Η παρακάτω αποστολή είναι από αναγνώστρια του “Νέου Κόσμου”:

Οι γονείς μου ήλθαν στην Αυστραλία από την Ελλάδα για μια ‘καλύτερη ζωή’ το 1960, αφήνοντας πίσω στην πατρίδα (τον τόπο που γεννήθηκαν), οικογένεια, αδέλφια, αδελφές, φίλους και άτομα αγαπημένα.

Τα χρόνια που ακολούθησαν θυσίασαν πάρα πολλά προκειμένου να δημιουργήσουν μια ζωή που θα εξασφάλιζε και την οικονομική ασφάλεια των παιδιών τους.

Μας ανέθρεψαν -εμένα και τον αδελφό μου- με σωστές αρχές. Να σεβόμαστε τον συνάνθρωπό μας και να μην παίρνουμε τίποτε ως δεδομένο, αλλά να δουλεύουμε σκληρά για εκείνα τα οποία επιθυμούμε να αποκτήσουμε.

Ιδιαίτερα το ‘Μεγάλο Αυστραλιανό Όνειρο’ της ιδιόκτητης στέγης και της οικονομικής ανεξαρτησίας.

Υπέστησαν αγόγγυστα ακόμη και προσβολές, όπως ‘βρώμικοι γουόγκς’, ‘πηγαίνετε από κει που ήλθατε’. Τα άντεξαν.

Ενσωματώθηκαν στην ευρύτερη Αυστραλία, την οποία ονόμασαν ‘σπίτι’ τους και υπηρέτησαν την κοινωνία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν κάποια οικονομική ασφάλεια για τους ίδιους και τα παιδιά τους, οι γονείς μου αγόρασαν μία άδεια ταξί για να συνεχίσει ο πατέρας μου να εργάζεται στο επάγγελμα του οδηγού από το οποίο είχε απολυθεί. Μιλάμε για τη δεκαετία του 1980.

Μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια, ο πατέρας μου πούλησε όλα τα ακίνητα που είχε ως επενδύσεις και αγόρασε άλλες δύο άδειες ταξί, πιστεύοντας ότι επρόκειτο για μία σταθερή, μακρόπνοη επένδυση, όπως διαφημιζόταν από την κυβέρνηση της Βικτώριας.

 

ΚΑΘΑΡΗ ΚΛΟΠΗ

Τώρα, έρχεται η κυβέρνηση και μας κλέβει τις άδειες. Μας λέει ότι η αξία τους είναι ΜΗΔΕΝ και ότι θα τις κατασχέσει μέχρι το 2018, προσφέροντας μια πενιχρή αποζημίωση.

Θα χάσουμε μέχρι $2,5 εκ. και οι γονείς μου, συνταξιούχοι σήμερα με δικό τους εισόδημα θα μείνουν χωρίς εφάπαξ.

Η πρόθεση της κυβέρνησης να πληρώσει $100.000 για την πρώτη άδεια, $50.000 για τη δεύτερη και τίποτε για την τρίτη ή τις υπόλοιπες, είναι πραγματικά αστεία! Επιπλέον, το ποσό αυτό, θα δοθεί σε μία περίοδο οκτώ ετών. Πώς, σ’ αυτό το διάστημα θα ζήσουν, πώς θα καλύψουν τις καθημερινές τους ανάγκες;

Το ίδιο άγχος και την ίδια αγωνία που περνά η οικογένειά μου σήμερα, ζουν και πάρα πολλές άλλες οικογένειες μεταναστών στη Μελβούρνη.

Εγώ, προσωπικά, έπεσα στην ίδια παγίδα το 2010, πληρώνοντας $505.000 για μια άδεια. Έβαλα υποθήκη το σπίτι μου για να την αγοράσω και σήμερα έχω στην πλάτη μου ένα δυσβάστακτο δάνειο να ξεπληρώσω.

Από τη μέρα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση την απόφασή της αυτή -23 Αυγούστου 2016- πάρα πολλές οικογένειες στην πόλη μας βρίσκονται σε οικτρή κατάσταση. Έχουν σημειωθεί και αυτοκτονίες ακόμη, ως συνέπεια της φοβερής αυτής απόφασης που πήρε η κυβέρνηση.

Το Εργατικό Κόμμα έχει αποδείξει ότι δεν έχει πλέον τις ίδιες αξίες που είχε κάποτε. Δεν στηρίζει πλέον την εργατική τάξη και τους μετανάστες.

Οι ιδιοκτήτες αδειών είναι στην πλειονότητά τους από μη αγγλόφωνες χώρες.

Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι η κυβέρνηση ήταν εκείνη η οποία ενθάρρυνε τους μετανάστες να επενδύσουν στις άδειες ταξί. Σήμερα, εκμεταλλεύεται αυτούς που εργάστηκαν τόσο σκληρά για να εξασφαλίσουν ένα σταθερό εισόδημα, με το να αλλάξει τη νομοθεσία εξυπηρετώντας πάντοτε τα δικά της συμφέροντα. Ας είμαστε αντικειμενικοί και ειλικρινείς. Οι μεγάλοι χαμένοι αυτής της μεταρρύθμισης στο χώρο των ταξί, είναι οι ιδιοκτήτες αδειών.

Ο τρόπος με τον οποίο φέρεται η κυβέρνηση απέναντί τους, αποκαλύπτει έλλειψη ηθικής στον τρόπο που συγκροτείται η κυβερνητική πολιτική.

Τι ζητάμε; Κανονική αποζημίωση, όπως σε άλλους κλάδους. 

*Αν θέλετε να στηρίξετε τις οικογένειες που έχουν χτυπηθεί από την απόφαση αυτή της κυβέρνησης, υπογράψτε την διαμαρτυρία μας στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.change.org και αναζητήστε “Compensate licence holders fairly”