Τον κώδωνα του κινδύνου για επιδείνωση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης κρούουν κορυφαίοι αναλυτές ενόψει της απόφασης της Κίνας να διακόψει δύο φορές τις χρηματιστηριακές συναλλαγές στα χρηματιστήρια της Σαγκάης και του Σεντζέν στις 4 και 7 Ιανουαρίου 2016.

Ο λόγος για την επέμβαση της κεντρικής Κυβέρνησης της Κίνας στη λειτουργία των παραπάνω χρηματιστηρίων ήταν η απότομη, και σημαντική, πτώση στις μετοχές μεγάλων κινεζικών εταιρειών, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μαζική πώλησή τους, επηρεάζοντας έτσι αρνητικά τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα αυτών των εταιρειών, και κατ’ επέκταση την οικονομία της Κίνας.

Οι πτώσεις που σημείωσαν οι μετοχές στα χρηματιστήρια της Σαγκάης και του Σεντζέν στις παραπάνω ημερομηνίες ήταν γύρω στο 8% της ονομαστικής τους αξίας, ποσοστό που χαρακτηρίζεται ως πολύ υψηλό για ένα διάστημα λειτουργίας μισής ώρας.

Οι πτώσεις στις αξίες των μετοχών δεν περιορίστηκαν μόνο στα χρηματιστήρια της Κίνας, αλλά επεκτάθηκαν και σε χρηματιστήρια άλλων χωρών, όπως των ΗΠΑ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ιαπωνίας, της Αυστραλίας, και άλλων. Για παράδειγμα, στην Αυστραλία η αξία των μετοχών αυστραλιανών εταιρειών έχει μειωθεί κατά 100 δισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με την εφημερίδα The Age, (12/1/16).

Σε παγκόσμια κλίμακα υπολογίζεται πως η πτώση μετοχών στα διεθνή χρηματιστήρια έχει ανέλθει στα 2,5 τρισεκατομμύρια δολάρια μόνο κατά την πρώτη εβδομάδα του Ιανουαρίου 2016.

Αιτία για την πτώση στην αξία των μετοχών στα χρηματιστήρια της Κίνας ήταν η προηγούμενη απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας της Κίνας να προβεί στην υποτίμηση της αξίας του εθνικού νομίσματος γουάν, σε σχέση με το δολάριο Αμερικής, για να δώσει ώθηση στις εξαγωγές των κινεζικών προϊόντων, με στόχο την αναθέρμανση της οικονομίας της.

Και αυτό γιατί ενώ τα τελευταία χρόνια η οικονομία της Κίνας αυξανόταν κατά 10% κατ’ έτος, τους τελευταίους μήνες η αύξηση έπεσε κάτω από το 7%, το οποίο για την Κίνα, λόγω του μεγάλου πληθυσμού της, σημαίνει πτώση στο βιοτικό επίπεδο, γεγονός που ενδέχεται να προκαλέσει εσωτερικές κοινωνικές ταραχές.

Παράλληλα με το γεγονός ότι η Κίνα είναι η δεύτερη σε μέγεθος οικονομία στον κόσμο μετά από τις ΗΠΑ, πληθυσμιακά καταλαμβάνει την πρώτη θέση. Το 1 δισεκατομμύριο και τετρακόσια εκατομμύρια των κατοίκων της αποτελεί το ένα πέμπτο του παγκόσμιου πληθυσμού. Ως εκ τούτου, οι διακυμάνσεις στην πορεία της οικονομίας της έχουν παγκόσμιες επιπτώσεις.

Δεδομένου ότι ο ασιατικός γίγαντας είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας πρώτων υλών στον κόσμο, η κάθε αρνητική εξέλιξη στην οικονομία του έχει αντίκτυπο στο παγκόσμιο εμπόριο.

Με άλλα λόγια, η οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η οικονομία της Κίνας σε μια δεδομένη στιγμή αποτελεί το βαρόμετρο για την αξιολόγηση των οικονομικών εξελίξεων σε παγκόσμια κλίμακα. 

