Η γερμανική κατοχή και μια απαγορευμένη ερωτική σχέση βρίσκονται στο επίκεντρο ενός κινηματογραφικού ρυθμού που τίθεται από τη μουσική που συνθέτει ένας από τους βασικούς χαρακτήρες του έργου: ο εμβληματικός Βασίλης Τσιτσάνης

Ο καταξιωμένος Έλληνας σκηνοθέτης Μανούσος Μανουσάκης, επέστρεψε στην κινηματογραφική οθόνη, με την πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του «Ουζερί Τσιτσάνης», βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, η οποία προβλήθηκε από άκρη σε άκρη σε όλη την Ελλάδα και ξεκινά διεθνή περιοδεία σε φεστιβάλ του εξωτερικού. Με επίκεντρο έναν απαγορευμένο έρωτα και φόντο την υπό γερμανική κατοχή Θεσσαλονίκη, ο έμπειρος σκηνοθέτης ξετυλίγει μια συγκλονιστική ιστορία αγάπης με τη μουσική του Βασίλη Τσιτσάνη να υπογραμμίζει την εξέλιξη.

Συνάντησα τον κ. Μανουσάκη πριν από μερικές ημέρες στο Ίδρυμα Κακογιάννη στην Αθήνα, στην προβολή της νέας του ταινίας και μετά τη συζήτηση με το κοινό, παραχώρησε στο roof garden του Ιδρύματος αποκλειστική συνέντευξη στο «Νέο Κόσμο», μιλώντας για την επαφή του με την Ομογένεια της Αυστραλίας πριν από 30 χρόνια μέχρι σήμερα, τα μηνύματα της ταινίας «Ουζερί Τσιτσάνης» κατά της κατοχής, γερμανικής ή οποιασδήποτε άλλης μορφής ολοκληρωτισμού, του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και υπέρ των πανανθρώπινων αξιών της ελευθερίας, της αγάπης, της αλληλοκατανόησης και του σεβασμού του Άλλου, υπό την εμβληματική μουσική του Τσιτσάνη, αλλά και για την επόμενη ταινία του που θα έχει ως κύριο θέμα το ελληνικό λαϊκό παραμύθι.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ

Η σχέση μου με την ομογένεια της Αυστραλίας μετράει 30 χρόνια. Τότε πήγα για πρώτη φορά στην Αυστραλία με συνεργείο της ΕΡΤ για το γύρισμα σειράς ντοκιμαντέρ για τους Απόδημους Έλληνες. Γνώρισα τον Ελληνισμό της Αυστραλίας και με εντυπωσίασε η κυκλοφορία μεγάλου αριθμού εντύπων στα ελληνικά και η παρουσία πολλών θεατρικών παροικιακών ομάδων.

Εκτός από την αυθεντικότητα και τη δίψα να μάθει νέα από την Ελλάδα, με εντυπωσίασε ο τρόπος που ο Ελληνισμός εκεί κρατά την ελληνική παράδοση, τα ήθη και τα έθιμά μας, τη γλώσσα μας. Στη Μελβούρνη, η οποία είναι μια πολυπολιτισμική πόλη, όπου οι Έλληνες υπερτερούν, μου έκανε εντύπωση πως ένας Κινέζος μιλούσε άπταιστα Ελληνικά. Τον γνώρισα στην ιχθυόσκαλα της Μελβούρνης και μου είπε, «εδώ αν δεν μιλάς Ελληνικά, δεν μπορείς να επιβιώσεις». Συγκλονιστικό!…

Έχω ένα πλούσιο αρχείο για τη ζωή και το έργο των Ελλήνων της Αυστραλίας. Αυτή η φιλία που γεννήθηκε εκεί, συνεχίστηκε και στην Αθήνα, έχω αρχείο με την αλληλογραφία μου με τους φίλους μου εκεί, αλλά και με απλούς τηλεθεατές που έβλεπαν τις σειρές μου στον Αntenna. Εύχομαι να ξαναβρεθούμε από κοντά μετά από 30 χρόνια.

Όσον αφορά την ταινία μου, «Ουζερί Τσιτσάνης», έχει ζητηθεί από δυο μεγάλα πρακτορεία διανομής της Αυστραλίας, για να προβληθεί σε όλη την Αυστραλία. Εύχομαι οι Έλληνες της Αυστραλίας να παραμείνουν έτσι και στο μέλλον, να διατηρούν όλα τα θετικά στοιχεία μας, τον πολιτισμό μας, την φιλοξενία και το ελληνικό γλέντι. Μπορεί να ακούγεται χαζό, αλλά χρειαζόμαστε ειδικά σήμερα στις δύσκολες εποχές που διανύουμε, αυτήν τη φρεσκάδα, την αισιοδοξία και τον ενθουσιασμό του Ελληνισμού της Αυστραλίας για την Ελλάδα και τον πολιτισμό μας.

