Τρεις διαφορετικές ερωτικές ιστορίες που συνθέτουν το μνημονιακή μωσαϊκό της σημερινής Ελλάδας προβάλλονται στην ταινία «Ένας Άλλος Κόσμος», του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, με την οποία γίνεται η πρεμιέρα του φετινού Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου που διοργανώνουν οι Ελληνικές Κοινότητες σε Σίδνεϊ και Μελβούρνη.

Κοινό στοιχείο στις τρεις σχέσεις είναι ότι ο ένας εκ των δύο μερών, είναι μη Έλληνας. Η ταινία πέραν του ερωτικού στοιχείου και ακόμη καλύτερα μέσω αυτού, σχολιάζει τα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα της γενέτειρας. Για τη νέα του ταινία, που σημείωσε εκπληκτική επιτυχία στις ελλαδικές αίθουσες τους προηγούμενες μήνες, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης, μίλησε στο Ελληνικό Πρόγραμμα της Ραδιοφωνίας SBS.

Δεν είναι η πρώτη φορά που το Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου στην Αυστραλία ξεκινά με δική σας ταινία. Προηγήθηκε το «Αν», το πρώτο έργο που σκηνοθετήσατε. Αυτή τη φορά θα δούμε τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία σας, «Ένας Άλλος Κόσμος». Πώς αισθάνεστε που τα έργα σας προβάλλονται στον ελληνισμό του εξωτερικού και ευρύτερα στις κοινωνίες που ζουν και μιλήστε μας ειδικά γι’ αυτό το δεύτερο σκηνοθετικό σας έργο;

Ως πρώτη αντίδραση, αισθάνομαι πολύ χαρούμενος, συγκινημένος και περήφανος. Έχω ανάμεικτα, θετικά συναισθήματα, σχετικά με κάτι που έχω αγαπήσει τόσο πολύ όπως είναι αυτή η ταινία. Ειδικά τώρα που έχει αρχίσει το ταξίδι της στο εξωτερικό και όσον αφορά την διανομή, όσο αφορά το κομμάτι Ευρώπη, Αμερική, Αυστραλία, νομίζω ότι ο κάθε δημιουργός χαίρεται πάρα πολύ όταν μέσα από μια ταινία του καταφέρνει να ταξιδεύει και να την επικοινωνεί σε πολύ και διαφορετικό κόσμο. Αυτός εξάλλου δεν είναι και ο στόχος του Κινηματογράφου;

Ας μιλήσουμε λοιπόν γι’ αυτήν την ερωτική τριλογία. Τι περιλαμβάνει;

Το Worlds Apart ή αλλιώς το «Ένας Άλλος Κόσμος», ουσιαστικά είναι τρεις ερωτικές ιστορίες, από τρεις διαφορετικές γενιές Ελλήνων, στην Ελλάδα του σήμερα, οι οποίοι ερωτεύονται ξένους πολίτες. Η πρώτη ιστορία των 20 χρόνων, είναι η ιστορία της νεαρής κοπέλας, της Δάφνης (με ερμηνεύτρια την Νίκη Βακάλη), η οποία ερωτεύεται τον Farris, έναν πρόσφυγα από τον πόλεμο της Συρίας, ο οποίος έχει καταφύγει και εγκλωβιστεί στην Ελλάδα. Η δεύτερη ιστορία είναι η ιστορία των 40, που ουσιαστικά είναι του Γιώργου και της Elise, που έχει να κάνει με το εργασιακό, και η τρίτη ιστορία, που ερμηνεύουν οι J.K. Simmons και Μαρία Καβογιάννη, είναι η ιστορία της δεύτερης ευκαιρίας, εξ ου και Second Chance. Αυτό που ήθελα ουσιαστικά ήταν να έχω τρεις ιστορίες, με τρεις διαφορετικές γενιές και τρεις ερωτικές ιστορίες, το φόντο το οποίο υπάρχει όμως σε αυτές τις ιστορίες να είναι κοινωνικοπολιτικό.