Όταν λάβουμε υπόψη πως στην Κίνα έχουν μεταφερθεί οι βιομηχανικές μονάδες μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών, λόγω των χαμηλών ημερομισθίων, μια πτωτική πορεία στην οικονομία της χώρας επηρεάζει άμεσα και μεγάλες διεθνείς εταιρείες, και διά μέσου αυτών τους μετόχους τους. Εξ ου και το διεθνές ενδιαφέρον για εξελίξεις που αφορούν την οικονομία της Κίνας.

ΚΟΜMΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΚΑΙ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Μια επιπλέον παράμετρος των οικονομικών εξελίξεων στην Κίνα είναι και το γεγονός ότι αρκετοί κλάδοι της οικονομίας άλλων χωρών βασίζονται στην κατανάλωση του 1,4 δισεκατομμυρίου κατοίκων της Κίνας. Για παράδειγμα, η ενδεχόμενη μείωση των αμερικανικών εξαγωγών τροφίμων προς την Κίνα θα είχε σοβαρές συνέπειες στις ΗΠΑ, αφού τα τελευταία χρόνια η αυξημένη κινεζική ζήτηση συνέβαλε στην άνοδο των αμερικανικών εξαγωγών.

Και εδώ έγκειται ένα από τα πολιτικά παράδοξα της εποχής μας. Ενώ η Κίνα και οι ΗΠΑ ιδεολογικά και πολιτικά είναι αμοιβαία εχθρικά διακείμενες χώρες, στον οικονομικό τομέα είναι αλληλοεξαρτώμενες!

Στο σημείο αυτό αξίζει να γίνει αναφορά σε άρθρο του Ναπολέοντα Μαραβέγια, Καθηγητή στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών, με τίτλο «Η ανάδυση της κινέζικης υπερδύναμης», στην αθηναϊκή εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 31/10/ 2010. Αν και το άρθρο αυτό έχει γραφτεί πριν από 5 χρόνια, τα ερωτήματα που θέτει ισχύουν εξίσου για την Κίνα του 2016, όπως διαπιστώνουμε από το ακόλουθο απόσπασμα:

{…}«Παρατηρώντας την ανάπτυξη της Κίνας, τίθενται δύο τουλάχιστον κρίσιμα ερωτήματα: το πρώτο ερώτημα αφορά το μέλλον αυτής της παγκόσμιας πρωτοτυπίας, όπου ένα κομμουνιστικό πολιτικό καθεστώς συμβιώνει με τη ραγδαία ανάπτυξη του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος με όλα τα θετικά και τα αρνητικά χαρακτηριστικά που συνοδεύουν την ανάπτυξη αυτή. Το δεύτερο ερώτημα αφορά στη δυναμική αυτού του ιδιότυπου συστήματος. Αν, δηλαδή, στο εσωτερικό του κινέζικου πολιτικοοικονομικού συστήματος ενυπάρχουν στοιχεία μιας «ιμπεριαλιστικής» δυναμικής ή αν το μέγεθος της χώρας και οι αναπτυξιακές δυνατότητες που προσφέρονται στο εσωτερικό της είναι ικανές να αποτρέψουν επεκτατικές διαθέσεις. 

Στις επόμενες δεκαετίες θα υπάρξουν απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά». 

Στο βιβλίο της με τίτλο «Σύγχρονος καπιταλισμός και παγκοσμιοποίηση», η Σοφία Ν. Αντωνοπούλου, καθηγήτρια στο Εθνικό Μετσόβιο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, κάνει την ακόλουθη χαρακτηριστική αναφορά στην Κίνα:

«Έχουμε το παράδειγμα της Κίνας, η οποία αντιπροσωπεύει έναν άγριο καπιταλισμό με κόκκινη σημαία, όπως έχει χαρακτηριστεί».

Η συμβίωση στην Κίνα του κομουνιστικού πολιτικού καθεστώτος με το καπιταλιστικό οικονομικό μοντέλο παρουσιάζει τις ιδιότητες του χαμαιλέοντα, ο οποίος για να επιζήσει αλλάζει χρώμα, σύμφωνα με το επικρατούν χρώμα του περιβάλλοντος. Θα περιμέναμε όμως πως η ιδεολογία του κομουνισμού θα κρατούσε απαραχάρακτες τις βασικές της αρχές που την διαφοροποιούν από τις άλλες ιδεολογίες.