Η ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ

Η ταινία «Ουζερί Τσιτσάνης» ζητήθηκε από γερμανικά πρακτορεία διανομής και από την Αμερική. Δεν περίμενα τόση μεγάλη ανταπόκριση από τη Γερμανία λόγω του περιεχομένου της. Μιλάει για τη γερμανική κατοχή, τη βία, την επιβολή μιας εξουσίας και την άνοδο του νεοφασισμού που μας απασχολεί και σήμερα, τον ρατσισμό, την ξενοφοβία και την κάθε μορφή ολοκληρωτισμού του χθες και του σήμερα.

Γι’ αυτό, έκανα την ταινία, όχι μόνο για να αναδείξω τη γερμανική κατοχή και την εξόντωση και το ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων της εποχής εκείνης, αλλά να αναδείξω και τις συνέπειες των ολοκληρωτικών καθεστώτων και της επιβολής βίας, τι κακό μπορεί να φέρει ο ρατσισμός και η ξενοφοβία στη σύγχρονη εποχή, για να μην ξεχνάμε τις ολέθριες συνέπειες της κατοχής σε όλη την Ευρώπη.

Αυτή είναι η ταινία, βλέπουμε την πρόσφατη ελληνική ιστορία με μια σημερινή ματιά. Για την υλοποίησή της, είχα την αμέριστη συνδρομή της εβραϊκής κοινότητας της Ελλάδας, δούλεψα με δικό τους ιστορικό σύμβουλο, μας παραχώρησαν όλες τις γραπτές ιστορικές πηγές τους.

Δήλωσαν πολύ ευχαριστημένοι με την ταινία, επειδή το ολοκαύτωμα των Εβραίων έχει αποτυπωθεί έντονα μόνο για την Κεντρική Ευρώπη και ποτέ για τους Έλληνες Εβραίους ή τους Σεφαραδίτες, τους Ισπανόφωνους Εβραίους της Θεσσαλονίκης. Είναι μια ταινία που προκαλεί συζήτηση και αυτός είναι ο στόχος μου, όχι να αποτυπώσω μια μαύρη σελίδα της ιστορίας μας, αλλά να προκαλέσει σχόλια και για το σήμερα, όχι με τον εύκολο τρόπο, αλλά ουσιαστικό και διδακτικό να μιλήσουμε για τις πανανθρώπινες αξίες της ελευθερίας, της αλληλοκατανόησης και της αποδοχής του Άλλου, της αγάπης και της αφοσίωσης.

Η ΤΑΙΝΙΑ

Η ιδέα για την ταινία «Ουζερί Τσιτσάνης» υπήρχε αρκετά χρόνια πριν, από τότε που πρωτοδιάβασα το βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη. Ήταν ένα από τα ωραιότερα βιβλία που είχα διαβάσει και αμέσως στο μυαλό μου γεννήθηκε η ιδέα της ταινίας. επειδή μέσω μιας απαγορευμένης ερωτικής ιστορίας ανάμεσα σε μια Ελληνίδα Εβραία και ενός Έλληνα χριστιανού και τη ζωή και το έργο του μεγάλου λαϊκού μας συνθέτη Βασίλη Τσιτσάνη, μπορούμε να καταδείξουμε τον παραλογισμό των φυλετικών διακρίσεων και την πραγματική φύση του ναζισμού και του ολοκληρωτισμού σε κάθε του μορφή.

Την ταινία τη δουλεύαμε μαζί με τους σεναριογράφους τέσσερα χρόνια, μελετώντας το θέμα της με ιστορικούς συμβούλους, αλλά και με ανθρώπους που έχουν επιβιώσει από την Γερμανική κατοχή και το Ολοκαύτωμα, γνωρίζοντας την ιστορία και την καθημερινότητα της εποχής από πρώτο χέρι. Δημιουργήσαμε μια κοινωνία που δεν υπάρχει πια, τη ζοφερή και κατοχική Θεσσαλονίκη του 1942, με τον Τσιτσάνη, να ανοίγει το «Ουζερί Τσιτσάνης» και να γράφει εκεί τις καλύτερες μουσικές του. Έτσι, η Γερμανική κατοχή και μια απαγορευμένη ερωτική σχέση βρίσκονται στο επίκεντρο ενός κινηματογραφικού ρυθμού που τίθεται από τη μουσική που συνθέτει ένας από τους βασικούς χαρακτήρες του έργου: ο εμβληματικός Βασίλης Τσιτσάνης.