Αναφέρεται ότι υπάρχει κοινό φινάλε, κοινό τέλος στην ταινία…

Βέβαια. Από ένα σημείο και μετά εννοείται, αυτές οι τρεις ιστορίες δεν μένουν τρεις ιστορίες, ενώνονται και ο θεατής παρακολουθεί μια κανονική, ενιαία ιστορία. Αλλά είναι καλύτερο να μην το προδώσουμε για να το δει ο θεατής.

Ακριβώς, έχετε δίκιο σε αυτό. Αυτό που θέλω να μου πείτε και να εστιάσουμε σε αυτό, είναι το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, που σημειώσατε και εντάξατε στη συνομιλία μας, τις σχέσεις Ελλήνων, ντόπιων δηλαδή, με ανθρώπους που έχουν πάει στην Ελλάδα από άλλα μέρη της γης.

Ακριβώς, συναντιούνται όλοι στην Ελλάδα και όλα εξελίσσονται… Ουσιαστικά, είναι ένα σενάριο που αν το δεις από δυο πλευρές, αν είσαι Έλληνας και το δεις από την ελληνική πλευρά, είναι τρεις Έλληνες διαφορετικής γενιάς, που ερωτεύονται ξένους. Αν δεις το σενάριο στα αγγλικά, από μη ελληνική πλευρά, είναι τρεις ξένοι, όχι Έλληνες δηλαδή, οι οποίοι επισκέπτονται τη χώρα, ερωτεύονται Έλληνες, αλλά και την ίδια την χώρα.

Όλα αυτά τι λένε για την Ελλάδα του σήμερα, την Ελλάδα της οικονομικής κρίσης, με τα εργασιακά προβλήματα, το μεταναστευτικό ζήτημα, την άνοδο κάποιων φασιστικών κινήσεων… και όλα αυτά πώς εμπλέκονται με τον έρωτα;

Όλα αυτά είναι το φόντο το οποίο ζούμε σήμερα στην Ελλάδα και, γενικότερα, στην Ευρώπη – αν θέλετε την προσωπική μου άποψη. Γιατί η αλήθεια είναι ότι αυτή η ταινία γράφτηκε το 2013, γυρίστηκε το 2014 και βγήκε στις αίθουσες στο τέλος του 2015. Τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά το 2013 και διαφορετικά σήμερα, 2016. Αφορά δηλαδή πολύ περισσότερο κόσμο η συγκεκριμένη ταινία. Ειδικά, όσον αφορά το προσφυγικό-μεταναστευτικό, γιατί αλλάζουν τα πάντα γύρω μας… Αλλά για μένα αυτό που ήθελα να δώσω ήταν -και πάντα το κάνω αυτό μέσα από τα σενάριά μου-, ο έρωτας να είναι -αν θέλετε- το όχημα για να αφηγηθείς κάποια πράγματα. Οι άνθρωποι αυτοί, τα ζευγάρια αυτά, ερωτεύονται και παλεύουν με μια πραγματικότητα. Ήθελα, αν θέλετε, το εμπόδιο στον έρωτα, σε αυτό το σενάριο, να μην είναι ένας ήρωας, να είναι η πραγματικότητα που ζούμε στην Ευρώπη σήμερα. Δηλαδή, ουσιαστικά, η κρίση έχει μορφή ρόλου, κανονικά. Υπάρχουν τα προβλήματα, το προσφυγικό, το εργασιακό, όλα αυτά τα προβλήματα τα οποία στέκονται εμπόδιο στις σχέσεις αυτών των ανθρώπων.

