος Φίφης μάς δίνει μια ευσύνοπτη μεν, ενδελεχή δε και σφαιρική κάλυψη των πολλαπλών δραστηριοτήτων των ομογενών της Αυστραλίας, είτε διά μέσου των διαφόρων συλλογικών φορέων, είτε ως άτομα στους χώρους των επαγγελματικών και ευρύτερων δημόσιων και προσωπικών ενδιαφερόντων τους, από την πρώτη παρουσία τους στην ήπειρο αυτή το 1829 μέχρι το 2015.

Τα ακόλουθα επτά Κεφάλαια, στα οποία χωρίζεται το βιβλίο, μας δίνουν μια καλή εικόνα της θεματικής του ευρύτητας:

*Κεφάλαιο 1 – Η Αυστραλία. Χθες και Σήμερα

*Κεφάλαιο 2 – Ορόσημα και συνέχειες στην Ιστορία της Ελληνοαυστραλιανής παροικίας.

*Κεφάλαιο 3 – Τα Παροικιακά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης

*Κεφάλαιο 4 – Οι προσπάθειες της Ελληνοαυστραλιανής Παροικίας για τη διατήρηση της Ελληνικής Γλώσσας

*Κεφάλαιο 5 – Η διαχρονική εξέλιξη των επαγγελματικών ασχολιών των Ελλήνων της Αυστραλίας

*Κεφάλαιο 6 – Οργανωτικές, Πολιτιστικές και Πολιτικές Δραστηριότητες

*Κεφάλαιο 7 – Πλοήγηση προς το μέλλον διά μέσου σκοπέλων ή μια Οδύσσεια που συνεχίζεται.

Ακολουθεί το Παράρτημα Α’ – Χρονολόγιο των σπουδαιότερων γεγονότων, καθώς και εκτενής Βιβλιογραφία.

Αξιοπαρατήρητο είναι το γεγονός ότι ο Δρ Φίφης, πριν από την ιστορία της ελληνοαυστραλιανής παροικίας έκρινε, και πολύ σωστά κατά την άποψή μου, πως έπρεπε να δώσει το ευρύτερο ιστορικό, κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο δραστηριοποιήθηκε και διαμορφώθηκε η ομογένεια της Αυστραλίας στα διάφορα στάδιά της.

Μόνο μετά το εισαγωγικό αυτό Κεφάλαιο μπορούν να γίνουν κατανοητές οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι Έλληνες μετανάστες στην Αυστραλία από τα μέσα του 19ου αιώνα, και κατά τη διάρκεια ενός μεγάλου μέρους του 20ού αιώνα. 

Σε ένα σημείο του Προλόγου ο Δρ Φίφης επισημαίνει: «Στο παρόν βιβλίο επιχειρώ την παρουσίαση της Ελληνοαυστραλιανής Ιστορίας και τις εξελίξεις της παροικίας, μέσα στα πλαίσια της Αυστραλιανής Ιστορίας, αντικειμενικά και χωρίς ανούσιες ωραιοποιήσεις».

Στο Δεύτερο Κεφάλαιο ο Δρ Φίφης κάνει μια γενική επισκόπηση της παρουσίας, ατόμων και των δραστηριοτήτων των Ελλήνων στην Αυστραλία ως ατόμων και ως συλλογικλων φορέων, και ως εκ τούτου, παρέχει το πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα αναπτυχθούν με την πάροδο του χρόνου πιο εξειδικευμένες δραστηριότητες των ομογενών.

Η πρώτη παρουσία Ελλήνων στην Αυστραλία πάει πίσω στον Αύγουστο του 1829, όταν εφτά Έλληνες κατάδικοι των Αγγλικών φυλακών μεταφέρθηκαν στην Αυστραλία, στο ευρύτερο πρόγραμμα της Αγγλίας να αποστέλλει κατάδικους στην Αυστραλία. 

Οι επόμενοι Έλληνες που ήρθαν στην Αυστραλία ήταν ναυτικοί που εργάζονταν σε αγγλικά πλοία, κάποιοι από τους οποίους τα εγκατέλειπαν όταν έφταναν στην Αυστραλία μετά το 1851 για να γίνουν χρυσοθήρες, καθώς είχε γίνει γνωστό πως στη Νέα Νότια Ουαλία και στη Βικτώρια είχαν ανακαλυφθεί κοιτάσματα χρυσού. 

