ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ, τ’ ομολογώ, αν έχω ξαναγράψει για τις… μοναδικές περιπέτειες και καταστάσεις που έζησα στην Ελλάδα, σε διαφορετικές περιόδους, καταστάσεις που δείχνουν την ιδιαιτερότητα του λαού μας. 

Ό,τι προλάβω να σας εξιστορήσω παρακάτω, έγιναν καλοκαίρια που πήγαινα να δω τα παιδιά μου και συνδύαζα το τερπνόν μετά του ωφελίμου, κάνοντας και κάτι ξεχωριστό για μένα. Και για να μη σας μπερδεύω, έβλεπα τα παιδιά μου, συγγενείς και φίλους και άφηνα κάποιο θέατρο, λίγη αλλιώτικη διασκέδαση και για μένα. 

Κάτι μου λέει ότι για το θέμα που καταπιάνομαι απόψε, έχω ξαναγράψει. Αν όμως σκεφτείτε και υπολογίσετε ότι με τούτη τη στήλη σας ταλαιπωρώ κάπου 20 χρόνια και βάλε, τότε πολλαπλασιάστε μόνο 20 χρόνια, επί 52 εβδομάδες το χρόνο, μείον κάτι ταξιδάκια, συν κάτι χρόνια που ξέχασα, θα έχετε σύνολο 1.000 με 1.100… αριστουργήματα. 

Έψαξα για λίγο στον υπολογιστή μήπως και το… πετύχω, αλλά τίποτα. Αν εσείς θυμηθείτε ότι το έχω ξαναγράψει να μου το πείτε και θα φέρω την… κηδεμόνα μου για τα περαιτέρω. 

Καλοκαίρι στην Αθήνα, στο Σύνταγμα, είχα πάει στην Ερμού να επισκεφθώ έναν καλό, παλιό φίλο. Είχαμε πάει για καφέ, στη Στοά που αρχίζει από το θέατρο «Κεντρικό», και γυρίζαμε να πιούμε ένα ούζο στο μαγαζί του. Αρκετή η κίνηση στην αγορά λόγω της περιόδου των εκπτώσεων. 

Είπαμε να ξαναβρεθούμε, κανονίσαμε ημέρα και ώρα, τον χαιρέτησα και κατευθύνθηκα προς την Πλατεία Συντάγματος. Σημειώστε, υπάρχει λόγος, που την εποχή εκείνη φορούσα γυαλιά… στραβωμάρας, για κοντά και μακριά. Σύνταγμα είμαι, ας πεταχτώ στην Εθνική ν’ αλλάξω λίγα χρήματα. Εθνική στη γωνία Σταδίου και Καραγιώργη Σερβίας. 

Μικρή καθυστέρηση, λόγω πληθώρας τουριστών, αλλά σβέλτα τα παιδιά στα ταμεία και μας ξεπέταξαν στο πιτς φυτίλι. Δυνατός ο ήλιος, φόραγα και τα στραβογυαλιά και ο ήλιος λες και με είχε βάλει σημάδι. Σχεδόν δίπλα από την τράπεζα είναι μια στοά, Στοά Καλλιγά αν θυμάμαι καλά, και ήξερα ότι εκεί υπήρχε ένα κατάστημα οπτικών, καλό και αρκετά μεγάλο. «Δεν πάω να πάρω», σκέφτηκα, ένα από εκείνα τα κόλπα, τα γυαλιά, που τα καρφώνεις πάνω από τα γυαλιά της στραβωμάρας και γίνεσαι, στο άψε-σβήσε, με γυαλιά ηλίου».

Μπήκα μέσα στο κατάστημα και ο ιδιοκτήτης, μόλις συνόδευε και κατευόδωνε μια πελάτισσα, λέγοντάς της: «Φορέστε τα όλο το Σαββατοκύριακο και αν υπάρξει η παραμικρή ενόχληση, ελάτε τη Δευτέρα και θα τα ρυθμίσουμε. Γεια σας, ευχαριστώ». 

Μπήκα μέσα, είπα γεια σας και περίμενα να εξυπηρετηθώ. Ο ιδιοκτήτης με την άσπρη ποδιά, κατά πάσα πιθανότητα οπτικός, μιλούσε με κάποιον σοβαρό κύριο καθισμένο πίσω από ένα γραφείο. Σταμάτησε, γύρισε σε μένα χαμογελώντας: «Γεια σας. Συγνώμη που σας άφησα για λίγο, ο φίλος μου έχει κάποιο πρόβλημα και προσπαθώ να τον νουθετήσω. Τι μπορώ να κάνω για σας;». 

«Θα ήθελα ένα ζευγάρι από αυτά τα προστατευτικά που μπαίνουν από πάνω από τα γυαλιά…». Τη στιγμή που του μιλούσα έβαλα την παλάμη μου κοντά στα γυαλιά που φόραγα και του έκανα το σχέδιο. Χαμογέλασε, είπε «δώστε μου μισό λεπτό» και εξαφανίστηκε στο βάθος του καταστήματος. 