Θα ήθελα να σας υπενθυμίσω τη γνωστή ιστορία για τη συγγραφή της «Συννεφιασμένης Κυριακής» όπως την είχε πει ο ίδιος ο συνθέτης.: «Βγαίνοντας από το ουζερί ένα βράδυ είδε σταγόνες αίματος στο δρόμο, τις ακολούθησε και βρέθηκε μπροστά σε ένα εκτελεσμένο παλικάρι. Εκεί εμπνεύστηκε τη “Συννεφιασμένη Κυριακή”», η οποία ερμηνεύεται στην ταινία μου αυθεντικά και αποτελεί κεντρικό μέρος της. Ακόμη, ο Τσιτσάνης στο ουζερί του κάθε βράδυ με τις γνωστές νότες του πλάθει εικόνες της ελληνικής πραγματικότητας της κατοχής, που μας ακολουθούν για πάντα. Τέλος, θα ήθελα να πω, ότι ως άνθρωπος και δημιουργός πιστεύω ότι έχουμε ένα καθήκον απέναντι στην κοινωνία και τις επόμενες γενιές – να παίρνουμε θέση απέναντι στα γεγονότα και να συνειδητοποιήσουμε ότι εάν δεν είμαστε μέρος της λύσης, είμαστε μέρος του προβλήματος.

Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ «ΟΥΖΕΡΙ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ»

Βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, η ταινία διαδραματίζεται στη Θεσσαλονίκη το 1942-1943. Στην υπό γερμανική κατοχή πόλη, ο Γιώργος και η Εστρέα είναι ερωτευμένοι. Όμως ο έρωτας ανάμεσα σε έναν Χριστιανό και μία Εβραία είναι απαγορευμένος. Η περιπετειώδης ιστορία αγάπης, παγιδευμένη ανάμεσα σε ένα απάνθρωπο ολοκληρωτικό καθεστώς και τον παραλογισμό των φυλετικών διακρίσεων, βρίσκει καταφύγιο στο ιστορικό «Ουζερί Τσιτσάνης».

Εκεί ο μεγάλος Έλληνας συνθέτης Βασίλης Τσιτσάνης διανύει τα πιο δημιουργικά του χρόνια και συνθέτει τα πιο γνωστά του τραγούδια, ανάμεσα στα οποία και την καθοριστική «Συννεφιασμένη Κυριακή». Στους κεντρικούς ρόλους βρίσκονται ο Ανδρέας Κωνσταντίνου, στο ρόλο του Βασίλη Τσιτσάνη, ο Χάρης Φραγκούλης, σε εκείνον του Γιώργου, η Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη, στο ρόλο της Εστρέας και μαζί τους η Βασιλική Τρουφάκου ως Λέλα και η Ξανθή Γεωργίου ως Ζωή.

Πρωταγωνιστούν, επίσης, ο Γιάννης Στάνκογλου, η Μαρία Καβουκίδου, ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, ο Λάκης Κομνηνός, ο Αλμπέρτο Εσκενάζυ και πολλοί άλλοι ηθοποιοί, ενώ στην ταινία συμμετέχουν και περισσότεροι από 2.000 κομπάρσοι για τις μαζικές σκηνές.

Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΤΑΙΝΙΑ

Επόμενος στόχος μου είναι να κάνω μια ταινία για το ελληνικό λαϊκό παραμύθι με την αιώνια πάλη του Καλού και του Κακού, όμως, με μια σύγχρονη ματιά. Με ενδιαφέρει πολύ ως κεντρικό θέμα η ιστορία του ελληνικού παραμυθιού, οι ρίζες του, τα διαχρονικά μηνύματά του κατά τη διάρκεια των αιώνων. Μελετώ ήδη την πλούσια βιβλιογραφία που έχω, μαζί με την σύζυγό μου, Μαρία, η οποία εκτός από παραγωγός του έργου μου, είναι και ο πιο αυστηρός κριτής μου.

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ

Ο Μανούσος Μανουσάκης σπούδασε στο London Film School και από τότε έχει αναπτύξει μια μακρά και επιτυχημένη σταδιοδρομία. Έχει σκηνοθετήσει: τέσσερις μεγάλου μήκους ταινίες, 11 θεατρικές παραστάσεις, 10 τηλεταινίες και 20 εβδομαδιαίες τηλεοπτικές σειρές. Έχει τιμηθεί με Βραβείο Καλύτερης Κινηματογράφησης στο Φεστιβάλ του Σικάγο, Βραβείο Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Griffoni Film Festival Italy και Βραβείο Σεναρίου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τη μεγάλη μήκους ταινία του «Η Σκιάχτρα».

Όλες οι τηλεοπτικές σειρές του έχουν σημειώσει πολύ υψηλές τηλεθεάσεις, φτάνοντας έως και το 73%, ρεκόρ το οποίο δεν έχει ξεπεραστεί μέχρι σήμερα, ενώ έχουν βραβευτεί με βραβείο σκηνοθεσίας και τρεις φορές βραβείο Αγαπημένης Σειράς του Κοινού. Τον ελεύθερο χρόνο του ασχολείται με τις 2.500 ελιές και την παραγωγή ελαιολάδου στο κτήμα της γυναίκας του Μαρίας στη Σπάρτη, Λακωνίας.