Σε απογραφή του πληθυσμού της Βικτώριας το 1871, 231 άτομα δήλωσαν ότι ήταν μέλη της «Ελληνικής Εκκλησίας». Με την εξάντληση των κοιτασμάτων χρυσού, οι Έλληνες ζήτησαν απασχόληση σε κωμοπόλεις της Αυστραλίας, όπου με την πάροδο του χρόνου άρχισαν να ανοίγουν δικά τους καταστήματα, κυρίως ψαράδικα, μικρά εστιατόρια γνωστά ως caffes, καθώς και Milk Bars. Κάποιοι άνοιξαν και εστιατόρια σε μεγαλύτερες πόλεις. 

Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα δημιουργήθηκαν οι πρώτες Ελληνικές Κοινότητες στην Αυστραλία, το 1897 στη Μελβούρνη και το 1898 στο Σίδνεϊ. Κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτοι συλλογικοί φορείς. 

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο πίνακες, στους οποίους ο Δρ Φίφης δίνει τον αριθμό των γεννημένων στην Ελλάδα Ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία από το 1871 μέχρι το 2011, σύμφωνα με διάφορες απογραφές πληθυσμού της Αυστραλίας. 

Ενδεικτικά αναφέρω κάποιες χρονιές, με τον αριθμό των γεννημένων στην Ελλάδα που ζούσαν στην Αυστραλία: 1871: 305 άτομα, 1901: 977 άτομα, 1947: 12.292 άτομα, 1954: 25.862 άτομα, 1971: 160.200, 2011: 99.939 άτομα. Αυτό εξηγείται από τον επαναπατρισμό κάποιων Ελλήνων, και από τη γήρανση της προπολεμικής και πρώτης μεταπολεμικής μεταναστευτικής γενιάς.

Στα σχόλιά του ο Δρ Φίφης διευκρινίζει πως, σύμφωνα με την απογραφή του 2011, ο αριθμός των ατόμων που στο σπίτι ομιλούσαν Ελληνικά ανερχόταν σε 252.217, από τα οποία το 52% είχαν γεννηθεί στην Αυστραλία. Επιπλέον, στην ερώτηση για την καταγωγή, 378.270 άτομα δήλωσαν πως είναι ελληνική. Από αυτόν τον αριθμό 24% δήλωσαν και κάποια άλλη εθνότητα, γεγονός που υποδηλώνει πως πρόκειται για περιπτώσεις παιδιών από μικτούς γάμους. Στους παραπάνω αριθμούς, παράλληλα με τους γεννημένους στην Ελλάδα κατοίκους της Αυστραλίας περιλαμβάνονται και Έλληνες από άλλες περιοχές, όπως η Μικρά Ασία, η Κύπρος και η Αίγυπτος, καθώς και μέλη της ομογένειας της δεύτερης και τρίτης γενιάς.

Ο Δρ Φίφης χαρακτηρίζει τον Ελληνισμό της Μελβούρνης ως ακολούθως:

«Ο Ελληνισμός της Μελβούρνης είναι σπουδαίος, είναι ίσως η μεγαλύτερη Ελληνόφωνη πόλη έξω από την Ελλάδα και την Κύπρο, με εντυπωσιακό επίπεδο Ελληνικής γλώσσας και πολιτιστικής ζωής, με σχετικά καλής ποιότητας Ελληνόγλωσσες εφημερίδες και ραδιοτηλεοπτικά προγράμματα», σελ. 111.

Στο ίδιο Κεφάλαιο ο Δρ Φίφης αναφέρεται και στη διαφωνία μεταξύ της Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας και των μεγάλων Πολιτειακών Ελληνικών Κοινοτήτων από το 1958, η οποία για ένα μακρό χρονικό διάστημα δίχασε την παροικία. Στη σελίδα 87 αναφέρει τα ακόλουθα: «Το 1970 η Κοινότητα της Μελβούρνης ύστερα από μακρόχρονες διαπραγματεύσεις επανήλθε στην Αρχιεπισκοπή με όρους που θεωρήθηκαν θετικοί. Άλλες κοινότητες, όμως, αρνήθηκαν να επανέλθουν και μέχρι σήμερα διανύουν την δική τους πορεία».

Στο Τρίτο Κεφάλαιο, με τίτλο «Τα παροικιακά μέσα μαζικής ενημέρωσης» ο Δρ Φίφης παρακολουθεί την έκδοση των ελληνικών εφημερίδων, και σχολιάζει το ρόλο που διαδραμάτισαν στο πλαίσιο της ελληνοαυστραλιανής παροικίας.

Το Τέταρτο Κεφάλαιο έχει τον τίτλο «Οι προσπάθειες της ελληνοαυστραλιανής παροικίας για τη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας». 

