Στην εισαγωγή ενός πρόσφατου άρθρου του, ο διαπρεπής παλαίμαχος δημοσιογράφος Γιάννης Μαρίνος επισημαίνει: «Σχεδόν όλοι οι Έλληνες εντός και εκτός Ελλάδας έχουμε την αξίωση να μας σέβονται και να μας αντιμετωπίζουν ευνοϊκά όλοι οι λαοί της Γης επειδή είμαστε απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, των δραματουργών και των καλλιτεχνών και των μεγάλων πολιτικών που μεγαλούργησαν σε αυτή τη γωνιά της Ευρώπης από την οποία πηγάζει αυτό που ονομάζεται σήμερα δυτικός πολιτισμός. Αυτή η αξίωση, η οποία φαίνεται δικαιολογημένη εκ πρώτης όψεως, θα είχε, εκτός από τη συναισθηματική αφετηρία της, και ρεαλιστική βάση αν οι σύγχρονοι Έλληνες ήσαν αντάξιοι των αρχαίων προγόνων τους. Και αυτό προϋποθέτει πρώτα-πρώτα να γνωρίζουμε την ουσία της πνευματικής και πολιτιστικής προσφοράς τους και μετά πρώτοι εμείς να τη σεβόμαστε» («Ολίγα τινά περί ελευθερίας του Τύπου και δημοκρατίας», Το Βήμα της Κυριακής, 28.02.2016).

Η πικρή αλήθεια όμως είναι ότι, εξαιτίας του εκπαιδευτικού, μορφωτικού και γενικότερα πολιτισμικού τους επιπέδου, ελάχιστοι σύγχρονοι Έλληνες γνωρίζουν ικανοποιητικά την αρχαιοελληνική γραμματεία και τον πολιτισμό των προγόνων τους. Αυτό όμως δεν τους εμποδίζει απ’ το να κομπορρημονούν, επικαλούμενοι (κληρονομικώ δικαίω άραγε;) την ένδοξη καταγωγή τους, προκειμένου να καλύψουν, προφανώς, τη δική τους γενικότερη ένδεια. Διότι οι νεοέλληνες σίγουρα και δεν είναι «αντάξιοι των προγόνων τους», όπως υπαινίσσεται ο Μαρίνος, οι δε τελευταίοι δεν θα ένιωθαν καθόλου υπερήφανοι αν ζούσαν κι έβλεπαν τη σημερινή κατάντια των απογόνων τους.

Σκοπός αυτού του άρθρου όμως δεν είναι να καταδείξει και αποδείξει τα αυτονόητα. Αντιθέτως, θέλει να εστιαστεί σε μια αποσιωπημένη παράμετρο που αφορά το υποτιθέμενο «μεγαλείο» αυτού καθαυτού του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Εξηγούμαι: Γεγονός αναμφισβήτητο είναι ότι στην αρχαία Ελλάδα άνθισε ένας σημαντικότατος -αν όχι μοναδικός- πολιτισμός που επηρέασε καταλυτικά την ανθρωπότητα στις επιστήμες, τις τέχνες, και όχι μόνο. Σε όλους σχεδόν τους τομείς: φιλοσοφία, ιατρική, αστρονομία, μαθηματικά, ποίηση, θέατρο, αρχιτεκτονική, γλυπτική, ρητορική, αθλητισμό κτλ. Ωστόσο, το καίριο – πλην αναπάντητο – ερώτημα που προκύπτει εδώ είναι τος εξής: Πώς εξηγείται το γεγονός ότι οι περισσότεροι δημιουργοί αυτού του απαράμιλλου πολιτισμού ανταμείφθηκαν από τους συμπατριώτες τους (την Πολιτεία και την πολιτική Εξουσία) με απάνθρωπα σκληρό τρόπο σαν να ήταν κακούργοι, βρίσκοντας οικτρό τέλος; Για να εξηγήσω όμως τι εννοώ, σπεύδω να καταθέσω με δειγματοληπτική συντομία – γιατί ο κατάλογος είναι τεράστιος – με τι νόμισμα πλήρωσαν οι αρχαίοι Έλληνες τους δημιουργούς αυτού του «μεγάλου πολιτισμού» τους:

Ο Πυθαγόρας (μαθηματικός, γεωμέτρης και από τους σημαντικότερους φιλοσόφους της αρχαιότητας), 500 π.Χ., πέθανε στην εξορία από πείνα, σε ηλικία 80 ετών.

