Η αποχώρηση του Αλφρέδου Κουρή από τα γήινα σημαδεύει το προοδευτικό κλείσιμο της κουρτίνας στη σκηνή της ιστορικής παρουσίας των «ελλαδογεννημένων» μεταναστών και εποίκων της Αυστραλίας. Ο θάνατός του σηματοδοτεί το τέλος μιας λαμπρής, καθόλα πατριωτικής, απόλυτα φιλότιμης παρουσίας της γενιάς του Πενήντα, αφού ελάχιστοι μόνοι πρωταγωνιστές της ακόμη επιβιώνουν τον αδυσώπητο χρόνο, σχεδόν εβδομήντα χρόνια αργότερα. Η συντριπτική πλειοψηφία των μεταναστών εκείνων, ήσαν άνδρες, ανειδίκευτοι, με ελάχιστη συστηματική παιδεία, σχεδόν αγράμματοι, προλετάριοι των αστικών κέντρων και αγρότες μιας παραμελημένης υπαίθρου. Οι γυναίκες που ακολούθησαν δέκα και πλέον χρόνια αργότερα, εναρμόνισαν την ανισορροπία των φύλων και έσπειραν την κοινωνική δικαιοσύνη και την αλληλεγγύη. Ωστόσο και αυτές προέρχονταν από το ίδιο κοινωνικο-οικονομικό υπόστρωμα. Δεν υπήρχε ικανός αριθμός εγγράμματων, ηγετών με προσόντα. Δεν υπήρχαν άτομα που να ανήκουν στη μεσαία αστική τάξη. Οι ελάχιστοι που υπήρχαν, ανήκαν στους «αυστραλογεννημένους» και αυτοί δεν είχαν άνετη και ελεύθερη πλοήγηση ανάμεσα στους χιλιάδες μετανάστες που κατέφθαναν κάθε σχεδόν εβδομάδα στα λιμάνια της Αυστραλίας.

Χωρίς μεσαία αστική τάξη, η κοινωνία της εποχής κανονικά έπρεπε να γονατίσει, χωρίς κοινωνική ραχοκοκκαλιά έπρεπε να σέρνεται. Ωστόσο, το κενό κάλυψε η αυταπάρνηση, η θυσία και το πάθος για αγώνα ορισμένων Ελλήνων, που είχαν μια σχετική μόρφωση. Αυτοί ήσαν οι ελάχιστοι της λεγόμενης μεσαίας αστικής τάξης, έλαβαν πάνω τους και κουβάλησαν την ευθύνη για μια ανθρώπινη και κοινωνικότερη παρουσία των Ελλήνων μεταναστών στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίας, ο μέχρι προχθές Αλφρέδος Κουρής, αλλά και ο Λεωνίδας Αργυρόπουλος, ο Ηλίας Ρέντζης, ο Τάκης Ευστρατιάδης, ο Γιώργος Ζάγκαλης (για να αναφέρω μερικούς) και ορισμένοι ελάχιστοι άλλοι που ευτυχώς ακόμη επιβιώνουν, για να μάς θυμίζουν τους ασυμβίαβαστους αγώνες για διατήρηση της εθνογλωσσικής ταυτότητας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Ο Αλφρέδος Κουρής ήταν κυρίως οραματιστής, ουμανιστής και κατά συνέπεια ρομαντικός στις προθέσεις του. Ένας από τους πλέον Φιλέλληνες Έλληνες, ένας από τους πλέον φιλάδελφους αδελφούς και ομογενείς, που πέρασαν το κατώφλι της μεγάλης Ηπείρου του Νότου. Αμετανόητος πατριώτης και ιδεαλιστής, συναισθηματικός και ηγέτης με ικανότητες να προβλέπει και να βλέπει πέρα και πάνω από τους περιορισμούς του άμεσου περιβάλλοντός του. Εισήγαγε καινοτομίες και πολιτικές, όσο κανένας άλλος Έλληνας ηγέτης στην Αυστραλία, που ενώ παρέμεναν οι καινοτόμες αυτές εισηγήσεις του, πρακτικά αναγκαίες, οι σύγχρονοί του τις αξιολογούσαν με ένα μειδίαμα, ως ουτοπίες και πυροτεχνήματα. Έτσι τον αντιμετώπισαν όταν εισήγαγε για πρώτη φορά την εξάσκηση γυναικών σε ραπτικές μηχανές και έστησε τότε εργαστήρια εκμάθησης και διδασκαλίας στο κέντρο της Μελβούρνης.