Επέστρεψε κρατώντας τέσσερα ζευγάρια γυαλιά και τα ακούμπησε σ’ ένα βελούδο επάνω στη βιτρίνα. Μου έδειξε τα γυαλιά, μίλησε για την προέλευσή τους και μου είπε τις τιμές. Εκείνη την ώρα ο κύριος που καθόταν στο γραφείο σηκώθηκε και με χαμηλή φωνή είπε: «Γιώργο, φεύγω. Θα πάω σε νοσοκομείο. Θα σε πάρω τηλέφωνο να σου πω». 

Ο καταστηματάρχης γύρισε, απότομα, και φώναξε: «Κάθισε κάτω να τελειώσω με τον κύριο και θα σου πω για το νοσοκομείο». 

Γυρίζοντας σε μένα και, ξεχνώντας τα γυαλιά, άρχισε να μου εξιστορεί: «Είναι κολλητός μου, φίλος μου, αδελφός μου. Επιστήμων διακεκριμένος. Υγιής και δυνατός σαν ταύρος. Το βράδυ τα κοπανάει. Εχτές τα κοπάνισε. Ήπιε τ’ άντερά του. Δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Όλη τη νύχτα πόναγε φρικτά το στομάχι του. Σήμερα, Σαββατιάτικα, θέλει να πάει στο νοσοκομείο. Υπάρχουν γιατροί τα Σαββατοκύριακα στα ελληνικά νοσοκομεία, κύριε; Δεν υπάρχουν». 

Λειτουργούν τα νοσοκομεία στην Ελλάδα τα Σαββατοκύριακα; Όχι. Πιες ένα τσαγάκι, κάνε κάποια δίαιτα το Σαββατοκύριακο, μην πιεις τα κονιάκ και τα ουίσκι σου και αν δεν συνέλθεις, τη Δευτέρα θα σε πάω εγώ στο νοσοκομείο». 

Γυρίζοντας σε μένα, ρώτησε τη γνώμη μου και με κοιτούσε στα μάτια σαν να με παρακαλούσε να συνηγορήσω. 

«Συμφωνώ απόλυτα. Κάποιο ακίνδυνο καταπραϋντικό για το στομάχι, μια σχετική δίαιτα και αποφυγή του ποτού, για μία-δύο ημέρες και νομίζω ότι θα επανέλθετε στην πρότερη κατάστασή σας. Το χρώμα σας, πάντως, δεν δείχνει ασθενή».

«Τα βλέπεις; Κάθισε κάτω και μόλις τελειώσω με τον κύριο, θα κλείσω και θα πάμε να φάμε κάτι ελαφρύ» είπε στον άρρωστο φίλο του ο οπτικός και γυρίζοντας σε μένα: «Αυτά 40, είναι γαλλικά. Αυτά 30, είναι ιταλικά. Αυτά 25 και είναι κινέζικα. Και αυτά είναι ντόπια και έχουν 20. Προτείνω να πάρετε τα γαλλικά, θα τα έχετε για χρόνια, δεν γρατζουνίζονται και δεν αλλοιώνεται το χρώμα τους. Θα σας κάνω καλή έκπτωση». 

Πήρα αυτά που μου συνέστησε, χαιρέτησα διά χειραψίας τον ασθενή, ευχήθηκα περαστικά και άπλωσα το χέρι μου να χαιρετίσω και τον οπτικό, ο οποίος με ύφος έκπληκτο μου είπε: «Πού πάτε; Μια στιγμή να φέρω μια θηκούλα να τα φυλάτε όταν δεν τα φοράτε». Έφερε τη θηκούλα, τον ευχαρίστησα και ετοιμάστηκα για δρόμο. 

«Μια στιγμή να σας δώσω και μερικά πανάκια, ειδικά, γαλλικά, να τα σκουπίζετε». Τον ευχαρίστησα, ρώτησα αν του οφείλω τίποτα και ξεκίνησα για την εξώπορτα. Με σταμάτησε. 

«Μη φεύγετε. Σας χρέωσα πολλά, 35 με την έκπτωση είναι πολλά, 40 πληρώνουν οι πλούσιοι τουρίστες όχι οι φίλοι». 

Άπλωσε το χέρι του και μου έδωσε ένα εικοσάρικο. Εξεπλάγην, τον ευχαρίστησα και προχώρησα προς την πόρτα. 

«Μια στιγμή. Βιάζεστε;» με ρώτησε. 

«Δεν έχω κάτι άκρως επείγον να κάνω» απάντησα και συμπλήρωσα: «Θα χαζέψω μήπως βρω κάποιο CD για την εγγονή μου και μετά θα πάρω ένα ταξί για την Άνω Γλυφάδα». 

«Θα μας κάνετε μια μεγάλη χάρη;» με ρώτησε. 

«Αν μπορώ, ευχαρίστως» απάντησα. 

«Θα σας παρακαλέσω να δεχτείτε να φάμε παρέα, οι τρεις μας. Θα πάμε στον ‘Γεροφοίνικα’, είναι φίλος ο ιδιοκτήτης. Θα τσιμπήσουμε, θα γνωριστούμε καλύτερα, θα σώσουμε και τον Γιάννη τον άρρωστο από το νοσοκομείο και θα σας πάω εγώ μετά στην Άνω Γλυφάδα μια και μένω δύο βήματα πιο κάτω».

Δέχτηκα…