Στο κεφάλαιο αυτό αναφέρει πως το πρώτο ελληνικό σχολείο της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτωρίας άρχισε τη λειτουργία του το 1923. Αναφέρεται επίσης στην εισαγωγή της ελληνικής γλώσσας σε αυστραλιανά σχολεία, καθώς και σε τριτοβάθμιες σχολές, αρχής γενομένης με το Πανεπιστήμιο Νέας Αγγλίας (New England University) το 1968.

Το Πέμπτο Κεφάλαιο έχει τον τίτλο «Διαχρονική εξέλιξη των επαγγελματικών ασχολιών των Ελλήνων της Αυστραλίας». Εισαγωγικά γίνεται αναφορά στους πρώτους Έλληνες μετανάστες, η πλειονότητα των οποίων προερχόταν από τα νησιά Ιθάκη, Κύθηρα και Καστελλόριζο. Οι πρώτες επαγγελματικές ασχολίες ήταν τα ψαράδικα και τα caffe, στα οποία αναζητούσαν εργασία οι νεοφερμένοι μετανάστες κατά τα τέλη του 19ου, και μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα.

Το Έκτο Κεφάλαιο έχει τίτλο «Οργανωτικές, Πολιτιστικές και Πολιτικές Δραστηριότητες». Εισαγωγικά, ο Δρ Φίφης κάνει τις ακόλουθες παρατηρήσεις:

«Η παροικιακή πρόοδος δεν μετριέται μόνο στα κοινοτικά κτίρια, εκκλησίες, συλλογικούς οργανισμούς και ιδιωτικά καταστήματα, αλλά και στα οργανωτικά επιτεύγματα, στις κοινωνικές δράσεις και τις πνευματικές προσπάθειες ανάτασης, σκέψης και έκφρασης. Η Ελληνική παροικία επέδειξε ιδιαίτερη κινητικότητα στους τομείς της οργάνωσης, του πνεύματος, της λογοτεχνίας και της τέχνης, του συνδικαλισμού και της πολιτικής», σελ. 221.

Η δημιουργία των πρώτων Ελληνικών Κοινοτήτων στο Σίδνεϊ και στη Μελβούρνη κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, και στις πρωτεύουσες των άλλων Πολιτειών λίγες δεκαετίες αργότερα, καθώς και άλλων συλλογικών φορέων, δημιούργησαν το υπόβαθρο για τη δραστηριοποίηση των Ελλήνων σε διάφορους τομείς της αυστραλιανής κοινωνίας.

Στη συνέχεια ο Δρ Φίφης αναφέρεται στις πολιτιστικές δραστηριότητες ομογενών και διαφόρων συλλογικών φορέων, και στα ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά που κατά καιρούς κυκλοφόρησαν στην Αυστραλία, καθώς και στις Ανθολογίες λογοτεχνικών κειμένων, αρχής γενομένης με το μνημειώδες έργο του Καθηγητή Γιώργου Καναράκη «Η Λογοτεχνική Παρουσία των Ελλήνων στην Αυστραλία». Από τα λογοτεχνικά περιοδικά οι «Αντίποδες» και «Ο Λόγος» συνεχίζουν την κυκλοφορία τους σε ετήσια βάση.

Το βιβλίο κλείνει με το σύντομο Έβδομο Κεφάλαιο με τίτλο «Πλοήγηση προς το μέλλον διά μέσου σκοπέλων ή μια Οδύσσεια συνεχίζεται». Στο Κεφάλαιο αυτό ο Δρ Φίφης θέτει το ερώτημα μέχρι πότε θα συνεχίσει να χρησιμοποιείται η ελληνική γλώσσα στους κόλπους της ελληνοαυστραλιανής παροικίας.

Το Έβδομο, και τελευταίο, Κεφάλαιο ο Δρ Φίφης το κλείνει με το ποίημά του «Τίνος Πατρίδα είναι;».

Ακολουθεί ένα χρονολόγιο των σπουδαιότερων γεγονότων, στις 17 σελίδες του οποίου οι αναγνώστες έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν τις κυριότερες εξελίξεις στην Ελληνοαυστραλιανή Παροικία.

Το βιβλίο του Δρα Χ. Φίφη «ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΑΘ’ ΗΜΑΣ ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ – Όψεις της Ιστορίας της Ελληνοαυστραλιανής Παροικίας» αποτελεί αξιόπιστη πηγή για μελλοντικές έρευνες και μελέτες αναφορικά με συγκεκριμένες πτυχές της ελληνοαυστραλιανής παροικίας. Πρόκειται για ένα σημαντικό βιβλίο, το οποίο επαφίεται σε εμάς, ως άτομα και ως συλλογικοί φορείς, να το αξιοποιήσουμε επαρκώς. 

Για τους λόγους αυτούς ως παροικία του είμαστε ευγνώμονες.