Το ότι αυτό δεν γίνεται στην περίπτωση της Κίνας δείχνει τον καιροσκοπισμό των ηγετών της, πολλοί από τους οποίους έχουν γίνει δισεκατομμυριούχοι σε ένα διάστημα τεσσάρων δεκαετιών. Ίσως για να αποδείξουν στον υπόλοιπο κόσμο πως ο κομουνισμός είναι ο γρηγορότερος δρόμος για τον πλουτισμό, αν όχι για τους πληβείους, τουλάχιστον για τους πατρικίους, και πως η Κίνα είναι το ασφαλέστερο λιμάνι για το διεθνές κεφάλαιο.

Τα προηγούμενα χρόνια η Κίνα κατέκλυσε την παγκόσμια αγορά με τα φτηνά της προϊόντα, πράγμα που κατόρθωσε με τα πολύ χαμηλά ημερομίσθια και τα εξοντωτικά ωράρια των εργαζομένων.

Η πρόσφατη αυξημένη έμφαση στην αύξηση των ημερομισθίων, ούτως ώστε να ενισχυθεί η εσωτερική κατανάλωση και η χρήση υπηρεσιών από Κινέζους πολίτες δεν φαίνεται να είναι βιώσιμη ενόψει των προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο χρηματιστηριακός της τομέας.

ΤΟ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΕΠΙΔΕΙΝΩΝΕΙ ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ

Η Κίνα στις ημέρες μας πληρώνει ακριβά την προσέλκυση μεγάλων διεθνών βιομηχανικών μονάδων στη χώρα της, με το δέλεαρ των χαμηλών ημερομισθίων. Και δεν περιορίσθηκε μόνο στα ξένα κεφάλαια, αλλά και επίλεκτα στελέχη του πολιτικού συστήματος βρήκαν τον τρόπο να εξελιχθούν σε κορυφαίους επιχειρηματίες, και να γίνουν δισεκατομμυριούχοι στο διάστημα λίγων χρόνων.

Η δίψα για συσσώρευση πλούτου από τα κομματικά και κυβερνητικά στελέχη απέτρεψε την προσοχή τους από τις οικολογικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις της ραγδαίας εκβιομηχάνισης της χώρας, με αποτέλεσμα στα μεγάλα αστικά και βιομηχανικά κέντρα τα υψηλά επίπεδα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης να αποδεικνύονται θανατηφόρα.

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της αμερικανικής οργάνωσης Berkeley Earth, 1,6 εκατομμύριο άνθρωποι πεθαίνουν στην Κίνα ετησίως από τις συνέπειες της υψηλής ατμοσφαιρικής ρύπανσης.

Τα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην πρωτεύουσα της Κίνας έσπασαν ρεκόρ στις αρχές του φετινού χειμώνα, με αποτέλεσμα οι πολίτες να κυκλοφορούν με αναπνευστικές μάσκες, ενώ η ορατότητα κατά τη διάρκεια της ημέρας περιορίζεται σε λίγα μέτρα.

Η αθηναϊκή εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ στην έκδοση της 9ης Ιανουαρίου 2016 δημοσιεύει άρθρο, σύμφωνα με το οποίο η Κίνα σχεδιάζει να κλείσει 2.500 μικρές ρυπογόνες επιχειρήσεις έως το τέλος του 2016 για να περιορίσει την ατμοσφαιρική ρύπανση σε τέσσερις συνοικίες του Πεκίνου, ενώ περισσότερες επιχειρήσεις αναμένεται να κλείσουν τον επόμενο χρόνο.

Οι πρόσφατες αυτές εξελίξεις προοιωνίζουν μακροπρόθεσμα προβλήματα για την Κίνα, κάποια από τα οποία αναπόφευκτα θα μεταβιβαστούν και σε χώρες με τις οποίες συναλλάσσεται. Η Αυστραλία είναι μια από αυτές τις χώρες, καθότι εξάγει στην Κίνα μεγάλες ποσότητες πρώτων υλών, απαραίτητες για τη βιομηχανία της.

Οι επιπτώσεις του κινεζικού προβλήματος θα επεκταθούν και στην Ελλάδα, αφού μεγάλες εταιρείες της Κίνας προγραμμάτιζαν επενδύσεις για να καταστήσουν την Ελλάδα εφαλτήριο για τη διακίνηση των βιομηχανικών προϊόντων της Κίνας στην Ευρώπη.