Ο Μιλτιάδης (ο μεγάλος νικητής της μάχης του Μαραθώνα), 489 π.Χ., πέθανε στη φυλακή, σε ηλικία 65 ετών.

Ο Αριστείδης ο Δίκαιος, 468 π.Χ., πέθανε στην εξορία από πείνα, σε ηλικία 72 ετών.

Ο Θεμιστοκλής (ο νικητής της ναυμαχίας της Σαλαμίνας), 461 π.Χ., πέθανε στην εξορία, σε ηλικία 66 ετών.

Ο Περικλής (ο μέγας πολιτικός του «χρυσού αιώνα»), 429 π.Χ., παραιτήθηκε λόγω κατηγορίας και πέθανε σε ηλικία 66 ετών.

Ο Φειδίας (κορυφαίος γλύπτης της αρχαιότητας), 429 π.Χ., πέθανε στη φυλακή, σε ηλικία 66 ετών.

Ο Αισχύλος (κορυφαίος τραγικός ποιητής), 456 π.Χ., πέθανε στην εξορία, σε ηλικία 69 ετών.

Ο Σοφοκλής (κορυφαίος τραγικός ποιητής), 406 π.Χ., πέθανε στην εξορία από πείνα, σε ηλικία 90 ετών.

Ο Ευριπίδης (κορυφαίος τραγικός ποιητής), 406 π.Χ., πέθανε στην εξορία, σε ηλικία 74 ετών.

Ο Αναξαγόρας (μεγάλος φιλόσοφος και αστρονόμος), 428 π.Χ., πέθανε στην εξορία, σε ηλικία 72 ετών.

Ο Ηρόδοτος (ο πατέρας της Ιστορίας), 429 π.Χ., πέθανε στην εξορία, σε ηλικία 59 ετών.

Ο Ικτίνος (ο μεγάλος αρχιτέκτονας του Παρθενώνα), 420 π.Χ., πέθανε στην εξορία.

Ο Αλκιβιάδης (γνωστός πολιτικός της Αθήνας, φίλος του Σωκράτη), 404 π.Χ., πέθανε στην εξορία, σε ηλικία 48 ετών.

Ο Σωκράτης (ο μεγαλύτερος φιλόσοφος όλων των εποχών), 399 π.Χ., πέθανε πίνοντας το κώνειο.

Ο Θουκιδίδης (ο σπουδαιότερος ιστορικός μετά τον Ηρόδοτο), 396 π.Χ., πέθανε στην εξορία, σε ηλικία 64 ετών.

Ο Αριστοφάνης (ο σημαντικότερος κωμωδιογράφος της αρχαιότητας), 385 π.Χ., πέθανε στην εξορία από πείνα, ετών 61.

Ο Πλάτωνας (από τους σπουδαιότερους φιλοσόφους), 347 π.Χ., πέθανε στην εξορία, σε ηλικία 80 ετών.

Ο Ισοκράτης (ο γνωστότερος ρήτορας του αρχαίου κόσμου), 338 π.Χ., πέθανε στην εξορία, σε ηλικία 99 ετών.

Ο Δημοσθένης (επιφανής ρήτορας), 322 π.Χ., πέθανε πίνοντας δηλητήριο, σε ηλικία 62 ετών.

Τούτων δοθέντων, δικαιούμαστε εύλογα να αναρωτηθούμε: Τι σόι «πολιτισμός» ήταν αυτός στην αρχαία Ελλάδα (για τον οποίο υπερηφανευόμαστε εμείς σήμερα) που τόσο αβασάνιστα, ανάλγητα και απάνθρωπα τιμωρούσε τα πιο άξια και λαμπρά τέκνα της; Διότι – όπως εξυπακούεται – «πολιτισμός» δεν είναι μόνο τα ατομικά επιτεύγματα (οι Παρθενώνες, τα σπουδαία γλυπτά, και τα μνημεία του λόγου) αλλά και η συλλογική συμπεριφορά ενός λαού, μιας πολιτικής εξουσίας, ενός συντεταγμένου κράτους.