Στη συνέχεια μέσα από την καινοτόμα αυτή ιδέα του Αλφρέδου Κουρή, ακολούθησαν χιλιάδες εργάτριες που εργάστηκαν ως μασίνιστς σε φασόν, εργοστάσια και σπίτια, που άλλαξαν κυριολεκτικά την εργασιακή και κοινωνική θέση της Ελληνίδας μετανάστριας. Οι Ελληνίδες, εργαζόμενες από το σπίτι ως «μασινίστριες» στάθηκαν θεμέλιο της οικογένειας για τα παιδιά τους και στήριξαν οικονομικά τους εργαζόμενους συζύγους τους, ξεπληρώνοντας τα χρέη της εγκατάστασης και βοηθώντας στην εκπαίδευση των παιδιών τους.

Ο Κουρής με τον Π. Σαλπιγκτίδη εισήγαγαν και το επάγγελμα του Έλληνα δασκάλου οδήγησης σε χιλιάδες Έλληνες νέους που χωρίς ρόδα δεν θα μπορούσαν να διεκδικήσουν επαγγελματική και κοινωνική καταξίωση στην Αυστραλία. Επαγγέλματα άμεσης ανάγκης για τους μετανάστες που ζητούσαν την επιβίωσή τους στην Ξένη.

Ο Αλφρέδος Κουρής συνεργαζόμενος με τον μακαριστό γέροντα Ιερόθεο Κουρτέση και τον Σπύρο Λιόλιο ίδρυσαν την πρώτη ανεξάρτητη Σχολή Ελληνόγλωσσης Εκπαίδευσης στην Αυστραλία, την Ακαδημία Μελβούρνης με γυμνασιακή κατάρτιση, σπάζοντας το φράγμα της αποκλειστικής στοιχειώδους ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης στην Αυστραλία και του αποκλειστικά κοινοτικού ή εκκλησιαστικού σχολείου στη δεκαετία του ’60. Το τολμηρό αυτό, πρωτοφανές για τα εδώ χρονικά, εγχείρημα το αντιμετώπισαν οι ειδικοί με μειδιάματα, πολλοί με σαρκασμό και ειρωνεία και ορισμένοι, όπως συνηθίζουν από διαστροφή, με πολεμική και καχυποψία. Η Ακαδημία Μελβούρνης τότε του Κουρή στάθηκε αιτία και πρόδρομος για τα υπόλοιπα απογευματινά Γυμνάσια στο Μπράνσγουικ και στο Ρίτσμοντ το 1969 και στη συνέχεια τα ημερήσια σχολεία. Ας σημειωθεί ότι ελληνόγλωσσα απογευματινά Γυμνάσια δεν λειτούργησαν στις άλλες Πολιτείες.

Μπροστάρης στους αγώνες της συντηρητικής παράταξης, όχι από ιδιοτέλεια ή χρηματισμό, αλλά από πάθος για την Ελλάδα και τις αξίες της, ήταν και πάλι ο Αλφρέδος Κουρής που είχε την ιδέα του Συναγερμού, της παράταξης των συντηρητικών που ήθελαν να στηρίξουν ιδεολογικά την κεντροδεξιά, με σύνεση και συγκρατημένη διάθεση, χωρίς να εμπλέκονται σε εμφύλιες διενέξεις που σε πολλές περιπτώσεις, είχαν οδηγήσει την Αστυνομία της πόλης να παρέμβη. Και σε μια εποχή που η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων μεταναστών στήριζε το Εργατικό Κόμμα, ήταν και πάλι ο Αλφρέδος Κουρής, ο πρώτος Έλληνας πολιτευτής του Φιλελεύθερου Κόμματος στη Βικτώρια, που δεν δίστασε να τα βάλει στην εκλογική περιφέρεια του Μπράνσγουικ με τον παντοδύναμο υπουργό του Εργατικού Κόμματος, Τομ Ρόπερ. Με τα παιδιά του και τους φίλους του ρίχτηκε στους δρόμους του Μπράνσγουικ, σε έναν άνισο προεκλογικό αγώνα, που το αποτέλεσμα ήταν προδεδικασμένο, αφού και οι Έλληνες ομογενείς του, στην πλειοψηφία του τον αντιμετώπισαν και πάλι με ειρωνικά σχόλια. Γιατί, λοιπόν, ο Αλφρέδος Κουρής αποδέχθηκε μια υποψηφιότητα σε μια εκλογική έδρα που ήταν χαμένη από χέρι;!! Απλώς γιατί ήθελε να δείξει ότι οι αξίες δεν έχουν νόημα, εάν δεν αγωνίζεσαι για αυτές!! Για τις αξίες αυτές αγωνίστηκε και τότε και στη συνέχεια της ζωής του. Έχασε τις εκλογές στο Μπράνσγουικ αλλά κέρδισε το σεβασμό των ανθρώπων του Λίμπεραλ Πάρτι, το σεβασμό των αντιπάλων του, καθώς και χιλιάδων Ελλήνων που είδαν στο εγχείρημά του, τη γενναιότητα της ελληνικής ψυχής.