Εκτός από το ότι υπογράφετε τη σκηνοθεσία είστε και ένας εκ των πρωταγωνιστών. Μας είπατε επίσης για την Νίκη Bακάλη. Ποιοι είναι οι άλλοι κύριοι συντελεστές;

Η Μαρία Καβογιάννη, ο J.K. Simmons, η Andrea Osvart, από την Ουγγαρία, ενώ ο Tawfeek Barhom και η Νίκη Βακάλη, είναι τα δύο νέα παιδιά που συμμετέχουν στην πρώτη ιστορία. Και ο Μηνάς Χατζησάββας φυσικά.

Ο αείμνηστος έτσι;

Ναι. Ακριβώς.

Ήταν το κινηματογραφικό κύκνειο άσμα του μεγάλου αυτού ηθοποιού;

Δυστυχώς, ναι. Ο χαμός του ήταν κάτι που δεν το περιμέναμε, κανένας μας, ήρθε λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα εδώ στην Ελλάδα και ήταν κάτι αναπάντεχο και εξαιρετικά δυσάρεστο.

Πληροφορούμαστε ότι η ταινία πάει καλά και στα διεθνή Φεστιβάλ. 

Ναι. Τώρα φεύγω για τη Ζυρίχη γιατί θα προβληθεί στο εκεί Φεστιβάλ, όπου βρέθηκε διανομέας και σε έναν-δύο μήνες βγαίνει κανονικά στις αίθουσες, στην Ελβετία, την Αυστρία και τη Γερμανία, απ’ ό,τι έχω ενημερωθεί. Αμέσως μετά πηγαίνω στις ΗΠΑ όπου εκεί βγαίνει στις αίθουσες από τη Cinema Libre και κάνει διανομή πλέον στις ΗΠΑ κανονικά. Παράλληλα, υπάρχουν τα Φεστιβάλ με τα παρεμφερή προωθητικά, τα γκαλά, όλα αυτά που συμβαίνουν πάντα και που ισχύουν για όλες τις ταινίες.

Υπάρχει περίπτωση να σας δούμε τον Οκτώβριο στην Αυστραλία για την έναρξη των Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου;

Μακάρι να μπορούσα να έρθω. Όμως πρέπει να βρίσκομαι στην άλλη πλευρά, στις ΗΠΑ, γιατί ξεκινά η διανομή της ταινίας εκεί. Οπότε πρέπει να παραβρίσκομαι στις επίσημες πρεμιέρες. Και επειδή αυτό το έχουμε κλείσει εδώ και πάρα πολύ καιρό, δυστυχώς, δεν μπορούσα να το αλλάξω, δεν μπορούσα να αλλάξω τις ημερομηνίες και συμπίπτουν και οι δύο ημερομηνίες. Ουσιαστικά, δηλαδή, σε ΗΠΑ και Αυστραλία η ταινία βγαίνει τις ίδιες μέρες στις αίθουσες. Η συμφωνία με τον διανομέα είναι ότι εγώ πρέπει να βρίσκομαι στις πόλεις που θα κάνει πρεμιέρα η ταινία.

Δεν είμαι ο μόνος, πάρα πολλοί το έχουν πει. Ενθουσιαστήκαμε με εκείνες τις καταπληκτικές σκηνές στην Πλάκα στην πρώτη σας ταινία με τίτλο «Αν». Στη δεύτερη ταινία σας πού μας μεταφέρετε; Τι μας δείχνετε;

Και πάλι έχει πάρα πολύ την Πλάκα… Η μια από τις τρεις ιστορίες, η δική μου ιστορία δηλαδή, εξελίσσεται στην Πλάκα, με τη ξένη (Andrea Osvart) που έρχεται στην Ελλάδα, προκειμένου να εργαστεί για λίγους μήνες και ερωτεύεται τον Γιώργο και, ουσιαστικά, ερωτεύεται κατ’ επέκταση και όλη την ατμόσφαιρα στην Πλάκα. Άρα, υπάρχει η εικόνα της Πλάκας. Στην πρώτη ιστορία,που είναι που είναι η πιο σκληρή, μιας και έχει να κάνει με το μεταναστευτικό, είναι πάρα πολλά πλάνα γυρισμένα στο παλιό Αεροδρόμιο Ελληνικού, που οι παλαιότεροι το γνωρίζουν καλά.