(Μια αναγκαστική παρένθεση: Όταν τη δεκαετία του ’70 ήμουν πρωτοετής φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης, μας είχε επισκεφθεί ο γηραιός, πλην ακμαίος καθηγητής Γιάννης Κακριδής – ο επιφανέστερος Έλληνας κλασικός φιλόλογος. Σ’ ένα διάλειμμα του σεμιναρίου μείναμε μόνοι μας στη βιβλιοθήκη και συζητούσαμε. Σε κάποια στιγμή, θυμάμαι, ότι μεταξύ άλλων μου είπε: «Οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα έχουν την λανθασμένη εντύπωση ότι η αρχαία Ελλάδα ήταν ένα απέραντο εργοτάξιο όπου οι πάντες συνευρίσκονταν και δεν έκαναν τίποτ’ άλλο απ’ το να συζητούν όλη μέρα… φιλοσοφικά ζητήμα! Ουδέν αναληθέστερον. Αυτά τα πράγματα αφορούσαν – όπως και σήμερα – πολύ λίγα άτομα που είχαν λύσει τα βιοτικά τους προβλήματα. Η πλειοψηφία ήσαν αγράμματοι άνθρωποι, μεροκαματιάρηδες, που αγωνίζονταν για τον επιούσιο. Με τα πνευματικά και καλλιτεχνικά ζητήματα ασχολούνταν μόνο οι καλλιεργημένοι και πλούσιοι που είχαν την άνεση και πολυτέλεια του χρόνου…»).

Όταν το «ευχαριστώ» της Πολιτείας απέναντι στα μεγάλα κι εκλεκτά τέκνα της είναι η… φυλακή, η εξορία, η πείνα και ο θάνατος, τότε μόνο για σκοταδισμό και βαρβαρότητα μπορούμε να μιλάμε – δηλαδή το αντίθετο του «πολιτισμού». Διότι οι προαναφερθέντες τιμωρημένοι της «μαύρης λίστας», αποκλείεται να ήσαν όλοι τους εγκληματικά στοιχεία! Τουναντίον, ορισμένοι, όπως ο Αριστείδης ο Δίκαιος και ο Σωκράτης, υπήρξαν φωτεινά παραδείγματα αρετής και ήθους. Γι’ αυτό ακριβώς και τιμωρήθηκαν, όπως διευκρινίζει ο Γιάννης Μαρίνος: «[…] ο μέγιστος των φιλοσόφων Σωκράτης […] γνωρίζουμε ότι κατηγορήθηκε άδικα από συμπολίτες του πως με τη διδασκαλία του διέφθειρε τους νέους. Και για τον λόγο αυτόν καταδικάστηκε σε θάνατο. Η κατηγορία ήταν αβάσιμη και η απόφαση των δικαστών καταφανώς άδικη. Έτσι οι πολλοί φίλοι και μαθητές του με επικεφαλής τον Κρίτωνα προσφέρθηκαν να τον φυγαδεύσουν από τη φυλακή για να γλιτώσει τον άδικο θάνατο. Εκείνος, όμως, που ήθελε να επιβεβαιώσει εμπράκτως τις αρχές που δίδασκε, αρνήθηκε. Διότι θεωρούσε προέχον για τη διατήρηση του δημοκρατικού πολιτεύματος τον σεβασμό προς τις αποφάσεις των δικαστηρίων, τον σεβασμό στη νομιμότητα» (ό.π).

Επιμύθιο: Με τα παραπάνω δεδομένα, μήπως είναι καιρός να αναστοχαστούμε επιτέλους και, ενδεχομένως, να αναθεωρήσουμε κάποιες ιδεοληψίες μας για το δήθεν… «μεγαλείο» του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού; (Και μ’ αυτό – ξανατονίζω – δεν εννοώ καθόλου τα όντως μεγάλα κι αναμφίβολα επιτεύγματα των αρχαίων προγόνων μας, αλλά την ακατανόητη και παράλογη πολιτισμική κουλτούρα «τιμωρίας» που υιοθετούσε η αρχαία Πολιτεία και η ηγεσία της). Κι εδώ βέβαια θα πρέπει οπωσδήποτε να μνημονεύσω το κλασικό βιβλίο του σπουδαίου βρετανού αρχαιοελληνιστή «Οι Έλληνες και το παράλογο» (υπάρχει σε ελληνική μετάφραση του Γιώργη Γιατρομανωλάκη) που επιχειρεί να φωτίσει την «παραλογία» των αρχαίων Ελλήνων.