Και όταν ο οραματιστής αυτός πολιτευτής και ρομαντικός ουμανιστής και καινοτόμος, πρώτος αυτός, ζήτησε να επεκταθούν οι ώρες εργασίας και να παραμένουν ανοικτά τα καταστήματα της Μελβούρνης τα Σαββατοκύριακα, ακούστηκαν ειρωνικά σχόλια. Σε μια εποχή που η παντοδύναμη τάξη των Πρεσβυτεριανών δεν επέτρεπε ουδεμία απόκλιση από τα παραδοσιακά δρώμενα, και αρκετοί ήδη είχαν μπει στις φυλακές γιατί παραβίασαν το ωράριο εργασίας, ο Κουρής επιχειρούσε να πείσει τους ομοϊδεάτες του, να εισαγάγουν νέες πολιτικές, απελευθερώνοντας τα ωράρια και τις ημέρες εργασίας. Δεν μπορούσε ένας Έλληνας μετανάστης να ζητά να σπάσει το κατεστημένο των Πρεσβυτεριανών στην Αυστραλία.

Ακολούθησαν παραστάσεις του Κουρή στα γραφεία και τα επιμελητήρια. Ήταν και πάλι ένας άνισος αγώνας, μόνον που τη φορά αυτή δικαιώθηκε και η πρότασή του στη δεκαετία του ’70 έγινε νόμος και τρόπος ζωής δεκαπέντε χρόνια αργότερα (ας μην ξεχνάμε ότι ούτε και κρέας δεν μπορούσαμε να αγοράσουμε μετά τις 5.00 το απόγευμα μέχρι και το 1980!!!). Και όταν ο Αλφρέδος Κουρής ζήτησε να γίνει επίσημη πολιτική του ως πολιτευτής του Λίμπεραλ Πάρτι, η καταπολέμηση των κουνουπιών που δεν επέτρεπαν στην Αυστραλία να απολαύσει κάποιος το φαγητό του, μέρα μεσημέρι, τα χάχανα και οι ειρωνείες περίσσεψαν χωρίς λόγο. Ο Κουρής είχε όμως και πάλι δίκαιο.

Το κακό για πολλούς ήταν ότι Αλφρέδος έβλεπε πολύ μπροστά στο μέλλον, πριν από την έλευση του χρόνου…, μετά, πολύ μετά από την εποχή του. Έκτοτε πολλοί θυμήθηκαν την περί κουνουπιών εισήγηση του Κουρή και δικαίωναν τις προσδοκίες του.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 ήταν και πάλι ο Κουρής με τον Γέροντα Κουρτέση που συσκέφθηκαν για την ίδρυση του πρώτου Ημερήσιου Ελληνικού Δίγλωσσου Σχολείου, για να διδάσκεται ουσιαστικά και επαρκώς η ελληνική γλώσσα, για να αυγατίζει η εθνογλωσσική και πολιτιστική ταυτότητα των παιδιών ελληνικής καταγωγής. Και τότε έγιναν οι καινοτόμες αυτές ιδέες τους αφορμή πικρόχολων σχολίων ακόμη και πολεμικής από μια μερίδα συμπατριωτών μας. Και όμως λίγα χρόνια αργότερα το πρώτο και μόνον πραγματικά δίγλωσσο ημερήσιο ελληνικό σχολείο, το Κολλέγιο «Άγιος Ιωάννης» έγινε πραγματικότητα και σήμερα όλοι επιχαίρουν γιατί τα ημερήσια σχολεία μας προοδεύουν. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν ο μακαριστός Ιερόθεος του ζήτησε να επανέλθει στο Κολλέγιο «Αγίου Ιωάννη», σε μια περίοδο κρίσης, ο Αλφρέδος έσπευσε να ανταποκριθεί, να προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες του στα 1.000 περίπου παιδιά που φοιτούσαν στη δεκαετία του ’90 στο ιστορικό αυτό εκπαιδευτικό ίδρυμα.