Εμείς οι μετανάστες, κάτι θυμόμαστε.. 

Ακριβώς…. Οπότε είναι όλο γυρισμένο στο παλιό Αεροδρόμιο Ελληνικού, έχει το Jumbo κ.λπ. Επίσης, έχουμε κάνει γυρίσματα στην Πελοπόννησο… Έχει αρκετές εικόνες. Και φυσικά, μια από τις αγαπημένες δικές μου εικόνες στη ταινία, είναι η Εθνική Βιβλιοθήκη, που πάρα πολλοί δεν την ήξεραν, η οποία μόλις τώρα μετακόμισε κιόλας. Πήγε στο Ίδρυμα Νιάρχου όπυο έγιναν όλα τα γυρίσματα με τον J.K. Simmons, γιατί ακριβώς είναι ιστορικός και, ουσιαστικά, κάναμε γυρίσματα και μπήκαμε στην Εθνική Βιβλιοθήκη που είναι μια απίστευτα κινηματογραφική εικόνα και νομίζω ότι θα σας αρέσει πάρα πολύ.

Και κάτι πιο γενικό. Είναι στην Ελλάδα του 2016 το έδαφος πρόσφορο για τον ελληνικό κινηματογράφο, για εσάς τους κινηματογραφιστές και καλλιτέχνες γενικότερα;

Όχι. Το έδαφος δεν είναι για τίποτα πρόσφορο αυτή τη στιγμή. Από την φύση της η Ελλάδα, είναι μια χώρα που θα μπορούσε να φιλοξενήσει κινηματογραφιστές απ’ όλο τον κόσμο. Και μακάρι οι πολιτικοί μας, και οι προηγούμενοι αλλά και αυτοί που κυβερνούν τώρα, να καταφέρουν να κάνουν κάτι, προκειμένου να είναι πιο εύκολο και αν θέλετε πιο προσιτό στο να έρθει μία ξένη παραγωγή για να γυρίσει κάτι στην Ελλάδα. Μέχρι στιγμής, βάσει νόμου, δεν γίνεται κάτι τέτοιο. Η φορολογία είναι δυσβάστακτη για κάποιον να έρθει και να γυρίσει κάτι στην Ελλάδα. Θέλω να πιστεύω, ότι αργά ή γρήγορα θα το ρυθμισουν αυτό οι υπεύθυνοι και, ουσιαστικά, κάτι θα γίνει και κάτι θα αλλάξει. Τώρα, όσον αφορά έναν καλλιτέχνη, γενικά, αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, νομίζω ότι ακόμα και στις καλές εποχές πάλι δεν ήταν εύκολο να κάνεις μία ταινία. Ποτέ δεν είναι εύκολο να κάνεις μία ταινία. Δεν είναι εύκολη δουλειά να φτιάξεις μια ταινία, ειδικά στη συγκεκριμένη εποχή, που παγκόσμια ο κινηματογράφος περνάει μια κρίση, λόγω τεχνολογίας.

Ποια είναι η εκτίμησή σας για το στίγμα του κινηματογράφου στην Ελλάδα σήμερα; Υπάρχουν νέοι άνθρωποι που έχουν εμπλακεί στον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο; Μερικοί έχουν ήδη ανοίξει και τα φτερά τους διεθνώς, το κάνετε και εσείς τώρα… Αυτό δίνει μια ελπίδα, έτσι δεν είναι;

Ασυζητητί. Μα νομίζω ότι οι άνθρωποι πάντα θα κάνουν πράγματα, ακόμη και κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες. Εννοείται. Δεν σταματάει κάτι, δηλαδή.

Πηγή: www.sbs.com.au/greek