Και για να μη νομίσει κανείς ότι οι σύγχρονοι Έλληνες υστερούν, και δεν αποδείχτηκαν… «αντάξιοι απόγονοι» των ενδόξων προγόνων τους (στον τομέα της αγνωμοσύνης και βαρβαρότητας) παραθέτω, και πάλι δειγματοληπτικά, πώς αντάμειψαν τους μεγάλους εθνικούς ήρωες και ευεργέτες τους, οι οποίοι αγωνίστηκαν και θυσίασαν τα πάντα για να απελευθερωθεί η Ελλάδα από τον τουρκικό ζυγό:

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (αρχιστράτηγος Πελοποννήσου, το «μυαλό» της Επανάστασης): φυλακίστηκε από την αντιβασιλεία, καταδικάστηκε σε θάνατο, του δόθηκε χάρη από τον Όθωνα, και πέθανε από συμφόρηση το 1843, σε ηλικία 73 ετών.

Γιάννης Μακρυγιάννης (πρωταγωνιστής στην Eπανάσταση και την παραχώρηση Συντάγματος από τον Όθωνα): είχε καταδικαστεί σε θάνατο για εσχάτη προδοσία και πέθανε το 1864 από τις κακουχίες του Aγώνα και την απομόνωση και φυλάκισή του (1851-1854), σε ηλικία 67 ετών.

Νικηταράς ο Τουρκοφάγος (ο δυναμικός αγωνιστής της Επανάστασης), πέθανε το 1849, άρρωστος, φτωχός και τυφλός, σ’ ένα ημιυπόγειο στον Πειραιά, ενώ η οικογένειά του «απέθνησκε της πείνης», σε ηλικία 68 ετών.

Ανδρέας Μιαούλης (ναύαρχος): πέθανε το 1835 από φυματίωση, στο σπίτι του στην Αθήνα, σε ηλικία 68 ετών.

Ανδρέας Λόντος (ο πλούσιος πρόκριτος των Καλαβρύτων και πρωταγωνιστής της 3ης Σεπτεμβρίου): αυτοκτόνησε «μη δυνάμενος να ανεχτεί την ένδοιάν του» το 1846, σε ηλικία 62 ετών.

Μαντώ Μαυρογένους (η αρχόντισσα της Μυκόνου που έδωσε όλη της την περιουσία για τον Αγώνα): πέθανε φτωχή από τυφώδη πυρετό στην Πάρο το 1840, σε ηλικία 44 ετών.

Νικόλαος Κριεζώτης (ο ήρωας της Εύβοιας): πέθανε καταδιωκόμενος από το οθωνικό καθεστώς, αυτοεξόριστος στη Σμύρνη το 1853, σε ηλικία 68 ετών.

Παναγιώτης Σέκερης (ο χρηματοδότης της Φιλικής Εταιρίας): πέθανε το 1830 πάμφτωχος στο Ναύπλιο, όπου διορίστηκε τελώνης, σε ηλικία 52 ετών.

Τέλος: Πάνος Κολοκοτρώνης, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Ιωάννης Καποδίστριας – όλοι τους δολοφονήθηκαν, όχι από εχθρούς ή ξένους, αλλά από… Έλληνες! Πράγμα που επιβεβαιώνει ότι οι Έλληνες τηρούν -διαχρονικά και με ευλάβεια- τις παραδόσεις του Γένους…

Υ.Γ.: Τέλος, θεωρώ πρέπων να ολοκληρώσω αυτές τις σκέψεις με μια διόλου τυχαία διαπίστωση του νομπελίστα μας Γιώργου Σεφέρη η οποία, νομίζω, συνοψίζει εύγλωττα την πίκρα που νιώθει κανείς για την διαχρονική (αθάνατη;) Ελλάδα – αρχαία και νεότερη: «Όσο προχωρεί ο καιρός και τα γεγονότα, ζω ολοένα με το εντονότερο συναίσθημα πως δεν είμαστε στην Ελλάδα, πως αυτό το κατασκεύασμα που τόσο σπουδαίοι και ποικίλοι απεικονίζουν καθημερινά, δεν είναι ο τόπος μας, αλλά ένας εφιάλτης με ελάχιστα φωτεινά διαλείμματα, γεμάτα με μια πολύ βαριά νοσταλγία. Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτε δεν είναι πιο πικρό».

*Ο Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής) και συγγραφέας.