Ο Αλφρέδος Κουρής πρωτοστάτησε επίσης στον κοινοτικό αγώνα, ιδρύοντας την Ελληνική Κοινότητα Μεντόν, διαρκώς αγωνιζόμενος, μαχόμενος και αντιπολιτευόμενος, όταν χρειαζόταν, ακόμη και την Ελληνική Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή, την οποία ειλικρινά σεβόταν. Από το κοινοτικό μετερίζι προσπάθησε να κρατήσει, αν και συντηρητικός, την αξία του σεβασμού της βάσης, των μελών από κάθε, εξ άνωθεν, αυθαιρεσία και απολυταρχική ηγεμονία. Έτσι ο Κουρής υπήρξε ουσιαστικά από τους πλέον προοδευτικούς μπροστάρηδες του αγώνα των δικαιωμάτων του λαού και πρώτος ανέδειξε από τις εφημερίδες τον οργιώδη εκτροχιασμό της εκκλησιαστικής ηγεσίας από την ηθική της βάση, λίγα χρόνια αργότερα.

Ο Αλφρέδος Κουρής αναζωπύρωσε τον νεκρό Ήδη από χρόνια «Πυρσό», και με τη μορφή του «Πυρσού» και «Νέου Πυρσού» ξεκίνησε έναν πολύχρονο δημοσιογραφικό αγώνα, έντιμο και αληθινό. Άσχετα, αν διέπραξε τα δικά του λάθη και ενδεχομένως αστοχίες, αμαρτήματα (όλοι μας τα έχουμε διαπράξει), ο Κουρής ως δημοσιογράφος και εκδότης θα παραμείνει στην ιστορία ως ένας από τους περισσότερο αγνούς και νεο-ουμανιστές εργάτες των εφημερίδων της Αυστραλίας.

Ως συγγραφέας ο Αλφρέδος Κουρής επιχείρησε να δώσει τα δρώμενα της ελληνικής παροικίας της Μελβούρνης μέσα από τη δική του ζωή, τον δικό του αγώνα επιβίωσης, ως μετανάστης με δύο πατρίδες, ως επιχειρηματίας, ως κοινοτικός άνδρας, δημοσιογράφος, πολιτευτής, ιεροφάντης της εκπαίδευσης, σύζυγος, πατέρας και παππούς. Πατριάρχης στο χώρο του με τα τρία παιδιά του και τα εγγόνια του, καταξιώθηκε ως ικανός και έντιμος έμπορος και επιχειρηματίας, χωρίς να δεχθεί συμβιβασμό, χωρίς να παζαρέψει την αξιοπρέπεια και τις αρχές του, όταν πολλοί σύγχρονοί του, κιότεψαν, προτίμησαν να υποδουλωθούν για να σώσουν τη θέση τους και να απολαύσουν φωτογραφικά στιγμιότυπα δίπλα στους δυνατούς, ακουμπώντας τις πλάτες της εξουσίας. Ο Κουρής ήταν αγνός γιατί μπορούσε να ζητήσει και δημόσια συγγνώμη όταν αδικούσε. Ήταν έντιμος γιατί παραδεχόταν το λάθος του, ήταν συνετός γιατί είχε πάθος για το δίκαιο και την Ελλάδα.

Είχα την εξαιρετική τιμή να έχω τη συμμαχία και τη συστράτευσή του στο ΕΚΕΜΕ και στους κοινούς αγώνες για τη διάδοση των Ελληνικών Σπουδών στην Αυστραλία. Με άρθρα και επιστολές του έβαλε πάντα μπροστά το στήθος του για να δεχθεί τις σφαίρες των ελάχιστων εχθρών του πανεπιστημιακού αυτού ιδρύματος που κατασπάραξε ο ανθρώπινος φθόνος και η αφελής άγνοια. Ο Κουρής συμπαραστάθηκε σε όλους τους αγώνες του ΕΚΕΜΕ. Μαζί με τους Ζήση Δαρδάλη, Τάσο Ρέβη και Παναγιώτη Λιβεριάδη ήταν ο Κουρής από τους πλέον ανιδιοτελείς λάτρεις και υποστηρικτές του ΕΚΕΜΕ. Χιλιάδες ομογενείς συμπαραστάθηκαν στην ίδρυση και την επιβίωση του ΕΚΕΜΕ. Ο Κουρής έβαζε πάντα πρώτος τη σφραγίδα του, τη συναίνεση, τη στοργή του. Υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις στην Εταιρεία των Φίλων και όλοι όσοι από εμάς είμαστε οι αποδέκτες της αγάπης του, αισθανόμαστε ευγνώμονες στη μνήμη του. Θα τον κρατήσουμε φιλάργυρα στις σκέψεις μας.